«Απ’ όσα έχουν ψυχή και νου, γυναίκες,
το πιο δυστυχισμένο είμαστε πλάσμα·
πρώτα με χρήματα περίσσια πρέπει
τον άντρα ν’ αγοράσουμε κι αφέντη
να βάλουμε έτσι στο κορμί μας· τούτο
χειρότερο κακό από κείνο. Η πιο μεγάλη
εδώ’ ναι η αγωνία· καλός θα’ βγει;
κακός; Γιατί καμιά τιμή δε φέρνει
στη γυναίκα τον άντρα να χωρίσει
μηδέ να τον αφήσει […]»
Ευριπίδης, Μήδεια, μτφρ. Τάσος Ρούσσος, εκδ. Κάκτος, στ. 230-237
Ο Ευριπίδης έχει χαρακτηριστεί από τον Αριστοτέλη, ως ο τραγικότερος από όλους τους ποιητές (Αριστοτέλης, Ποιητική 1452b-1453a). Ίσως, γιατί επιδίωξε με το έργο του να δραματοποιήσει την ανθρώπινη δυστυχία, μεταχειριζόμενος ηθικά θέματα παλαιότερων μύθων με τέτοιο τρόπο ώστε να πετύχει τον δραματουργικό του στόχο. Η «Μήδεια» είναι ένα από τα κορυφαία έργα του. Αποτελεί διασκευή του μύθου της Μήδειας, που προϋπήρχε και διδάχθηκε το 431 π.Χ. αποσπώντας μάλιστα και το τρίτο βραβείο στους δραματικούς αγώνες.
Από την παράλληλη ανάγνωση και επεξεργασία των κειμένων των Ευριπίδη, Σενέκα, Jean Anouilh και Heiner Muller, προήλθε το κείμενο της Σοφίας Κομηνέα για τη δημιουργία του Graphic Novel Μήδεια, σε εικονογράφηση του Αντρέα Γιοβάνου. Η υπόθεση του έργου είναι γνωστή. Πρωταγωνίστρια είναι η Μήδεια, Πριγκίπισσα της Ανατολής και εγγονή του Ήλιου, μία «βάρβαρη» η οποία ερωτεύτηκε τον Ιάσονα, τον ήρωα που ηγήθηκε της Αργοναυτικής Εκστρατείας και ανέλαβε την αποστολή να φέρει στον τόπο του το χρυσόμαλλο δέρας.
Η Πριγκίπισσα Μήδεια είναι ένας από εκείνους τους τραγικούς χαρακτήρες που έχουν εμπνεύσει ποικιλοτρόπως την τέχνη διαχρονικά∙ από τη λογοτεχνία, το θέατρο, τον κινηματογράφο μέχρι και την ένατη τέχνη. Η προσωπικότητά της ήταν ασυνήθιστη για την αρχαιότητα. Μόνο με την ηχώ του ονόματός της προκαλείται έντονη διχογνωμία, ανάμεσα σε εκείνους που νιώθουν αποτροπιασμό από τις πράξεις της και σε εκείνους που τρέφουν για εκείνη αισθήματα συμπάθειας και συμπόνιας, έχοντας μελετήσει καλύτερα την ιστορία της.
Πρόκειται για ένα θύμα του έρωτα του Ιάσονα, ενός παράφορου έρωτα που τελικά την οδήγησε στο να προδώσει την ίδια της την οικογένεια, χρησιμοποιώντας τις μαγικές της ικανότητες για να βοηθήσει τον άνδρα που αγάπησε. Ο Ιάσονας όμως, τελικά την πρόδωσε όταν αποφάσισε να παντρευτεί την κόρη του βασιλιά της Κορίνθου, τη Γλαύκη ή Κρέουσα. Η Μήδεια μαθαίνοντας τα νέα, κλονίστηκε, ένιωσε πως καταστράφηκε, πως έχασε το στήριγμά της, τον έρωτα της ζωής της για τον οποίο θυσίασε τα προνόμια της και αφοσιώθηκε στη ζωή της.
