Όταν το 1886 ο Herman Melville ξεκίνησε τη συγγραφή του «Μπίλλυ Μπαντ», της νουβέλας που έμελλε να είναι η τελευταία του και η σύνθεση της οποίας θα διαρκούσε πέντε ολόκληρα χρόνια, χωρίς να φτάσει ποτέ σε μια ολοκληρωμένη μορφή, ο ίδιος είχε πλέον αποσυρθεί από τα φώτα της δημοσιότητας, απογοητευμένος από τη χλιαρή αντιμετώπιση των έργων του από κοινό και κριτικούς. Αυτό το σύντομο σε έκταση αλλά ογκώδες σε πνευματικό πλούτο και ιδέες βιβλίο, που δημοσιεύθηκε μετά τον θάνατό του, μόλις το 1924, ένα από τα πιο δυσερμήνευτα και αμφίσημα βιβλία στην ιστορία της λογοτεχνίας, επανεκδόθηκε πρόσφατα στη χώρα μας από τις εκδόσεις Αντίποδες, σε νέα μετάφραση – κομψοτέχνημα διά χειρός Παναγιώτη Κεχαγιά και Κώστα Σπαθαράκη και με ένα λεπτομερέστατο και πλούσιο σε πληροφορίες επίμετρο από τον Θοδωρή Δρίτσα.
Η νουβέλα αυτή τοποθετείται στον ναυτικό κόσμο, όπως και ο μεγαλύτερος όγκος του έργου του Melville, έναν κόσμο που ο ίδιος είχε γνωρίσει από πρώτο χέρι, καθώς επί πολλά χρόνια είχε υπηρετήσει ως ναύτης σε εμπορικά και φαλαινοθηρικά πλοία – εμπειρίες που ενέπνευσαν άλλωστε και το, κατά γενική ομολογία, αριστούργημά του, «Μόμπυ Ντικ» -, όμως η «εσωτερική αφήγηση» που βρίσκεται στον πυρήνα του «Μπίλλυ Μπαντ» εκτείνεται πολύ ευρύτερα και βαθύτερα από τη στείρα περιγραφή της ναυτικής ζωής και καθημερινότητας. Χρονολογικά τα γεγονότα της ιστορίας εντάσσονται στην εποχή της Μεγάλης Ανταρσίας, της δεύτερης από τις δύο εξεγέρσεις που ξέσπασαν στον βρετανικό στόλο το 1797: επρόκειτο για στάσεις του ναυτικού πληρώματος με αίτημα πιο ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και δικαιότερη μεταχείριση, εξεγέρσεις που πυροδοτήθηκαν από τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά και που καταπνίχθηκαν από τη ναυτική εξουσία και οι πρωτεργάτες τους εκτελέστηκαν, καθ’ εφαρμογή έκτακτου στρατιωτικού νόμου.
Σε αυτό το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο, μια περίοδο γενικευμένης αναταραχής και συγκρουσιακής κατάστασης, αλλά και προϊούσας αυστηρότητας και πειθαρχίας στην επιβολή του νόμου, τοποθετεί ο Melville την ιστορία του Μπίλλυ Μπαντ, του Ωραίου Ναύτη, ο οποίος στρατολογείται υποχρεωτικά, από το εμπορικό πλοίο όπου βρισκόταν, στο στρατιωτικό “Bellipotent”. Ο Melville σκιαγραφεί αριστοτεχνικά το πορτραίτο του Μπίλλυ, αρχετύπου αγνής και άδολης ομορφιάς και αρετής, ένα ιδεώδες ανδρικής φύσης που εκπορεύεται τόσο από τη θρησκεία – Αδάμ πριν το προπατορικό αμάρτημα, Ιησούς -, και τη μυθολογία – Απόλλωνας, Ηρακλής -, όσο και από το ρεύμα του ρομαντισμού και του αισθητισμού. Ο Μπίλλυ Μπαντ είναι ένα ιδεατό πρότυπο άνδρα, τέλειο μέσα στις αντιφάσεις του: αρχικά περιγράφεται ως έχων «όψη βαρβαρική», «γηγενή Αφρικανού», εν συνεχεία ως «ευγενικής καταγωγής», εξαίρεται η φυλετική του καθαρότητα – «βγαλμένος από το καλούπι εκείνο που παράγει τα πιο εξαίρετα δείγματα Άγγλων, όπου η σαξονική καταγωγή φανερώνεται αναλλοίωτη από νορμανδική ή άλλες επιμειξίες»-, ομορφιάς αρρενωπής αλλά και εκπέμπουσας θηλυπρέπεια, αντικείμενο συνάμα του πόθου και του θαυμασμού σύσσωμου του πληρώματος, αλλά και με ένα «μικρό ελάττωμα», ένα «φανερό ψεγάδι» λεκτικού τραυλίσματος σε στιγμές έντονης συγκινησιακής φόρτισης.
