“This land is your land, and this land is my land
From California to the New York island
From the Redwood Forest to the Gulf Stream waters
This land was made for you and me”
Woody Guthrie, “This Land is your Land”
της Μίκας Αγραφιώτου
«Κάποτε η Χαβάη αντιμετώπιζε προβλήματα με τον υπερπληθυσμό των αρουραίων», γράφει στις πρώτες σελίδες του εμβληματικού του «Τρυποκάρυδου» ο προσφάτως μακαρίτης Αμερικανός συγγραφέας Tom Robbins. Και συνεχίζει «τότε κάποιος βρήκε μια λαμπρή λύση για το πρόβλημα. Να εισαχθούν μαγκούστες από την Ινδία. Οι μαγκούστες θα σκότωναν τους αρουραίους. Έτσι και έγινε. Οι μαγκούστες σκότωσαν, επίσης, κότες, γουρουνάκια, πουλιά, γάτες, σκύλους και μικρά παιδιά. Υπήρξαν αναφορές για μαγκούστες που επιτέθηκαν σε μοτοσυκλέτες, χλοοκοπτικά μηχανήματα, αμαξάκια του γκολφ και στον James Michener. Έτσι, η Χαβάη αντάλλαξε το πρόβλημα των αρουραίων με το πρόβλημα της μαγκούστας. Η κοινωνία αντιμετωπίζει πρόβλημα με το έγκλημα. Προσέλαβε αστυνομικούς για να αντιμετωπίσουν το έγκλημα. Τώρα η κοινωνία αντιμετωπίζει πρόβλημα με τον υπερπληθυσμό των αστυνομικών».
Ίσως, ο Tom Robbins, ο συγγραφέας που όλοι έσπευσαν να χαρακτηρίσουν ως «ανατρεπτικό» -ο καθένας για τους δικούς του λόγους-, να ήταν όντως «ο πιο επικίνδυνος συγγραφέας στον κόσμο». Και αυτό διότι γνώριζε καλά πως να συνυφαίνει μέσα από εξωφρενικούς αφηγηματικούς χειρισμούς την ενδιαφέρουσα πολιτική ανάλυση της κοινωνίας του θεάματος με ανεπιτήδευτους, μαγικούς έρωτες, εμποτισμένους από άκρη σε άκρη από την ονειρική Americana. Αυτή τη ρομαντική ιδέα μιας «άλλης» Αμερικής, το δολοφονημένο αρνητικό του ηγεμονικού Ονείρου της, μιας Αμερικής που η καρδιά της ύπαρξης της βρισκόταν πάντα στα αξιοθέατα κατά μήκος των δρόμων παρά στους ουρανοξύστες των πολυεθνικών εταιρειών. Σε φιδίσιους αυτοκινητόδρομους, σε diners που συχνάζουν μοτοσικλετιστές και πεταλούδες της νύχτας, σε ξεχασμένα ράντσα που πηγαίνουν τα άλογα όταν γεράσουν, σε κάθε είδους ιριδίζουσες φαντασμαγορίες γεμάτες από μυστηριακό ερωτισμό, ναρκωτικά, αλκοόλ και γενναίες δόσεις τρέλας αναλόγως τους παντοδύναμους κύκλους της σελήνης.

Έγραφε για εκείνο το παράλληλο σύμπαν, λοιπόν, όπου τις σχολικές τάξεις κοσμούσαν τα πορτραίτα του Jesse James και των άλλων Ρομπέν των Δασών της Άγριας Δύσης και όχι οι επιβλητικές, μεγαλεπήβολες εικόνες των Αμερικανών προέδρων και των απανταχού αποικιοκρατών. Μια άκρως επικίνδυνη λογοτεχνία που ισορροπούσε σαν ακροβάτης τσίρκου πάνω σε τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στα δοξασμένα άρλεκιν των περιπτέρων και στα βαθιά φιλοσοφικά και πολιτικά διακυβεύματα που απασχολούσαν τους στοχαστές των δεκαετιών των ‘60s και των ‘70ς. Μια λογοτεχνία για τις μάζες που μπαρούτιαζε με πάθος τα πιο ζωτικά θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος όπως ακριβώς και ένας αναρχικός βομβιστής. Κυρίως γιατί σε έβαζε να τοποθετήσεις τον εαυτό σου σε έναν κόσμο όπου η γνώση αποτελεί το ίδιο ουσιώδες δικαίωμα με την τεμπελιά, όπως και το να ζεις χωρίς να απολογείσαι απολύτως σε κανέναν.
