Η Jessica (Tilda Swinton – Οnly Lovers Left Alive,Τhe Dead Don’t Die ) ξυπνά στη μέση της νύχτας από έναν ήχο που ακούει, έναν αλλόκοτο κρότο του οποίου την προέλευση δεν γνωρίζει. Σκωτσέζα βοτανολόγος εγκατεστημένη τώρα στο Μεντεγίν της Κολομβίας για να επισκεφθεί την (μυστηριωδώς) άρρωστη αδελφή της, η Jessica γρήγορα συνειδητοποιεί πως είναι η μόνη που ακούει αυτόν τον ήχο. Φοβούμενη πως χάνει τα λογικά της, ζητά τη βοήθεια ενός ηχολήπτη, του Hernán (Juan Pablo Urrego– MalaYerba, Wild District), για να προσδιορίσει την ακριβή φύση και ακουστική υφή αυτού του αινιγματικού ήχου. Τα μονοπάτια στα οποία θα οδηγηθεί στη συνέχεια, όταν ακολουθήσει μια φίλη αρχαιολόγο σε μια ανασκαφή στα βάθη της κολομβιανής ζούγκλας, θα είναι αλλόκοσμα και μυστηριακά.
Ο Apichatpong Weerasethakul είναι ένας σκηνοθέτης γνωστός για τις μυστικιστικές εμπειρίες που αποτελούν οι ταινίες του: από το βραβευμένο με Χρυσό Φοίνικα Uncle Boonmee Who Can Recall His Past Lives μέχρι το Cemetery of Splendor, τον Ταϋλανδό σκηνοθέτη απασχολεί επισταμένα στη φιλμογραφία του το Μεταφυσικό, ο κόσμος των πνευμάτων και των δαιμονίων και η συνύπαρξή του με εκείνον των ανθρώπων. Παρεμφερής αλλά εγγύτερη στον ρεαλισμό είναι και η θεματολογία της νέας του ταινίας, Memoria, που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών, όπου και κέρδισε εξ ημισείας το Βραβείο της Επιτροπής, και που στην Ελλάδα είδαμε στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας.
Τοποθετώντας για πρώτη φορά την ιστορία του εκτός Ταϋλάνδης, στην Κολομβία, άλλοτε στο αστικό της τοπίο και άλλοτε στην καταπράσινη, κατάφυτη ζούγκλα της, ο Weerasethakul συνθέτει μια κινηματογραφική συμφωνία – εξύμνηση στον Ήχο, την υποβλητική του δύναμη και την ενδότερη σύνδεσή του με τη Μνήμη. Με την ανδρόγυνη, λιγνή, σχεδόν ασκητική φιγούρα της Tilda Swinton στον πρωταγωνιστικό ρόλο (σε μια ακόμα μνημειώδη ερμηνεία στην καριέρα της), ο Weerasethakul εξετάζει θεματικές όπως η μνήμη, το παρελθόν, οι (οικογενειακές, πολιτισμικές, εθιμικές) ρίζες, με μια αφήγηση αργή, ρέουσα, υπνωτιστική.
Ο Weerasethakul δεν βιάζεται, παίρνει τον χρόνο του και καθοδηγεί τον θεατή του σε ένα αποκρυφιστικό ταξίδι στη μυθολογική παράδοση της Κολομβίας. Τα δόλια πνεύματα, οι κατάρες, οι μυστικιστικές τελετουργίες διαδραματίζουν και εδώ πρωταγωνιστικό ρόλο, όμως ο σκηνοθέτης αφορμάται από αυτόν τον θεματικό πυρήνα για να καταθέσει το προσωπικό του πολιτικό σχόλιο για την προϊούσα δυτικοποίηση των χωρών της Λατινικής Αμερικής και για την πολιτισμική απομάκρυνση των λαών τους από τις εθιμικές παραδόσεις, κοσμοθεωρίες και αντιλήψεις τους. Το αιματηρό πολιτικό παρελθόν της χώρας βρίσκεται επίσης στο παρασκήνιο της ιστορίας: ο Weerasethakul δεν επιτρέπει στους ήρωές του, και μαζί με αυτούς στους θεατές, να λησμονήσουν, και χρησιμοποιεί μια μεταφυσική σεναριακή συνθήκη για να σφυρηλατήσει τη σύνδεση και τη διαρκή, αέναη επικοινωνία που παρελθόν και παρόν (οφείλουν να) έχουν.
Ταυτόχρονα, το Memoria αποτελεί μια μυσταγωγική κατάδυση στα έγκατα της ύπαρξης, της νόησης, της ζωής και της αναμέτρησής της με τη θνητότητα και το πεπερασμένο, με φιλμικούς όρους ρευστούς, παραισθησιακούς: η κινηματογράφησή του είναι λυρική, ποιητική, θυμίζει άλλοτε όνειρο και άλλοτε εφιάλτη, με τη φωτογραφία του Sayombhu Mukdeeprom και το υποβλητικό sound design να παίζουν ίσως τον σημαντικότερο ρόλο στην εξέλιξη της αφήγησης. Το δε (mindfuck) τέλος της ταινίας διανοίγει εξ ολοκλήρου νέους πυλώνες πρόσληψης και ερμηνείας του φιλμ, εισάγοντας ένα διόλου προβλέψιμο, sci-fi στοιχείο.
Το σινεμά του Apichatpong Weerasethakul είναι ένα σινεμά που σίγουρα δεν είναι για όλους: πολλοί μπορεί να το βρουν αργό, απαιτητικό, επιδειξιομανές. Όμως, ανήκει σε εκείνη την κατηγορία σκηνοθετών στην κινηματογραφική ποίηση των οποίων πρέπει να αφεθείς, να εγκαταλείψεις τις όποιες προκαταλήψεις και ανυπομονησία για παροχή άμεσων εξηγήσεων είχες, και να επιτρέψεις στον εαυτό σου να σαγηνευθεί από τη λυρική ομορφιά των εικόνων, και εδώ των ήχων, του. Και αν το κάνεις αυτό, θα ανταμειφθείς με μια μυστηριακή, υπαρξιακή ελεγεία για τη μνήμη και τις αισθητηριακές λειτουργίες της, για το παρελθόν και τη νοητική αναβίωσή του, για τον θάνατο και τις παντός είδους μεταφυσικές αναγνώσεις του. Μία κινηματογραφική εμπειρία που δεν είναι εγγυημένο ότι θα απολαύσεις, αλλά απόλυτα σίγουρο ότι θα σου μείνει αξέχαστη.