Η Ζωντανή Θάλασσα Που Ονειρευόταν Ξύπνια – Μια παραληρηματική ελεγεία για την απώλεια

Μαριάννα Τσότρα Από Μαριάννα Τσότρα 6 Λεπτά Ανάγνωσης

Σε μια Τασμανία όπου οι πυρκαγιές μαίνονται, η Άννα και τα δύο αδέρφια της φροντίζουν την ηλικιωμένη μητέρα τους που νοσηλεύεται στο νοσοκομείο. Μετά από μια εγκεφαλική αιμορραγία, η Φράνσι αρχίζει να έχει παραισθήσεις, να βλέπει οράματα μέσα από το νοσοκομειακό της παράθυρο, όσο τα όργανά της καταρρέουν το ένα μετά το άλλο. Τα παιδιά της αρνούνται πεισματικά να την αφήσουν να πεθάνει και προσπαθούν απεγνωσμένα να την κρατήσουν στη ζωή μέσα από μηχανική υποστήριξη, ενώ ταυτόχρονα η Άννα βιώνει τη δική της, προσωπική κατάρρευση: το δάχτυλό της εξαφανίζεται, στη συνέχεια το γόνατό της και μετά το ένα της στήθος, τα μέλη του σώματός της αρχίζουν σταδιακά να εξαφανίζονται δίχως κανένας γύρω της να φαίνεται να το παρατηρεί.

Το τελευταίο μυθιστόρημα του βραβευμένου με Booker Τασμανού συγγραφέα, Richard Flanagan, κυκλοφόρησε πρόσφατα στη χώρα μας από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση Γιώργου Μπλάνα. Σε αυτό, ο Flanagan χρησιμοποιεί τον μαγικό ρεαλισμό για να συνθέσει ένα στιβαρό οικογενειακό δράμα για την απώλεια, το διαγενεακό τραύμα, τον υπαρξιακό τρόμο της ασθένειας, των γηρατειών και του αναπόφευκτου τέλους, για την οικογένεια ως βάρος και τις αποφάσεις που λαμβάνονται με βάση τη συνεπακόλουθη συνειδησιακή ενοχή.

Το σώμα της μητέρας της Άννα αρχίζει να αποσυντίθεται, οι σωματικές της λειτουργίες να εξασθενούν και το μυαλό της να αποδιοργανώνεται, να λιώνει και να χάνεται μέσα σε κυκεώνες οραμάτων και παραισθήσεων συχνά λυτρωτικών από την οδυνηρή πραγματικότητα. Όσο η Άννα προσπαθεί να βγάλει νόημα και να συμφιλιωθεί με αυτήν την αργή και σταδιακή πορεία προς τη σήψη και τον θάνατο, τόσο τα μέλη του σώματός της αρχίζουν σιγά σιγά να την εγκαταλείπουν, να εξαφανίζονται αιφνίδια και αναιτιολόγητα. Αυτή η προϊούσα απόσχιση, γκροτέσκα και σουρεαλιστική, δίχως όμως σωματικό πόνο και μαρτύριο, είναι συμβολική της απώλειας που αντιμετωπίζει η Άννα, της παρακολούθησης του αγαπημένου της προσώπου να χάνεται στη λήθη.

Η Άννα αναμετράται με τις δικές της αποτυχίες και ανεπάρκειες ως μητέρα, με ένα σώμα που παρακμάζει και γερνά, με την έλλειψη ορατότητας στις γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας. Ο κόσμος γύρω της δεν την προσέχει πια, όπως δεν παρατηρεί την απουσία των μελών του σώματός της, καθώς οδεύει προς τον αφανισμό η ίδια, η μητέρα της, ολόκληρος ο πλανήτης. Σε ένα οικοσύστημα που καταστρέφεται ολοσχερώς, με την Τασμανία και την Αυστραλία να φλέγονται, τα ζώα να πεθαίνουν, είδη πουλιών να εξαφανίζονται και την αιθάλη να σκεπάζει την ατμόσφαιρα, καμία αίσθηση σιγουριάς και ασφάλειας δεν υφίσταται, τα μέλη του σώματος μπορούν να αρχίσουν απλά να χάνονται, η υφή της απτής πραγματικότητας να υποχωρεί.