«Οι παράνομοι είναι τα ανοιχτήρια της κονσέρβας στο σούπερ μάρκετ της ζωής», θα μας θυμίσει συνθηματολογικά πάλι ο επαναστάτης Τρυποκάρυδος του, σε μια κρίση αυτό-αναφορικότητας που μεταμορφώνει παρανοϊκά τη διάσημη αναλογία με το σφυρί του Γερμανού φιλοσόφου Μάρτιν Χάιντεγκερ. Εφόσον αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη του σφυριού μόνο όταν εκείνο χαλάσει, έτσι αντιλαμβανόμαστε και τις εμπεδωμένες κοινωνικές νόρμες. Όταν διαρρηχθούν δυναμικά από εκείνες τις παράνομες πράξεις που μας οδηγούν στο να αμφισβητήσουμε τις βασικές κοινωνικές δομές και σαν άλλα «ανοιχτήρια κονσέρβας» μας προσφέρουν μια ενεργή ματιά σε έναν τελείως διαφορετικό και, ίσως, πιο δίκαιο κόσμο. Ο θείος-Tom είχε το κακό συνήθειο να μας κάνει να σκεφτόμαστε πολιτικά ακόμα και με τα πιο ευτελή αντικείμενα.

Ακολούθως, ο Tom Robbins δεν χρειαζόταν τον Bob Dylan και τον «Τυφώνα» του για να μάθει πως η δικαιοσύνη δαγκώνει πολύ πιο εύκολα τους ξυπόλητους, ειδικά αν είναι μαύροι, μετανάστες ή, απλά, φτωχοί και πως το έγκλημα έχει, κατά κύριο λόγο, ταξικά αίτια. Αρκούσε απλά να παρατηρήσει τον κόσμο έξω από τον εαυτό του και τα προνόμια που του δόθηκαν από τη γέννησή του, ένα δραστικό χόμπι που απέκτησε ήδη από πολύ μικρή ηλικία όπως γράφει ο ίδιος στα «μη-απομνημονεύματα» της «Θιβετιανής Ροδακινόπιτας» του. Μεγαλώνει και ανατρέφεται, άλλωστε, στην Αμερική του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της Μακαρθιανής «Μαύρης Λίστας», μια εποχή που για να μετατραπεί κάποιος σε «παράνομο» αρκούσε να εκφέρει μερικές «λάθος λέξεις» και να επιδεικνύει έστω και μια φιλική συμπάθεια προς το κόκκινο χρώμα. Δεν ξεχνάει, επίσης, πως είναι ακόμα ένας λευκός σε ένα ολοκληρωτικά λευκό περιβάλλον, καθώς μεγαλώνει ως χιλμπίλι σε ένα ορεινό θέρετρο με συμβολικές διαστάσεις της δικής μας Χαλκιδικής αλλά χωμένο κάπου στα σπλάχνα της Βόρειας Καρολίνα, εκεί όπου και «οι πλούσιοι προτιμούσαν το λευκό υπηρετικό προσωπικό», ενώ η ύπαρξη των Αφρό-Αμερικανών γινόταν ορατή μονάχα μέσα από τις κινηματογραφικές ταινίες.
