Τι θα μπορούσε να συμβεί εάν αναμειχθούν οι ιστορίες θρυλικών ροκ συγκροτημάτων με τα “μπαρμπαδέλια” του Αντώνη Βαβαγιάννη aka Κουραφέλκυθρου; Η απάντηση βρίσκεται στις σελίδες του κόμικ «Mixtape: Ένα μουσικό κόμικ – 24 ροκ ιστορίες» που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες σε μεγάλο σχήμα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, ένα έργο που ενώνει δύο -όχι τόσο μακρινούς- κόσμους: την ροκ σκηνή με τα Κουραφέλκυθρα.
Υπεύθυνος για αυτήν την μείξη είναι ο Κωνσταντίνος Τσάβαλος, δημοσιογράφος με εμπειρία -ως συντάκτης ή αρχισυντάκης- σε μεγάλα έντυπα, με έμφαση στη μουσική, ο οποίος συνέλεξε 24 μικρές ιστορίες, κάθε μία αφιερωμένη σε περιστατικά από τη ζωή θρυλικών συγκροτημάτων και ροκ καλλιτεχνών. «Ανέκδοτες» ιστορίες που τις εμπιστεύτηκε στον Βαβαγιάννη, προκειμένου να τις αφηγηθεί με την ξεχωριστή κομιξική του πένα και το μοναδικό του χιούμορ. Κι έτσι προέκυψε ένα μουσικό κόμικ, το οποίο προλογίζει ο Αλέξης Καλοφωλιάς (τραγουδιστής και μπασίστας των Last Drive αλλά και βραβευμένος μεταφραστής), ο οποίος σημειώνει:
«Λίγοι είναι οι αφηγηματικοί χώροι όπου η αλήθεια μπλέκεται τόσο αβίαστα με το ψέμα όσο οι «ανέκδοτες» ροκ ιστορίες»
Ο Τσάβαλος και ο Βαβαγιάννης διηγούνται μέσα από ολιγοσέλιδα (κατά κανόνα 2 ή 3 σελίδων) στριπς, ορισμένες από εκείνες τις αλλοπρόσαλλες ιστορίες που διηγούνται οι ροκ σταρς ή διαδίδονται για αυτούς, χτίζοντας τον μύθο τους. Ορισμένες από αυτές δυσκολεύεσαι να τις πιστέψεις εύκολα, όπως την ιστορία του Ozzy με τα μυρμήγκια ή το προαίσθημα του Captain Beefheart για τον Lennon, όμως αυτή είναι η μαγεία των ειδώλων -μουσικών και άλλων- ότι δηλαδή έχουν την δυναμική να διαπεράσουν το ανθρωπίνως νοητό και να μετατραπούν σε θρύλους. Από την άλλη, η αφηγματική αμεσότητα, η χιουμοριστική διάθεση και το οικείο σχέδιο του Βαβαγιάννη, φέρνει και το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή της προσγείωσης των ροκ σταρς στην πραγματικότητα και της εξοικείωσης του κοινού με την ζωή τους. Αυτή την πτυχή αναδεικνύει εύστοχα ο Καλοφωλιάς, γράφοντας στον πρόλογό του ότι «αυτός ο συνδυασμός έλλειψης μέτρου και ανθρωπιάς, ξιπασιάς και αυτοαποκαθήλωσης, ανοησίας και ευστροφίας, φέρνει στο φως την «άλλη» πλευρά αυτών των «κατά λάθος» ηρώων, τους γειώνει και τους καθιστά οικείους και προσπελάσιμους, συμπληρώνοντας ευφάνταστα τη μουσική τους».