Στη συνέχεια, ο Melville συνθέτει το αινιγματικό πορτραίτο του καπετάνιου Βίερ, ανθρώπου πνευματικού, χαμένου στον κόσμο των βιβλίων του, (ψευδεπίγραφο) έμβλημα ηθικής και δικαιοσύνης, αλλά και του μηχανορράφου οπλονόμου Κλάγκαρτ, άτυπου αστυνόμου στο πλοίο. Τα εξέχοντα χαρακτηριστικά του Κλάγκαρτ, αυτά που τον προήγαγαν γρήγορα από την κατώτερη βαθμίδα του πληρώματος στην οποία εισήχθη σε όργανο εξουσίας, ήτοι η δουλοπρέπεια, ο υποκριτικός σεβασμός στους ανωτέρους, η ρουφιανιά, αλλά και ο πατριωτισμός, είναι ιδιότητες που διαχρονικά και οικουμενικά αποδίδονται στα όργανα καταστολής και βίαιης επιβολής της τάξης, καθιστώντας έτσι την κριτική που ασκεί ο Melville από τις πιο εύστοχες και αιχμηρές.
Πίσω από την αναπόφευκτη σύγκρουση μεταξύ του Μπαντ και του Κλάγκαρτ, αυτών των δύο αντίθετων ανθρωπότυπων, αντιπαραβαλλόμενων ενσαρκώσεων του Καλού και του Κακού, ο Melville δεν κρύβει καμία παρέκβαση της πλοκής, κανένα γεγονός αναγόμενο στο παρελθόν των ηρώων, κανένα μυστήριο πιο εναργές και ρεαλιστικό από το μυστήριο που έγκειται στα σπλάχνα της ίδιας της ανθρώπινης φύσης. Η εγγενής, ανόθευτη ανθρώπινη κακία και η άφοβη, ανεπιφύλακτη εκδήλωσή της, το «μυστήριον της ανομίας», βρίσκονται φωλιασμένα βαθιά μέσα στην ψυχή (ή εν τη απουσία της) του Κλάγκαρτ, και στον πυρήνα του ίδιου του έργου. Όμως, την κακία αυτή ο συγγραφέας επιλέγει να μην την τοποθετήσει στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, στους πένητες, τους φυλακισμένους και τους κοινούς ποινικούς εγκληματίες. Σε μια ανάλυση βαθιά πολιτική και με ματιά ταξική, ο Melville συνδέει την, κατ’ αυτόν, απόλυτη ανθρώπινη διαστροφή, με το ίδιο το σύστημα εξουσίας και τα οργανικά μέρη του, πάντα ενδεδυμένα τον μανδύα της ευπρέπειας. Το μυστήριο του ανθρώπινου Κακού, των έμφυτων τάσεων και ροπών του ατόμου προς την ανομία και την ακολασία, με τη θρησκευτική, νομική και ηθική της έννοια, είναι άλυτο και ο Melville το γνωρίζει αυτό – επιχειρεί όμως να φωτίσει μια διαφορετική πτυχή του, αυτήν της κεκρυμμένης νοσηρότητας υπό το προσωπείο λογικής και «κανονικότητας», της πλήρους απουσίας ενσυναίσθησης, έναν τύπο ανθρώπου προαιώνιο και οικουμενικό.
Ο «Μπίλλυ Μπαντ» είναι μια πραγματεία για τη μάχη του Καλού με το Κακό, της χριστιανικής ενσάρκωσης των ιδεωδών του με τις δαιμονικές αναπαραστάσεις του, της ηθικής αγνότητας με τον αμοραλισμό, της δικαιοσύνης με την αδικία. Ο κόσμος του Melville ορίζεται από τη δολοπλοκία, τις μεθοδεύσεις και τις πλεκτάνες, οι ναυτικοί του κινούνται στρατηγικά πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου σαν πιόνια σε παρτίδα σκάκι, σε μια παραστατική μικρογραφία της κοινωνίας και των παθογενειών της, η οποία αντανακλάται τόσο στην ιστορική περίοδο που περιγράφει ο συγγραφέας, όσο και στη δική του εποχή αλλά και στη σύγχρονη, καθιστώντας έτσι τη θέαση αυτή του κοινωνικού διαστρωματισμού και των αλληλεπιδράσεων του αναλλοίωτη και διαχρονική.