Παρ’ όλα αυτά, για τον Tom Robbins ο κόσμος ήταν πάντα ένα στρείδι, έτοιμο να αποκαλύψει αν στο εσωτερικό του έκρυβε έναν θησαυρό ή ακαθαρσίες μέσα από τη χρήση των κατάλληλων εργαλείων, στην περίπτωση του κάποιο ειδικό ανοιχτήρι. Και αυτό το ανοιχτήρι για αρκετές δεκαετίες μάλλον υπήρξε η πένα του και η γραφομηχανή του, εξοπλισμός βουτηγμένος σε ένα ατελείωτο καζάνι με ειρωνεία, σχεδόν βρετανική φλεγματικότητα και αδίστακτη, ερωτική ευφυία που δεν είχε καμία σχέση με την καταναλωτική πορνογραφία ή τις αρένες των θεαμάτων. Μια ευφυία ικανή να τον μεταμορφώσει είτε στο πιο προσφιλές είτε στο πιο αντιπαθητικό άτομο μέσα στο δωμάτιο, καθώς ο κόσμος μας δεν εκτιμάει αρκετά όσους κατατάσσει ως «ξερόλες».
Βέβαια, ο διδακτισμός δεν υπήρξε ποτέ το φόρτε του συγκεκριμένου συγγραφέα, τον οποίο και απέφευγε με τον ίδιο τρόπο που ένας αλλεργικός αποφεύγει τους ξηρούς καρπούς. Σε ελάχιστες περιπτώσεις και μάλλον από λάθος της στιγμής, υιοθετούσε τον ρόλο ενός κοσμοπολίτη σαμάνου που μέσα στην παραζάλη του μονολογούσε ορισμένες «αλήθειες της ζωής» για τους ευκολόπιστους και εκείνους που έχουν κατασκευάσει την ουσία τους με τέτοιο τρόπο ώστε να υποβαστάζεται διαρκώς από έναν χάρτινο πύργο αποφθεγμάτων και μεγαλοστομιών για ό,τι συναρθρώνει το νόημα της ζωής, του σύμπαντος και των πάντων και δεν περιορίζεται σε έναν κοινό αριθμό. Τουλάχιστον, στις πιο παλιές εποχές, κάτι τέτοιο μπορούσε να σου αγοράσει ένα γεύμα ή μερικά γεμάτα ποτήρια μπύρας. Και ο θείος-Tom δεν έλεγε ποτέ όχι σε μερικά αφρισμένα ποτήρια μπύρας.

Πρέπει, όμως, να σημειωθεί πως ένα κακό συνήθειο των «αχρείων» κριτικών λογοτεχνίας είναι ότι τείνουν να χρησιμοποιούν εντελώς βαρετές λέξεις για να χαρακτηρίσουν τους ήρωες των βιβλίων του Robbins. Χαρακτηρισμοί όπως «αντισυμβατικοί», «επαναστατικοί» ή «αντικομφορμιστές» έχουν την τάση να κοσμούν τους πηχυαίους τίτλους μιας ολόκληρης εποποιίας άρθρων για το έργο του. Φυσικά, αυτά αποτελούν εύκολες χρήσεις του αγίου γλωσσικού μας συστήματος που γίνονται καραμέλες για τον λαιμό από λευκογιακάδες υπαλλήλους οι οποίοι σπανίως ξεμυτίζουν από τα γραφεία τους ώστε να αντιληφθούν πως ο κόσμος δεν διαχωρίζεται ανάμεσα στους λευκογιακάδες υπαλλήλους και τους «Άλλους», ξέρετε, εκείνους που αποτελούν της γης τους κολασμένους.
