Με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις στην συνεργασία Netflix και Marvel, η οποία περνάει από πολλές δοκιμασίες πριν την τελική, και, αναπόφευκτη, κατάρρευση της, και όσο κοιτάμε καλύτερα την 3η σεζόν του Daredevil, βλέπουμε λίγο τις ενδιάμεσες απόπειρες να μπει η τηλεοπτική Marvel ξανά σε μια τροχιά μετά την εκωφαντική αποτυχία των Defenders.
Η δεύτερη σεζόν της Jessica Jones όχι απλά δεν κατάφερε να πιάσει το επίπεδο της πρώτης, αλλά δεν έδωσε και κάποιο αξιοσημείωτο δείγμα του επιπέδου που θα μπορούσε να φτάσει η ηρωίδα. Αρκούμενη σε χιλιοειπωμένα κλισέ και ένα υπερηρωικό αντι-Κριστεβα-ικό “κατηγορώ- τη-μητέρα” ως σκελετό, ήταν κάτι που ξεχάστηκε γρήγορα. Η δεύτερη σεζόν του Luke Cage όμως, πάντα με την δαμόκλειο σπάθη του misinterpretation να κρέμεται από πάνω της, και τις διαφορετικές ισορροπίες που έπρεπε να πιάσει (πολύ λευκό για τους έγχρωμους, πολύ έγχρωμο για τους λευκούς) κατάφερε να αποτελέσει μια σειρά με αξιώσεις, με ένα πολύ θετικό αποτέλεσμα και διαφορετικές λειτουργίες για διαφορετικά ακροατήρια, ενώ την ίδια στιγμή το ίδιο δεν στερείται μιας άρτιας αισθητικής υπόστασης.
Αντλώντας; έναν μεγάλο όγκο από ενδιαφέρονται στοιχεία τόσο από παλαιότερες blaxploitation στιγμές, τόσο το origin υλικό, τα κόμικ του χαρακτήρα από τα 70ς όσο και από μια ετερετοκλήτη γκάμα επιρροών (τις οικογενειακές τηλενουβέλες της δεκαετίας του 1990 λόγου χάρη), η δεύτερη σεζόν του Luke Cage επιστρέφει στον πυρήνα της, την έννοια της κοινότητας, αλλά αυτή την φορά όχι με ενωτικούς όρους. Είναι πολύ περισσότερο διασπαστική και σκωπτική. Τα γκέτο δεν είναι ενιαίες μονάδες, ούτε ανεξάρτητες από το περιβάλλον τους. Η ίδια η “γειτονιά”, όπως είχε οριστεί προηγουμένως αυτοαναιρείται καθώς τον πρώτο λόγο παίρνουν οι εθνικές, πολιτικές και ταξικές διαφορές των κατοίκων, η θέση τους στην παραγωγή, την νόμιμη και την παράνομη. Γιατί εδώ και το έγκλημα είναι ένα είδους παράπλευρης, υπόγειας αλλά απαραίτητης και συνδηλωτικής παραγωγής.
Εντελώς ελεύθερος από τα γεγονότα των Defenders, ο ήρωας του Harlem κινείται σε αυτό το πλαίσιο, προσπαθώντας όχι να διατηρήσει τον νόμο, αλλά να σώσει ζωές, με όποιο τρόπο μπορεί. Σε αντίθεση με τον Μάρτυρα Daredevil, o Luke Cage γνωρίζει τις ηθελημένες αδυναμίες του αστικού νόμου, τα όρια και πότε αυτά ξεπερνιούνται κατά το δοκούν. Και, στην τελική, δεν είναι ο σκοπός του να δικαιώσει ένα σύστημα που για τον ίδιο έχει αποτύχει. Ωστόσο, εμμέσως το κάνει, λειτουργώντας σαν ένας παράγοντας τάξης, συνεργαζόμενος με την αστυνομία προκειμένου να μοιραστεί το μονοπώλιο βίας ακόμα και σαν τελικό σκοπό, παρουσιάζοντας (και) έτσι την δομική αντίφαση του χαρακτήρα.
