Το βιβλίο Ένα Γράμμα τον Βασιλιά της Ολλανδής Tonke Dragt είναι ένα βιβλίο εφηβικής φαντασίας του 1962, πολύ δηλαδή πριν γίνει το είδος βαρυφορτωμένο και κουραστικό όπως τώρα. Έτσι το «De brief voor de koning», που είναι και ο αρχικός τίτλος, κατάφερε και έγινε κλασσικό και πολυαγαπημένο στη χώρα του, αποκαλούμενο μάλιστα και το καλύτερο βιβλίο φαντασίας στην Ολλανδία.
Η Tonke χρησιμοποιώντας πολλά μοτίβα της ευρωπαϊκής επικής φαντασίας, που τότε βρισκόταν βαθιά στη σκιά του Τolkien, αλλά και στοιχεία από την πνευματική παράδοση της Τζακάρτας, όπου και πέρασε τα παιδικά της χρόνια, κατάφερε να ξεχωρίσει για την τόλμη της γραφής της, την ευελιξία και τους καλογραμμένους της (αντρικούς κυρίως) χαρακτήρες, όπως επίσης και για το γεγονός ότι έγραφε κυρίως φαντασία σε ένα σκηνικό όπου η παιδική/ εφηβική λογοτεχνία είχε ταυτιστεί κυρίως με ηθικοδιδακτικά, ρεαλιστικά αφηγήματα. Μπορεί πλέον τα βιβλία της να έχουν γεράσει και να μην έχουν πια τη σπιρτάδα της νιότης ή το άχρονο του θρύλου, και πάλι όμως είναι ένα ενδιαφέρον νεανικό ανάγνωσμα.
Αντίθετα με όλα τα παραπάνω, το Letter for the King του κατά κύριο λόγο σεναριογράφου William Davies (How to Train Your Dragon, Flushed Away) είναι ένας ύμνος στην τσαπατσουλιά και τα κλισέ που μαστίζουν το είδος του fantasy από τη δεκαετία του 70 και αργότερα.
Γιατί ναι, ο Τolkien ανέπλασε τους μύθους της βόρειας Ευρώπης και μας έδωσε τα υλικά για να φτιάξουμε νέους κόσμους με νέα μέσα. Αργότερα, μαζικά παιχνίδια ρόλων, με κυριότερο ανάμεσα τους το DnD έδωσαν σε αυτούς τους κόσμους και τη μηχανική συνοχή, στερώντας τους από τη μία από το στοιχείο του θαύματος, ανοίγοντας τους όμως σε ένα κοινό με όρεξη να δημιουργήσει άλλους τόσους κόσμους και ιστορίες. Η σειρά Letter for the King είναι σαν α έχει πάρει κανείς τα χειρότερα κομμάτια από τη αυτή την παράδοση των 60 χρόνων, να τα τράβηξε από τα μαλλιά για να σε γεμίσουν μια σειρά 6 επεισοδίων ενώ έφτανε μια ταινία 90 λεπτών, και να τα γέμισε με κακοφτιαγμένα, ψηφιοποιημένα τοπία και ξύλινες ερμηνείες.
Ναι, η κεντρική ιστορία είναι παλιά και έχει ειπωθεί και αυτό δεν αλλάζουν ούτε μερικές φτηνές εκπλήξεις, ειδικά όπως τις μεταχειρίζεται ο σεναριογράφος. Ωστόσο ο Davies δεν μπορεί να κοιτάξει πέρα από τη μηχανική πλοκή στην οποία ελπίζει, να δείξει τη μαγεία πίσω από τις επιλογές ή το μονοπάτι των ηρώων, αγνοεί τα σημαινόμενα και έτσι να σημαίνοντα του είναι κενά, μηχανικά και αδιάφορα. Ούτε η παρήγορη (αλλά δυστυχώς σύντομη) παρουσία όχι ενός, αλλά δύο ηθοποιών από το έπος του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, του Andy Serkis (Black Panther, War for the Planet of the Apes) και του David Wenham (300, Pirates of the Caribbean: Salazar’s Revenge) δεν κατάφερε να σώσει τη σειρά. Αντίθετα, ακόμα και ένα το ολιγόλεπτο αυτό πέρασμα μοιραία επισήμανε το πόσο ασυγχώρητα ξύλινοι ήταν όλοι οι νεαροί ηθοποιοί, κανένας από τους οποίους δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του ή το ενδιαφέρον του κοινού.
Χειρότερος όλων ίσως ήταν ο πρωταγωνιστής, Amir Wilson (The Kid Who Would Be King, His Dark Materials), ο οποίος ίσως στο μέλλον γίνει κάτι αξιοπρόσεκτο, όμως τώρα η αμηχανία του ήταν σχεδόν ανυπόφορη. Δεύτερη έρχεται η πρωταγωνίστρια Ruby Ashbourne Serkis (The Serpent ,Hobbit: Battle of Five Armies), κόρη του Andy Serkis (ο οποίος κάνει και τον πατέρα της στη σειρά). Εδώ μπορούμε να πούμε απλά ότι το μήλο δεν έπεσε κάτω από τη μηλιά. Eξίσου κακό cast ήταν και ο κακός της σειράς, ο Gijs Blom (The Forgotten Battle), ο οποίος ποτέ δεν έγινε κατανοητό πώς και γιατί απειλούσε να καταστρέψει τον κόσμο, ενώ ο ίδιος δεν είχε ούτε τη συμπεριφορά ούτε το physic να δείξει απειλητικός. Έμοιαζε, όπως και όλοι οι μικροί πρωταγωνιστές, σαν παιδί που φορούσε τα ρούχα ενήλικα, και έπαιζε κάτι χωρίς να το βιώνει/καταλαβαίνει.
Γιατί τελικά αυτή ήταν η επίγευση της όλης σειράς και κυρίως της σκηνοθεσία του Felix Thompson (King Jack). Οι προσπάθειες του βασίστηκαν σε μηχανικά και βασικά πλάνα με μια ασαφή προτίμηση στα μακρινά, μια φωτογραφία βαρυφορτωμένη κακοφτιαγμένα ψηφιακά τοπία και μια μηδενική αντίληψη του πως λειτουργεί το είδος, που τελικά βρίσκεται η μαγεία στους φανταστικούς κόσμους. Πουθενά δεν υπήρξε επιμάγευση, ή έστω ενδιαφέρον για την ιστορία που εξελισσόταν. Πουθενά δεν υπήρχε ίχνος πάθους για το οτιδήποτε.
Γιατί ναι, το Letter for the King θα μπορούσε να είναι ένα πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα αν οι δημιουργοί του κατανοούσαν τι το κάνει να δουλεύει, ακόμα και τώρα, 60 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση. Αν μπορούσαν να δουν ότι η μαγεία δεν χρειάζεται να βασίζεται στα εφέ (ειδικά όταν βγαίνουν τόσο πιεσμένα) ούτε οι διάλογοι να είναι από κάποιο βαριεστημένο session DnD. Tώρα η σειρά μοιάζει με κάτι που μερικοί φοιτητές έγραψαν μέσα σε δυο ώρες, πιεσμένοι από κάποια διορία που έληγε. Και δεν πέρασαν.