Ο Μπίλλυ Μπαντ είναι μια φιγούρα μεσσιανική, που σαν άλλος Χριστός επί της ακανθώδους πορείας του προς τη σταύρωση, υπομένει αγόγγυστα, στωικά, την αναπόφευκτη μοίρα του, ένα σύμβολο αγνότητας, αθωότητας και καλοσύνης, όσο ο Ιούδας – Κλάγκαρτ αναμένει την κατάλληλη στιγμή για να τον προδώσει και ο Πόντιος Πιλάτος – Βίερ αδρανεί, νίπτει συμβολικά τας χείρας του, επιτρέποντας στη θεσμική του θέση και τον σύμφυτο με αυτήν αυταρχισμό να κυριαρχήσει στα θεωρητικά ευγενή του αισθήματα.
Μέχρι που ο Μπίλλυ αντιδρά – με μια συμβολική βίαιη κίνηση, αντιστέκεται στην επέλαση του Κακού, παρεκκλίνει από τα αρχετυπικά χαρακτηριστικά της μεσσιανικής φιγούρας, και κάπως έτσι το κείμενο, και ο ίδιος ο Melville, ανοίγει ένα αέναο πεδίο ερμηνειών, αντικρουόμενων και αλληλοαναιρούμενων, που σφύζει από πολλαπλά επίπεδα ανάλυσης και από έννοιες αμφίσημες. Η συζήτηση για τη βαθύτερη φύση και τα κίνητρα του Μπίλλυ Μπαντ, και φυσικά για την ερμηνεία της περίφημης ύστατης φράσης του, είναι αδιάλειπτη και ανεξάντλητη, και οι κριτικοί και οι θεωρητικοί δεν έχουν καταλήξει σε μια οριστική ετυμηγορία. Ο Μπίλλυ Μπαντ είναι σύμβολο στωικότητας, ανοχής και προσωποποίηση του χριστιανικού ιδεώδους της καλοσύνης ή, αντιθέτως, ένα λάβαρο αντίδρασης και επανάστασης, οργής απέναντι στην καθεστηκυία τάξη και έμφυτης ανάγκης για αντίσταση σε αυτήν; Η αναπόδραστη πορεία του προς την κατακρήμνιση και την καταστροφή φωτίζεται υπό διαφορετικό φως σε κάθε ανάγνωση και προσέγγισή της, θολώνει τα όρια και κάνει δυσδιάκριτο το περίγραμμα της, αρχικής, αγγελικής μορφής του.
Θεμελιώδης στην κατανόηση και την πρόσληψη του κειμένου είναι η αναγνώριση της παρουσίας της ερωτικής επιθυμίας, των λανθανουσών ομοφυλοφιλικών τάσεων και του υφέρποντος πόθου μεταξύ των μελών του πληρώματος. Ο Melville παρουσιάζει την ανεκπλήρωτη ανδρική επιθυμία ως μοχλό και κινητήριο δύναμη πίσω από τη γένεση και την τέλεση του Κακού, ένας πόθος καταπιεσμένος, απαγορευμένος και γι’ αυτό τόσο ισχυρός, διαβρωτικός και καταστροφικός στο πέρασμά του, και ταυτόχρονα ως εν δυνάμει πηγή αποδοχής, συγχώρεσης, συμφιλίωσης και αγάπης.
Η γραφή του Melville είναι περίτεχνη και πολύπλοκη, οι περιγραφές και οι παρομοιώσεις του αριστουργηματικά σχεδιασμένες, ο λόγος του μακροπερίοδος και δισήμαντος. Βαθύς γνώστης τόσο της τέχνης της γραφής όσο και της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των λεπταίσθητων, αδιόρατων εναλλαγών της, εμποτίζει το κείμενό του με στρατηγικά τοποθετημένες αμφισημίες, που καθιστούν το βιβλίο αυτό αίνιγμα για ολόκληρες γενιές αναγνωστών και κριτικών.
Όσες φορές και να μελετηθεί ο «Μπίλλυ Μπαντ», δεν πρόκειται ποτέ, με απόλυτη ασφάλεια και ερμηνευτική βεβαιότητα, να ευρεθεί το ακριβές νόημα και η εξήγηση πίσω από τα λόγια και τις πράξεις του μυστηριώδους ήρωα του. Όμως, ακριβώς εκεί έγκειται η λογοτεχνική ομορφιά αυτού του κλασικού, διαχρονικού και πάντα επίκαιρου κειμένου, όχι στην παροχή σαφών και ξεκάθαρων απαντήσεων, αλλά στην κοινωνία στην ίδια τη συζήτηση.