Στην δεύτερη σεζόν,η οποία θεματικά και δομικά θυμίζει πολύ το υποδειγματικό Black Panther,ασχολείται, με την διάνοιξη αυτής της αντίφασης και την διάχυση της σε όλο το οικοδόμημα της σειράς. Παρουσιάζει και εξερευνά, όχι πάντα επιτυχημένα ή ολοκληρωμένα, τις πολιτικοοικονομικές ουσιαστικά διαφορές ομάδων που διαχωρίζονται αυθαίρετα με γνώμονα την εθνική τους ταυτότητα μέσα στα πλαίσια ενός γκέτο. Πως μέσα μια κοινότητα που ουσιαστικά τελεί στις άκρες του οικονομικούς συστήματος, παρά το γεγονός ότι χωροταξικά βρίσκεται στην καρδιά των καπιταλιστικών κέντρων, μπορεί να παρουσιάζει εντός της έντονες ταξικές διαμάχες. Πως ομάδες που βιώνουν την ίδια καταπίεση, τον ίδιο ρατσισμό από ένα απρόσωπο και αποκεντρωμένο σύστημα, το οποίο, ακόμα και αν έχει ένα “μαύρο’ πρόσωπο, έχει πάντα ένα μπλε μυαλό, εσωτερικοποιούν αυτή την αντιμετώπιση και την διοχετεύουν η μία στην άλλη με λεκτική και, προφανώς, (εδώ υπερηρωική) βία. Οι αντιθέσεις αυτές δίνονται και οπτικά, με μεγάλα μονόπλανα σε καταστήματα, σκηνές πλήθους αλλά και “ταξίδια” σε άλλες γειτονιές πέρα από το Harlem. Όλα μοιάζουν διαφορετικά, διασπασμένα. Μια καλύτερη ματιά όμως θα κάνει πρόδηλο ότι αυτές οι ομάδες δεν έχουν μεγάλες διαφορές η μία από την άλλη, όπως δεν έχουν μεγάλες διαφορές ο ήρωας Luke Cage από τον αντίπαλο του, Bushmaster.
Βασικός γνώμονας αυτής της διαμάχης είναι και το στοιχείο της μετανάστευσης, χωρίς τον διαχωρισμό νόμιμης και παράνομης, ειδικά σε μια χώρα αποίκων, μεταναστών και σκλάβων όπως οι ΗΠΑ. Ο βασικός κακός της σειράς, ο Bushmaster είναι γιος μεταναστών, μετανάστης και ο ίδιος, που οι ντόπιοι εκμεταλλεύτηκαν αυτόν και την οικογένεια του. Η επιστροφή του στο βασίλειο του Harlem Paradise γίνεται με ένα ισχυρό ηθικό έρεισμα και μια μανία για εκδίκηση. Δύσκολο μπορεί κανείς να αρνηθεί αυτή την συνθήκη και ο επιβλητικός Mustafa Shakir (The Deuce , Brawl in Cell Block 99) την μεταχειρίζεται τέλεια για να κτίσει γύρω της έναν υποβλητικό και ανθρώπινο χαρακτήρα ο οποίος φλερτάρει μόνο με την ιδέα του villain, χωρίς να υπολείπεται όμως της σκληρότητας του. Ο Bushmaster, σαν άλλος Warmonger παρουσιάζει μια ηθική στάση που είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς μαζί της, ακόμα και ο Luke Cage, ο οποίος δεν έχει κάτι προσωπικά να χωρίσει από τον αντίπαλο του. Τον πολεμά μόνο εξαιτίας της μεθοδολογίας του. Το τελικό αποτέλεσμα τους βρίσκει ολοκληρωτικά σύμφωνους και τελικά, πολύ εύκολα θα μπορούσε να βρεθεί ο ένας στην θέση του άλλου.
