H αλήθεια είναι ότι δεν υπήρχε ουσιαστική ανάγκη για ένα κινηματογραφικό reboot του Mortal Kombat. Ο λόγος για αυτό δεν είναι προφανώς ότι η ταινία του, πολύ μακρινού πλέον, 1995 κρατάει για λόγους πέρα από τη νοσταλγία (πέρα από το απόλυτα ταιριαστό για την εποχή theme). Είναι ότι στη βάση και την ψυχή του, μια λεκτική αφήγηση και υπόβαθρο στους χαρακτήρες της σειράς δεν έχει και τόση χρεία.
Το παιχνίδι στέκεται με μόνο αφηγηματικό μέσο τη βία και το gore και, μέσα από τους εντυπωσιακούς μεν αλλά ουσιαστικά κενούς χαρακτήρες ο κάθε παίκτης μπορεί να προσδώσει τα δικά του ένστικτα, σκέψεις και ανάγκες που θέλει να εξωτερικεύσει πολεμώντας τους φίλους του σε ένα γραφικό (αλλά απόλυτα ελεγχόμενο) περιβάλλον. Όπως και στα παιχνίδια ρόλων, έτσι και εδώ, βοηθά μερικές φορές να μην είσαι ο εαυτός σου. Αυτό ήταν πάντα και το βαθύτερο γόητρο πίσω από τα παιχνίδια βίας και το διασημότερο (και ίσως καλύτερο) τέτοιο video game, το Mortal Kombat, συνεχίζει, ακόμα και τώρα, μετά από τόσες επανεκδόσεις και αλλαγές, να το επιδεικνύει.
Επιπλέον είναι και δύσκολο να προσδώσει ένας σεναριογράφος τον παραμικρό ρεαλισμό ή λογική στην ιστορία του Mortal Kombat η οποία είναι όσο σαχλή (με την καλή έννοια) όσο η βία που έχει. Θεοί, δαίμονες, δράκοι, νίντζα και ρομπότ όλα μπλέκονται σε ένα τουρνουά πολεμικών τεχνών που θυμίζει πολύ λιγότερο lore σύμπαντος και περισσότερο όνειρο κάποιου ευφάνταστου 8χρονου. Και το εκτιμούμε για αυτή την πλήρη αποδοχή του πόσο παράλογη είναι η λογική του. Αυτό το στοιχείο ήταν κάτι που και η ταινία του 1995 και, μέσα στον πλήρη παραλογισμό της, το sequel της, το απολαυστικά κακό Mortal Kombat: Annihilation, μετέδωσε.
Όλα αυτά τα ουσιαστικά πράγματα, που, πέρα από τη βία και το αίμα, είναι κομβικά για μια επιτυχημένη μεταφορά, φαίνεται πως λείπουν από το Mortal Kombat του 2021, το οποίο είναι ξεκάθαρα μια ταινία που δημιουργήθηκε για το streaming, αλλά με τη λογική του πάλαι ποτέ straight to video, δηλαδή την cash grab λογική των στούντιο που ψιλοντρέπεται για τον εαυτό της αλλά κάπως πρέπει να πληρωθεί η ΔΕΗ.
Δεν είναι μόνο ότι οι σεναριογράφοι της ταινίας, Greg Russo και Dave Callaham, προσπαθούν υπερβολικά να φτιάξουν μια σκοτεινή και περίπλοκη ατμόσφαιρα με υλικά που απλά δεν υπάρχουν (κάτι που και οι ίδιοι ανά στιγμές αναγνωρίζουν ανά στιγμές καυστικής ειλικρίνειας), όσο, πολύ περισσότερο, ότι τελικά, δε βλέπουμε ποτέ το ίδιο το Mortal Kombat, παρά, τελικά, μια άρυθμη, κουραστική και, τελικά, χωρίς ψυχή προετοιμασία για αυτό. Aυτό το ανούσιο και συνωμοσιολογικό worldbuilding τελικά το μόνο που κάνει είναι να τρώει τον χρόνο του θεατή (και της ταινία), ενώ θα μπορούσε πολύ απλά να λυθεί με ένα δίλεπτο το πολύ exposition.