Στο graphic novel, η ένταση και η ατμόσφαιρα του μύθου μεταδίδονται από την αρχή. Αφενός με τον λόγο της Μήδειας ο οποίος είναι απλός, κοφτός και οξύς, γεμάτος πόνο, οργή και θλίψη. Η μορφή της Μήδειας κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον παραλογισμό. Μετά την απρόβλεπτη για εκείνην απόφαση να εξοριστεί από τον Κρέοντα, τον βασιλιά της Κορίνθου, με ικεσία εξασφάλισε την παραμονή της για μία ακόμα ημέρα, δίνοντάς της την ευκαιρία να καταστρώσει το σχέδιό της, που δεν είναι άλλο από ένα σχέδιο εκδίκησης για τον άντρα που την πρόδωσε. Η Σοφία Κομηνέα, αποδίδει μία σύγχρονη Μήδεια, με λόγο ανεπιτήδευτο, πομπώδη, αλλά σύγχρονο και ρεαλιστικό. Με βαριές κουβέντες και γρήγορο τέμπο, ο ερωτικός τσακωμός της Μήδειας και του Ιάσονα θα μπορούσε να αφορά ένα σύγχρονο νέο ζευγάρι, με εκείνο τον ωμό ρεαλισμό κινηματογραφικής κοψιάς, που καθηλώνει στο Σπιρτόκουτο του Οικονομίδη.
Το κείμενο της Σοφίας Κομηνέα έχει δυναμική, ενώ την ένταση του μύθου συμπληρώνει η εικονογράφηση του Αντρέα Γιοβάνου. Ο Αντρέας Γιοβάνος σκηνοθετεί την τραγωδία σε μία θρίλερ μορφή και με αυτό το σκοπό επιλέγει να κινηθεί σε μία παλέτα τριών χρωμάτων∙ του κόκκινου, του άσπρου και του μαύρου. Παρατηρώντας καλύτερα το έργο, για τη βασική αφήγηση χρησιμοποιείται ο συνδυασμός του κόκκινου -προσδοκώντας να προκαλέσει στον αναγνώστη την ένταση, την οργή, τον θυμό και το πάθος της Μήδειας– με το μαύρο, θυμίζοντας την σκληρότητα, το σκοτάδι μέσα στο οποίο έχει βυθιστεί η πρωταγωνίστρια∙ την θλίψη και τον θάνατο που έχει προηγηθεί και φυσικά έπεται. Ανάμεσα στη βασική αφήγηση υπάρχουν εγκιβωτισμοί, οι οποίοι εντοπίζονται από τον χρωματικό συνδυασμό του μαύρου και του άσπρου. Οι εγκιβωτισμοί αυτοί είναι μικρές παύσεις, θα μπορούσε μάλιστα να ειπωθεί ότι αποτελούν φωτεινά σημεία (άσπρο χρώμα) μέσω των οποίων διαφωτίζονται στοιχεία, κυρίως από το παρελθόν των ηρώων, που δεν γνωρίζει ο απλός αναγνώστης. Όσον αφορά το ίδιο το σκίτσο, αποτελείται από ζωηρές αλλά συνάμα σκληρές γραμμές, που εστιάζουν στις εκφράσεις των προσώπων των ηρώων, προκειμένου να εντείνουν την ατμόσφαιρα του δράματος.
Στη Μήδεια, το πάθος με τον παραλογισμό εναλλάσσονται. Παρουσιάζεται η εκδίκηση της αδικημένης γυναίκας μέσα σε μια ηρωική ατμόσφαιρα που συνήθως προορίζεται για άνδρες. Επιμένει στην αποκατάσταση της τιμής της, η οργή της είναι τέτοια που υπερκερνά τη μητρική αγάπη. Γνωρίζει πως τα παιδιά της είναι χαμένα, αλλά ταυτόχρονα επιθυμεί η ίδια να θέσει το τέλος τους. Από τη μία υποκύπτει στα μητρικά της ένστικτα από την άλλη καταπνίγει αυτά τα συναισθήματα.
Η Μήδεια είναι η γυναίκα που εκδικείται, η γυναίκα που εμπιστεύτηκε τον άντρα για τον οποίο τσαλακώθηκε, πρόδωσε το σπίτι της, γέννησε τα παιδιά του και τελικά την πρόδωσε, υποτιμώντας την, ατιμάζοντάς την. Στις σελίδες του graphic novel μεταφέρεται επιτυχημένα το κλίμα του μύθου σε ένα σκηνικό τρόμου, το οποίο ανταποκρίνεται σε σύγχρονες αισθητικές επιλογές και αναγνώσεις του αρχαίου μύθου.