Όμως υπό αυτές τις συνθήκες, ποια ενότητα μπορεί να υπάρξει μέσα σε μια εξωτερικά διαφραγμένη και αλλοτριωμένη κοινότητα; Στην πρώτη σεζόν η απάντηση ήταν η έμπνευση από μια ηρωική φιγούρα όπως ο Luke Cage, μια άποψη που συμβάδιζε με την απόλυτα νεοφιλελεύθερη άποψη του ατομικισμού. Ωστόσο η δεύτερη σεζόν, όπου ο ήρωας του Harlem καταρρέει κάτω από το βάρος της θέσης του προστάτη και, για να μπορέσει να επιτελέσει τον ρόλο του ενδύεται το διάδημα ενός crime king, τι μπορεί να γίνει; Δυστυχώς το Netflix μας στέρησε την απάντηση με το να μην μας δώσει μια τρίτη σεζόν…
Ωστόσο, το ενδεχόμενο μιας σύμπραξης, με τον έτερα κομμένο Iron Fist, του οποίου πράγματι η δεύτερη σεζόν ήταν αισθητά βελτιωμένη από την πρώτη, ίσως και να παραμένει σε μια πιθανή μεταφορά του Heroes for Hire. Το cameo του Danny Rand στην δεύτερη σεζόν ήταν όντως μια από τις πιο δυνατές στιγμές της σειράς και, επιτέλους, ο Iron Fist κατάφερε να λειτουργήσει ως όφειλε εξ αρχής. Ωστόσο, όπως πολύ σωστά έχει αναφερθεί, η ελαφρότερη, χιουμοριστική διάθεση, αλλά η βαθιά πολιτική ματιά ενός τέτοιου διδύμου δεν θα ήταν εύκολο έργο στην μεταφορά της, πέρα από το γεγονός ότι θα μας στερούσε την ιδιαίτερη τροπή που έχει δώσει ο Cheo Hodari Coker ( Almost Human, Southland ) στο σενάριο.
Στο ερμηνευτικό σκέλος, ο κολοσσός Mike Colter παραμένει ο σκελετός της σειράς με το προσγειωμένο του στυλ και την άνεση να κινείται στο χώρο και την ίδια στιγμή να επιβάλλεται με το μέγεθος του. Στο ίδιο ακριβώς κλίμα βρίσκεται και ο Mustafa Shakir, λειτουργώντας πολύ αποτελεσματικά ως το αντίπαλο δέος στον Colter. Η Simone Missick χάνει τον σοβαροφανή της ρόλο, αποδέχεται τα πιο comic στοιχεία της σειράς και πλέον θυμίζει πολύ περισσότερο την Misty Knight που γνωρίσαμε μέσα από τα καρέ των κόμικ, χωρίς να παύει να αποτελεί μια πολύ δυναμική παρουσία που τονίζει τον έντονα φεμινιστικό χαρακτήρα της σειράς στο πρακτικό κομμάτι. Ωστόσο, στο κομμάτι των ερμηνειών, η βετεράνος Alfre Woodard (Cpataina America: Civil War, K-pax) είναι αυτή που κλέβει την παράσταση με το ξεδίπλωμα του εύρους της, το οποίο της επιτρέπει να πιάνει πολλές πτυχές του πολύπλοκου χαρακτήρα της Mariah Dillard: από την σκληρή γκάγκστερ, μέχρι την ερωτευμένη γυναίκα, από την μητέρα μέχρι την παρανοϊκή δολοφόνο. H Alfre Woodard τα αποδίδει όλα αυτά και λειτουργεί ουσιαστικά ως το κέντρο βάρους της υπόθεσης.
Σε κάθε περίπτωση, είτε ξαναδούμε τον Luke Cage είτε όχι, η εμπειρία του στην τηλεόραση μας άφησε έναν προβληματισμό, έφερε στο προσκήνιο θέματα που η μαζική κουλτούρα είτε δεν ήθελε να δει είτε τα αντιμετώπιζε πολύ επιφανειακά, με έναν liberal ενθουσιασμό που όμως δεν έλυνε τα πολύπλευρα ζητήματα που αυτά αναδείκνυαν. Το Luke Cage σίγουρα δεν ήταν η καλύτερη σειρά που θα μπορούσε να γίνει βάσει του υλικού. Ήταν όμως η μόνη σειρά που θα μπορούσε να κρατήσει τις λεπτές ισορροπίες που χρειάζονται για να δει το υλικό αυτό τον τηλεοπτικό φακό. Και αυτό δεν είναι μικρό κατόρθωμα.