Σε ένα διάλειμμα από τις απανωτές περιπέτειές του ο Λούκυ Λουκ κάθεται για να ξαποστάσει σε ένα σαλούν στην πόλη της Νιτσεβονάτντα. Ξαφνικά, η πόρτα του σαλούν ανοίγει και ξεπροβάλλουν τα τέσσερα αδέρφια Ντάλτον δεμένοι πισθάγκωνα. Πίσω τους ακολουθεί η επιβλητική φιγούρα ενός… μαύρου σερίφη.
Πρόκειται φυσικά για τον σερίφη Μπας Ριβς, μία αληθινή φιγούρα που χάραξε με τον δικό της τρόπο την ιστορία του Φαρ Ουέστ. Ο Λούκυ Λουκ παλιός γνώριμος του σερίφη χαίρεται απίστευτα που τον ξανασυναντάει, αλλά πριν προλάβουν καλά-καλά να πουν τα νέα τους ένα γράμμα καταφθάνει στα χέρια του φτωχού και μόνου καουμπόι. Ξαφνικά από το πουθενά ο Λούκυ Λουκ θα βρεθεί να έχει κληρονομήσει μία από τις μεγαλύτερες φυτείες βαμβακιού στον Νότο από μία φανατική θαυμάστρια του χωρίς κληρονόμους. Αποφασίζοντας να μη δεχτεί αυτό το απρόσμενο δώρο ο καουμπόι αποφασίζει να ταξιδέψει στον Νότο, για να ξεμπερδέψει μια ώρα αρχύτερα από αυτόν τον μπελά. Σύντομα όμως θα συνειδητοποιήσει ότι τα πράγματα δε θα είναι καθόλου όπως τα περιμένει ο ίδιος. Γιατί ο αγαπημένος ντεσπεράντο λογάριαζε χωρίς τον “ξενοδόχο” μιας βαθύτατα ρατσιστικής Αμερικής.
Να πω την αλήθεια μου είχα πολλά χρόνια να διαβάσω Λούκυ Λουκ. Αν και είχα μεγαλώσει με τις ιστορίες του “φτωχού και μόνου καουμπόι”, ίσως η ενασχόλησή μου με άλλες μορφές κόμικ να μη με έκαναν να ενδιαφερθώ για τις περιπέτειες του συγκεκριμένου ήρωα ειδικά μάλιστα από τότε που πέθανε ο δημιουργός του Morris. Ή απλά είχα αρχίσει να μεγαλώνω. Ποιος ξέρει; Κι όμως όταν φέτος είδα το εξώφυλλο της καινούργιας ιστορίας από τον Achdé (της ένατης συγκεκριμένα αφού ο συγκεκριμένος δημιουργός σχεδιάζει της ιστορίες του ήρωα από το 2003) με τον Λούκυ Λουκ να περπατάει μέσα σε μία φυτεία απο βαμβάκι συνοδευόμενος από έναν μαύρο σερίφη και στο βάθος την Κου-Κλουξ Κλαν να καραδοκεί, σαν να αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον μου για τις καινούργιες περιπέτειες του αγαπημένου ήρωα.
Σε ένα γενικότερο πλαίσιο η ιστορία δεν ήταν καθόλου άσχημη. Ο Achdé φαίνεται ότι είναι ένας δημιουργός ο οποίος από τη μία σέβεται την παρακαταθήκη του Morris, από την άλλη όμως φροντίζει να αφήσει το δικό του στίγμα πάνω στον ήρωα. Έτσι λοιπόν συναντάμε για άλλη μία φορά μοτίβα που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε στις κλασσικές ιστορίες του Λούκι Λουκ, όπως την αλληλεπίδραση με ιστορικές αλλά και μυθοπλαστικές φιγούρες της Αμερικανικής ηπείρου, όπως ο Τομ Σόγιερ και ο Χάκλμπερυ Φιν. Το σενάριο όμως από το πενάκι του Jul είναι αυτό που κλέβει την παράσταση και πάει την παρακαταθήκη του ήρωα ένα βήμα παραπέρα. Αυτό που ο Jul κάνει με τρομερή τόλμη σε αυτήν την ιστορία είναι να δώσει ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία του ήρωα, μία κοινωνικοπολιτική χροιά. Ανέκαθεν ο Λούκι Λουκ ήταν ένας χαρακτήρας που στεκόταν στο πλάι των αδύναμων, όμως είναι η πρώτη φορά που τον βλέπουμε να ξεκαθαρίζει τη θέση του απέναντι στο θέμα του ρατσισμού λέγοντας στους λευκούς αριστορκράτες την υπέροχη ατάκα “Ξέρετε εγώ ποτέ δεν ξεχώριζα χρώματα”.