Όσο ο κόσμος γύρω τους καταρρέει, η Άννα και τα αδέλφια της παρακολουθούν τα συντρίμμια της δικής τους προσωπικής καταστροφής, τα ρήγματα στους κόλπους της οικογένειάς τους να αναδύονται. Γι’ αυτό, ως ύστατη ρανίδα ελπίδας και εξιλέωσης, προσπαθούν με κάθε τρόπο να κρατήσουν τη μητέρα τους στη ζωή, αποδιώχνουν την ενοχή τους για το γεγονός ότι δεν επιθυμούν να της παρέχουν προσωπική φροντίδα και νοσηλεία μέσα από αποκλειστικές νοσοκόμες και εξειδικευμένες ιατρικές θεραπείες, προσπαθούν να νικήσουν τον θάνατο, να κυριαρχήσουν επί του αναπόφευκτου τέλους, μέσω των χρημάτων, των διασυνδέσεων και των προνομίων τους.

Η γραφή που χρησιμοποιεί ο Flanagan είναι κοφτή, η γλώσσα αποσπασματική και παραληρηματική, το σημείο εστίασης εναλλάσσεται συνεχώς, όσο η Άννα αποσύρεται νοητικά από την πραγματικότητά της για να σκρολάρει στα social media, να κοινοποιήσει viral video που δεν είδε καν, σε μια απόπειρα στηλίτευσης εκ μέρους του συγγραφέα της σύγχρονης κουλτούρας αποστασιοποίησης και κοινωνικού αναχωρητισμού.

Το μυθιστόρημα καταπιάνεται με περίσσιες θεματικές, από την οικολογική καταστροφή μέχρι την παιδεραστία και από την αυτοκτονία μέχρι την ψυχική ασθένεια, ο Flanagan ασχολείται με περισσότερα ζητήματα από όσα θα έπρεπε και εν τέλει χάνει την εστίασή του. Στο τέλος καταφεύγει υπερβολικά στον λυρισμό, τις σουρεαλιστικές εικόνες και την ποιητικότητα, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να χάνει το ενδιαφέρον του για την τύχη των χαρακτήρων. Ο αφηγηματικός πυρήνας της ιστορίας, αυτός της ηλικιωμένης μητέρας που αργοπεθαίνει σε μια αίθουσα νοσοκομείου και των πλούσιων, προνομιούχων παιδιών που της στερούν αυθαίρετα το δικαίωμα επιλογής ενός αξιοπρεπούς θανάτου, είναι ρεαλιστικός, ειλικρινής και σπαρακτικός, όμως όλες οι υπόλοιπες προβληματικές με τις οποίες ο Flanagan επιλέγει να τον πλαισιώσει καταλήγουν αχρείαστες και κουραστικές.

Climate fiction, οικογενειακό δράμα και απόκοσμα ονειρική ιστορία φαντασίας, στο Η Ζωντανή Θάλασσα Που Ονειρευόταν Ξύπνια ο Flanagan μαγεύει με την εικονογραφία του, οι ιδέες του είναι πρωτότυπες και οι συμβολισμοί του ενδιαφέροντες, η εκτέλεσή τους όμως όχι και τόσο επιτυχημένη.

Μοιραστείτε το Άρθρο
Γεννήθηκε το 1994, μεγάλωσε ανάμεσα σε χαρτόδετα μυθιστορήματα και DVD από το συνοικιακό βιντεοκλάμπ – περί τα 10 κάθε Σαββατοκύριακο. Σπόυδασε Νομική, εξειδικεύθηκε στο Εργατικό Δίκαιο, αλλά η μεγάλη της αγάπη θα είναι πάντα ο Κιούμπρικ, ο Μπέργκμαν και ο Λυντς. Θα τη βρεις να αποπειράται ανέλπιδα να μειώσει τη λίστα με τα αδιάβαστά της.