Οι ιστορίες που ανθολογούνται από τον Κωνσταντίνο Τσάβαλο αποτελούν στιγμιότυπα από την ιστορία των ροκ συγκροτημάτων και των καλλιτεχνών που πρωταγωνιστούν. Το γενικό context της ιστορίας και της σημασίας κάθε συγκροτήματος δεν θα μπορούσε να αποδοθεί στις δύο – τρεις σελίδες που αφιερώνονται σε κάθε ιστορία και γι’ αυτό εύστοχα παραλείπεται. Προκειμένου να καλυφθεί αυτό το κενό, ο Τσάβαλος προσθέτει στο τέλος κάθε ιστορίας ορισμένες σημαντικές πληροφορίες για τους εμφανιζόμενους και τις εμφανιζόμενες κάθε στριπ, εν είδει εγκυκλοπαιδικών λημμάτων, τα οποία είναι μεν χρήσιμα, όμως υστερούν σε αναγνωστική απόλαυση σε σχέση με τα στριπς. Ίσως θα ήταν πιο εύστοχο να είχε προτιμηθεί να γράφεται ένα μικρό επίμετρο με πιο ελεύθερη γραφή στο τέλος κάθε κεφαλαίου, προκειμένου να συνδεθεί κάθε «ανέκδοτη» ιστορία με την ευρύτερη εικόνα, με την συνοπτική ιστορία κάθε συγκροτήματος και το ιστορικό του πλαίσιο.
Το αισθητικό concept του Mixtape ενισχύεται από το οπισθόφυλλο της έκδοσης, που αναπαριστά τη θήκη της μουσικής κασέτας του εξωφύλλου, η οποία περιέχει τις λίστες με τους τίτλους από τα «κομμάτια» (τις ιστορίες) που περιέχει κατά σειρά σε κάθε του «πλευρά» το Mixtape. Με σαφή νοσταλγική διάθεση, το κόμικ λειτουργεί ως μία best of μουσική κασέτα, έτοιμη να περάσει από χέρι σε χέρι, με τον τρόπο δηλαδή που άκουγαν -και ανακάλυπταν την- μουσική στα ‘80s και στα ‘90s οι fans των ροκ συγκροτημάτων που πρωταγωνιστούν στις σελίδες του. Εξ ου και λειτουργεί το Mixtape και ως μία μουσική πρόταση ιδίως για νεότερους αναγνώστες που δεν έχουν γνωρίσει τον κόσμο του ροκ. Γι’ αυτό και συνοδεύεται από μία playlist στο Spotify με κάθε τραγούδι της συλλογής που λειτουργεί ως μουσική επένδυση της ανάγνωσης του κόμικ, αλλά και ως αναφορά στο τραγούδι που συνοδεύει κάθε κεφάλαιο του τόμου.
Επιλογικά, επικεντρώνοντας την προσοχή μας στον Αντώνη Βαβαγιάννη, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι το Mixtape εντάσσεται στην ιδιαίτερα παραγωγική προσπάθεια του δημιουργού τα τελευταία χρόνια να πειραματιστεί και με άλλα formats, πέρα από τα Κουραφέλκυθρα (τα οποία συνεχίζουν βέβαια αδιάκοπα την κυκλοφορία τους ιντερνετικά και σε εκδόσεις από την Jemma Press). Σε αυτή τη λογική ο Βαβαγιάννης πλέον έχει την ραδιοφωνική του εκπομπή στο Nostos (απ’ το οποίο προέκυπταν και τα αποσπάσματα του Δεν Είναι Καν Podcast, το οποίο φέτος αυτονομήθηκε), το διασκεδαστικότατο κόνσεπτ του Δεν Είναι Καν Κουίζ με πάντα ενδιαφέροντες/-ουσες καλεσμένους/-ες, ενώ έχει ξεκινήσει και το δικό του γελοιογραφικό σύμπαν σχολιάζοντας την πολιτική επικαιρότητα καθημερινά στο News247. Το Mixtape, λοιπόν, ήταν ένα πείραμα και για τον ίδιο (όπως αντίστοιχο ήταν και ο περσινός του Καζαμίας) σε ένα κόνσεπτ που δεν είχε ξαναδοκιμάσει στο παρελθόν, όμως του ήταν οικείο, καθότι και ο ίδιος είχε και έχει έντονη ενασχόληση και αγάπη για την μουσική, τόσο ως μέλος μουσικού συγκροτήματος, όσο και ως ραδιοφωνικός παραγωγός που παίζει «μουσικάρες» χωρίς να επιτρέπεται να το εκστομίζει, λόγω κάποιας αρχαίας κατάρας. Ένα πείραμα οπωσδήποτε πετυχημένο.