Αν μη τι άλλο αυτό το στοιχείο είναι που κάνει την ιστορία να ξεχωρίζει. Στον απόηχο της δολοφονίας του George Floyd και του Black Lives Matter, οι Achdé και Jul δε μένουν ασυγκίνητοι από τις αλλαγές που ταρακουνάν όλη την υφήλιο. Παίρνοντας λοιπόν αυτό το πλαίσιο, οι δημιουργοί το μεταφέρουν σε μία άλλη Αμερική, η οποία μπορεί να είναι νεώτερη κατά διακόσια περίπου χρόνια σίγουρα όμως είναι ελάχιστα αλλαγμένη. Επιλέγουν να καυτηριάσουν – κάπως ήπια βέβαια – το Αμερικάνικο όνειρο, το οποίο χτίστηκε πάνω στις ζωές χιλιάδων μαύρων σκλάβων και τροφοδοτήθηκε από τον ρατσισμό και την εκμετάλλευση των πλούσιων λευκών γαιοκτημόνων.
Μην παρεξηγηθούμε βέβαια, η ιστορία δεν είναι ένα αντιρατσιστικό μανιφέστο και δεν τα κάνει όλα σωστά. Σε μια ατυχή προσπάθειά της να μιλήσει για τον ρατσισμό στο σήμερα μας λέει εμμέσως πλην σαφώς ότι τα καταπιεσμένα υποκείμενα θα πρέπει να ανελιχθούν στις θέσεις αυτών που τα καταπιέζουν και να γίνουν αστυνομικοί ή πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών, λέγοντάς μας δηλαδή ότι το πρόβλημα δεν είναι οι ίδιοι οι θεσμοί αλλά τα άτομα που τους απαρτίζουν. Αλλά εντάξει δεν περιμέναμε και ποτέ το Λούκι Λουκ να μας κάνει μαθήματα πολιτικής ιστορίας. Όποτε απλά θα πούμε ότι χαρήκαμε που είδαμε έστω και μία κάπως απλοϊκή σκέψη στις σελίδες του αγαπημένου ντεσπεράντο, που αποδεικνύει ότι όταν μία ιστορία εξελίσσεται μέσα στα χρόνια δεν μπορεί να μείνει αναλλοίωτη από το κοινωνικό γίγνεσθαί.
Σε ένα γενικότερο λοιπόν πλαίσιο, το “Μπελάδες στις Φυτείες” είναι μία πολύ ωραία και ενδιαφέρουσα ιστορία. Έχει όλα τα στοιχεία που θα περίμενε κανείς από μία τυπική ιστορία Λούκυ Λουκ, άφθονο χιούμορ, ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τους θρύλους αλλά και τις προσωπικότητες της Άγριας Δύσης και άφθονη δράση. Σίγουρα δεν είναι η καλύτερη ιστορία που βγήκε με τον συγκεκριμένο ήρωα αλλά είναι ευχάριστη και δείχνει ότι θέλει να εξελίξει και να προχωρήσει την κληρονομιά του Morris παραπέρα. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι μας υπενθυμίζει ότι σε μία εποχή όπου τα γεγονότα και οι συνθήκες βράζουν, η 9η Τέχνη (όπως και όλες οι μορφές τέχνες) οφείλει να παίρνει θέση απέναντι στα γεγονότα. Γιατί η τέχνη ήταν πάντα ριζοσπαστική. Και αυτό δε θα αλλάξει ποτέ!