Αν έχεις ζήσει όλη σου τη ζωή χωρίς προνόμια, ίσως η αντισυμβατικότητα και ο αντικομφορμισμός να μην ήταν ακριβώς οι πρώτες σου επιλογές από την πρώτη στιγμή που άνοιξες τα μάτια σου σε αυτόν τον μάταιο και σκληρό κόσμο. «Κοιτάξτε γύρω σας», είναι σαν φωνάζει στα μούτρα μας ο ημίτρελος κοσμοπολίτης σαμάνος, «ο πλανήτης είναι γεμάτος από σερβιτόρες που έπνιξαν τα όνειρα τους να γίνουν πρίμες μπαλαρίνες μέσα σε βρώμικους νεροχύτες εστιατορίων». Όχι σαν ακόμα ένα πολιτικό μανιφέστο, αλλά, περισσότερο, σαν μια συνειδητοποίηση της ουσίας, του πραγματικού αποστάγματος της σύγχρονης κοινωνίας του καταναλωτισμού έτσι όπως αυτή κατασκευαζόταν την μεταπολεμική περίοδο και ο ίδιος ο Robbins υπήρξε ενεργό υποκείμενό της.

Και αυτό διότι στο σύμπαν του Tom Robbins, υπήρχε χώρους για όλους. Συνήθιζε να μην διαχωρίζει τους ανθρώπους σε κατηγορίες πρώτης ή δεύτερης διαλογής. Υπήρχε χώρος για τους φτωχούς και καταφρονημένους, για τους φαντασμένους αστούς και τους ξεπεσμένους αριστοκράτες, για μυθικές θεότητες που έψαχναν να βρουν τα ελιξίρια της νεότητας και της αθανασίας μέσα από ευτελή παντζάρια, για Εβραίους που απέκτησαν αδερφικές σχέσεις με Άραβες κάνοντας πολύ καλύτερα τη δουλειά του ΟΗΕ, για βετεράνους πολέμων και μελαγχολικές καουμπόισσες με υπερμεγέθεις, σχεδόν φαλλικούς αντίχειρες, για όλους εκείνους που οι επίσημες κοινωνικές κατασκευές πετούσαν με ευκολία στο περιθώριο, στα διάφορα freakshows της ζωής. Ο Tom Robbins πήρε αυτό το παραπεταμένο freakshow και όχι μόνο το έφερε στο επίκεντρο των μυθιστορημάτων του, αλλά του έδωσε και το όμορφο, αίσιο τέλος που του άξιζε.
Και, ίσως, αυτή να ήταν και η πιο σπουδαία πολιτική πράξη του θείου- Τομ. Ότι σε αντίθεση με όλα όσα πιστεύει η αστική κοινωνία, το να ζεις μη απολογητικά τη ζωή σου, διεκδικώντας διαρκώς την ελευθερία σου και την ορατότητά σου μέσα στην αστική κοινωνία, να αποτελεί από μόνο του ένα ευτυχισμένο τέλος. Βγάζοντας τη γλώσσα κοροϊδευτικά απέναντι στον θάνατο, σπάζοντας τις αλυσίδες που σε κρατάνε δέσμιο σε άυλες συμπεριφορικές και κοινωνικές νόρμες, απογυμνώνοντας την ορατή πραγματικότητα από όλα τα μυστηριώδη πέπλα της και τις τεχνητές κουλτούρες που συνεχίζει να κρατάει διασωληνωμένες λόγω του παραλυτικού φόβου μιας ριζικής αλλαγής.
Και αν κάτι μένει από τα βιβλία του Tom Robbins, είναι αυτή η εύθυμη, ευφορική διάθεση ότι ο κόσμος και ανήκει σε όλους μας και αλλάζει με τον τρόπο που στροβιλίζονται οι κύκλοι της σελήνης πάνω από το κεφάλι μας. Ίσως και με λίγο απελευθερωτικό σεξ, ένα καλό ποτό και ένα αδίστακτα ευφυές αστείο, σε ένα σκοτεινό μπαρ χωμένο στα σπλάχνα του Σιάτλ και της Νέας Ορλεάνης, με ένα μεθυσμένο πιάνο να παίζει στη γωνία τα μπλουζ.
*Ο τίτλος προέρχεται από το αντίστοιχο βιβλίο του Νίκου Νικολαϊδη «Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα».