Μια Πρωταπριλιά στα μέσα του 19ου αιώνα, στο ατμόπλοιο Φιντέλ που ταξιδεύει στον Μισσισσιπή με προορισμό τη Νέα Ορλεάνη, επιβιβάζεται ένας άγνωστος άντρας. Κρατά πλακάτ με φράσεις χριστιανικής αγάπης, πίστης και αδελφοσύνης, που βρίσκονται σε αντίστιξη με τις πραγματιστικές, επαγγελματικές και εμπορικές πινακίδες εντός του πλοίου («πίστωσις δεν δίδεται»), και τον καθιστούν αντικείμενο χλεύης για τους υπόλοιπους επιβάτες. Σύντομα στο πλοίο αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους μια σειρά από απατεώνες που επιδιώκουν να εξαπατήσουν τους συνεπιβάτες τους για να αποσπάσουν, έστω πενιχρό, χρηματικό όφελος – ή μήπως πρόκειται για έναν και μοναδικό μεγάλο απατεώνα, έναν μαιτρ των μεταμφιέσεων, με μοναδικό (αυτο)σκοπό του να κερδίζει δόλια την εμπιστοσύνη των συνανθρώπων του;
Ο Μεγάλος Απατεώνας του Herman Melville, που κυκλοφόρησε την Πρωταπριλιά του 1857, ίδια ημέρα που εκτυλίσσονται τα γεγονότα του, ήταν το τελευταίο μυθιστόρημα που εκδόθηκε όσο ο Melville βρισκόταν ακόμα εν ζωή – το τελευταίο που έγραψε ήταν ο Μπίλλυ Μπαντ, που εκδόθηκε μετά θάνατον. Το βιβλίο, που δεν συνάντησε μεγάλη εμπορική επιτυχία ή θερμή υποδοχή από τους κριτικούς όταν πρωτοκυκλοφόρησε αλλά αναγνωρίστηκε εντούτοις καλλιτεχνικά αρκετά αργότερα, τον 20ο αιώνα, και πλέον εντάσσεται στην τριάδα των καλύτερων έργων του Melville, κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη στη σειρά sub rosa τους και σε μετάφραση Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου.
Για τον Μεγάλο Απατεώνα, ο Melville εμπνεύστηκε από την αληθινή ιστορία του William Thompson, απατεώνα που δρούσε εκείνη την εποχή και από τον οποίο προήλθε ο ίδιος ο όρος confidence man που έδωσε στο βιβλίο τον πρωτότυπο τίτλο του. Σε αυτό, ο Melville στοχάζεται πάνω στη φύση της εξαπάτησης, στην έννοια της ταυτότητας και της ρευστότητάς της, στα διαφορετικά προσωπεία που κατασκευάζουν οι άνθρωποι προκειμένου να προσαρμοστούν στην εκάστοτε περίσταση και να απομυζήσουν ό,τι μπορούν από κάθε συγκυρία, στους κοινωνικούς ρόλου που αναγκάζονται ή επιλέγουν να υποδυθούν εντός της χρηματοκεντρικής, καπιταλιστικής κοινωνίας.
Στο κατάστρωμα του ατμόπλοιου Φιντέλ, συγκεντρώνεται μια σειρά από ετερόκλητες φιγούρες, που συνθέτουν μια μικρογραφία της ίδιας της κοινωνίας: θύτες και θύματα, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι, απατεώνες και εξαπατημένοι, οι ρόλοι είναι ρευστοί και διαρκώς εναλλασσόμενοι. Σε αυτήν την αιχμηρή κοινωνικοπολιτική σάτιρα, κάθε αφηγητής είναι αναξιόπιστος, οι επαίτες ενδέχεται να είναι είτε ειλικρινείς αναξιοπαθούντες είτε επαίσχυντοι απατεώνες, όσοι επιχειρούν να τους ξεσκεπάσουν προφήτες της αλήθειας ή εκ νέου επιδιδόμενοι στην εξαπάτηση του κοινού.