Ναι, η βία υπάρχει (όχι τόσο εντυπωσιακή όσο θα μπορούσε μετά από 30 χρόνια κοντά επιπλέον εμπειρίας τόσο στις χορογραφίες πολεμικών ταινιών όσο και στα εφέ), το ίδιο και τα fatalities και το αίμα. Όμως είναι εκεί ταυτόχρονα σπασμωδικά και στημένα, σαν ηθοποιός που τραυλίζει ενώ θα έπρεπε να τραγουδά. Oι διάσημες κινήσεις των χαρακτήρων, ατάκες όπως τo «Come over here» ή το «Flawless Victory» δίνονται αφειδώς, χωρίς χτίσιμο και σε άκυρες στιγμές, ένα fun service ανοργανικό. Με τον ίδιο τρόπο χτίζεται και το πολύ κακό passage way για το sequel. Η αδέξια σκηνοθεσία του πρωτάρη Simon McQuoid, ο κακός ρυθμός με τις κοιλιές στη μέση και την απότομη, ex machina επιτάχυνση στο τέλος, όπως επίσης και τα κακά καρδαρίσματα, βουλιάζουν ακόμα περισσότερο την ταινία και μαζί της, την προσοχή ενός θεατή που δεν εντυπωσιάζεται εύκολα.
Το ίδιο κενοί, ψυχροί είναι και οι χαρακτήρες στην πλειοψηφία τους. Αρχικά υπήρξαν κάποια εμφανή και τρομακτικά miscasts. Ο κατά τα άλλα τρομερά συμπαθής Chin Han (Ghost in the Shell, Dark Knight) σίγουρα δεν έχει το gravitas να τρομάξει κανέναν ως ψυχοφάγος Shang Tsung, ενώ ο επίσης δυναμικός Tadanobu Asano – Thor: Ragnarok είναι τόσο αταίριαστος και αδιάφορος ως Raiden που οριακά μας έλειψε ο ασπρομάλλης Christopher Lambert.
Και οι περισσότεροι όμως δεν κατάφεραν να βρουν τον ρόλο τους, ενώ οι δυνατές στιγμές της ταινίας που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μια καλή πηγή οπτικής (και συναισθηματικής) αφήγησης, όπως η βία, χαραμίζονται σε κάπως βαρετές χορογραφίες. Ακόμα δηλαδή και ηθοποιοί που κατάφεραν με το δικό τους ταλέντο να δώσουν υπόσταση στους κακογραμμένους τους χαρακτήρες όπως ο Hiroyuki Sanada (Westworld, The Wolverine) και ο πραγματικός κακός της ταινίας, ο επιβλητικός Subzero του Joe Taslim (Warrior, The Raid: Redemption), ίσως ο καλύτερος martial artist/ηθοποιός όλης της ταινίας μόλις που αφήνεται να λειτουργήσει ως χαρακτήρας και, τελικά, το φινάλε του είναι εντελώς ανέμπνευστα γραμμένο. Στις φωτεινές στιγμές του έργου είναι σίγουρα και ο Kano του Josh Lawson ( Superstore).
Τελικά, το βασικότερο πρόβλημα του Mortal Kombat ήταν ότι ήταν βαρετό. Ναι, η βία υπήρχε αλλά ήταν λίγη και κενή από ψυχή. Ναι, τα fatalities ήταν εκεί αλλά πετσοκομμένα και με βασική λειτουργία να είναι ένα meta κλείσιμο του ματιού στους fans του παιχνιδιού. Έλειπε όμως η ζωντάνια, η ωμή και γνήσια χαρά της μάχης, ο παιδικός ενθουσιασμός. Το Mortal Kombat έπρεπε να σε κάνει να φωνάζεις σαν παιδί. Το Mortal Kombat του 1995 το είχε καταφέρει. Το 2021 απλά χασμουριόμαστε.