Ο μεγάλος απατεώνας του τίτλου μεταμφιέζεται ξανά και ξανά, σε ανάπηρους, ζητιάνους, πενθούντες, εμπόρους, φιλάνθρωπους, και επιχειρεί να εξαπατήσει, όχι τόσο για να προσπορίσει ίδιον κέρδος όσο για να καταφέρει να πείσει τους συνεπιβάτες του να έχουν εμπιστοσύνη στον ίδιο και στα λεγόμενά του, σε μια αφήγηση – εξύμνηση της τέχνης της πειθούς. Με δημαγωγικές τακτικές, άλλοτε εμφανίζεται ως ικανός ρήτορας που πείθει τους ακροατές του χρησιμοποιώντας φιλοσοφική διαλεκτική και άλλοτε ως ιεροκήρυκας που αναλαμβάνει να προσηλυτίσει το δύσπιστο κοινό του – δεν είναι τυχαίος, άλλωστε, ο κεντρικός ρόλος που διαδραματίζει στην αφήγηση και στην ίδια την έννοια της εμπιστοσύνης η χριστιανική/μεταφυσική πίστη, θεματική που κατά κύριο λόγο απασχολεί τον Melville στα έργα του.
Φιλοσοφικές αψιμαχίες, με επιρροές από τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα μέχρι τον Milton και τον Shakespeare, θεολογικές λεκτικές διαμάχες και πολιτικοί διαξιφισμοί ανάμεσα στους επιβάτες του πλοίου και στις πολλαπλές περσόνες που υιοθετεί ο ήρωας συνθέτουν ένα εναργές ψηφιδωτό της προεμφυλιακής Αμερικής. Το μυθιστόρημα βρίθει εγκιβωτισμένων ιστοριών, αφηγηματικών παρεκβάσεων και επί μακρόν φιλοσοφικών διαλόγων, που όμως καταντούν μονότονοι και κουραστικοί για τον αναγνώστη, ενώ το κεντρικό μοτίβο της ιστορίας, αυτό της εξαπάτησης, καταλήγει υπέρ του δέοντος επαναλαμβανόμενο.
Ο Melville σχολιάζει τους τρόπους που η θρησκευτική πίστη, ο ανθρωπισμός και η φιλανθρωπία διαπλέκονται με την οικονομική διαφθορά και τον τυχοδιωκτισμό, μια πρακτική επικρατούσα και στους σύγχρονους κεφαλαιοκράτες. Μυθιστόρημα προφητικό και βασανιστικά επίκαιρο, αυτό που κατά τον Philip Roth προέβλεψε και επιχείρησε να εξηγήσει την εκλογή πολιτικών όπως ο Donald Trump, δοκησίσοφων και δημαγωγών που εξαπάτησαν το κοινό τους χωρίς να φέρουν κανένα διαπιστευτήριο εντιμότητας, καμία απτή απόδειξη του πραγματοποιήσιμου των υποσχέσεών τους, παρά μόνο μια εξοργιστική ικανότητα πειθούς. Ο σύγχρονος Μεγάλος Απατεώνας θα μπορούσε να είναι πολιτικός, βιομήχανος ή επιχειρηματίας, χρηματιστής ή σύμβουλος επενδυτικού κεφαλαίου – οι πρακτικές μπορεί να μεταβάλλονται, όμως ο ανθρωπότυπος παραμένει απαράλλαχτος και αιώνιος.
Πεσιμιστής, μισάνθρωπος και κυνικός στη ρητορική του, ο Melville μέσα από λεπτή σάτιρα αποκηρύσσει κάθε έννοια ανθρώπινης εμπιστοσύνης, αλληλεγγύης και συμπόνιας, καθώς μέσα στο, ειρωνικά ονοματισμένο, ατμόπλοιο Φιντέλ παρελαύνει ένα συνονθύλευμα οπορτουνιστών και καιροσκόπων. Μέσα από μια περίτεχνη, πολύπλοκα δομημένη, αμφίσημη και μυστηριώδη αφήγηση – παρ’ ότι συχνά κουραστική για τον σύγχρονο αναγνώστη –, ο Herman Melville συνθέτει μια ενδελεχή εξερεύνηση της έννοιας της ταυτότητας και της επανεφεύρεσής της, μια υπαρξιακή πραγματεία για την εγγενή ύπαρξη ή απουσία του Κακού στην ουσία της ανθρώπινης φύσης, κεντρική θεματική στο έργο του, και μια σπουδή πάνω στην τέχνη της εξαπάτησης. Άλλωστε, «η ζωή είναι μια γιορτή μεταμφιεσμένων· και πρέπει ο καθένας μας να συμμετέχει, να διαλέγει έναν ρόλο».