Η ελληνική σκηνή κόμικ δεν είναι άγνωστη με την μεταφορά ιστοριών της λαογραφίας ή της νεοελληνικής γραμματείας στην 9η Τέχνη, οι ποίες μπορεί να είναι είτε αυτούσιες είτε παραλλαγμένες ή ακόμα και νέες ιστορίες εμπνευσμένες από αυτές. Οι μεταφορές μάλιστα αυτών των ιστοριών αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής παραγωγής. Κάθε είδος κόμικ, από τα ψυχογραφικά graphic novel μέχρι τα ιστορικά έχει το μερίδιο του σε αυτή την “ελληνική” απόπειρα μεταφορών και διεκδικεί, το καθένα με τον τρόπο του και την ποιότητα του, το δικό του μερίδιο στην προσοχή του αναγνωστικού κοινού.
Ωστόσο, το είδος της δράσης, το παραδοσιακό action comic που τόσο αγαπάμε (στην Ελλάδα και παντού) δεν είχε την εκπροσώπηση που θα του άξιζε σε αυτή την άνθισης της “στροφής στο παρελθόν”. Τουλάχιστον όχι μέχρι τους Μυθοναύτες (εκδόσεις ADDART), την καθαρόαιμη ελληνική περιπέτεια (και μάλιστα σε steampunk σκηνικό), βασισμένο σε μια ιδέα του Δημήτρη Σαββαΐδη και σενάρο/σχέδιο του Γιάννη Ρουμπούλια.
Η ιστορία, όπως έχει διαμορφωθεί στα δύο μέχρι στιγμής τεύχη, τοποθετείται στα 1830 και ακολουθεί μια επίλεκτη ομάδα κυνηγών τεράτων, διαλεγμένη προσωπικά από τον κυβερνήτη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, Ιωάννη Καποδίστρια, στην αποστολή της να καθαρίσει την ελληνική επαρχία από τους εφιάλτες που την λυμαίνονται. Τέρατα βγαλμένα από την μυθολογία αλλά και το σύγχρονο (για την εποχή στην οποία αναφέρεται το κόμικ) φολκλόρ, αρχέγονοι μύθοι και παραπονεμένοι θεοί, όλοι στέκονται ενάντια στην ειδική ομάδα, οι περιπέτειες της οποίας φαίνονται σαν σισύφειος άθλος.
Και αυτό γιατί ο Ρουμπούλιας, στο σύντομο χώρο που του δίνει μια σειρά με τεύχη (η σειρά πλάστηκε με ορίζοντα τα 6, αλλά τελικά θα κυκλοφορήσουν 4), καταφέρνει να περιγράψει μια παράλληλη ιστορία. Εδώ η Ελλάδα δε μοιάζει (ευτυχώς) με μια αγωνιζόμενη ψωροκώσταινα, μόνη εναντίον όλων, απομονωμένη μέσα στον στεγνό, ανιστορικό αλυτρωτισμό που περιγράφουν τα σχολικά εγχειρίδια. Ο ελληνικός χώρος του Ρουμπούλια, επηρεασμένος από φανταστικά σκηνικά (πολύ πιο ζωντανά και τραχιά από την εύπεπτη ιστορία του δημοτικού) φαντάζει τρισδιάστατος και αυθεντικός και αποτελεί μια προσπάθεια επανοικειοποίησης της ιστορίας που έχει πέσει, σχεδόν αμαχητί, στα χέρια της ακροδεξιάς ρητορικής.
Έχουν γίνει προσπάθειες (όχι πάντα επιτυχημένες ή ολοκληρωμένες η αλήθεια είναι) να δοθεί μια αίσθηση αλήθειας σε μια περιπέτεια steampunk ύφους. Η γλώσσα μεταξύ των άλλων ξεχωρίζει για αυτό. Παρόλο που δεν πλησιάζει την καθομιλουμένη ούτε της εποχής που περιγράφει ούτε της δική μας, το λεξιλόγιο της είναι σίγουρα ενδιαφέρον, αν και κάποιες φορές φαντάζει ίσως κωμικό, όχι με την καλή έννοια.
Σε αυτή την αίσθηση “ελλαδικότητας” το σχέδιο του Ρουμπούλια έχει βοηθήσει ιδιαίτερα, καθώς, σαν καλλιτέχνης κατανοεί όχι μόνο την ιδιαιτερότητα των ελληνικών τοπίων, με τη μοναδική σύνθεση του φωτός και της φύσης, αλλά και τη βαθιά σημασία τους για τη διαμόρφωση του πολιτισμού των κατοίκων που γεμίζουν αυτά τα τοπία. Ωστόσο σίγουρα υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης που, γνωρίζοντας τις δυνατότητες του Ρουμπούλια, περιμένουμε να φταστούν και να ξεπεραστούν.
Ταυτόχρονα βέβαια οφείλει κανείς να παρατηρήσει πως οι επιρροές των δημιουργών, τα αμερικάνικα κόμικ δράσης, αποτελούν τη βάση και, τελικά, το μεγαλύτερο μέρος του κόμικ, στο οποίο τα ελληνικά στοιχεία χρησιμεύουν κυρίως ως επιστέγασμα. Η συνδιαλλαγή μεταξύ ελληνικού/ιστορικού στοιχείου και αμερικάνικου φορμάτ (ιστορίας και σχεδίου) γέρνει πολύ υπέρ του δεύτερου μέρους, πράγμα που τελικά αφήνει ανεκμετάλλευτες τις δυνατότητες που έχει η εν λόγω ιστορική περίοδος. Διαβάζοντας έργα που ασχολούνται με αντίστοιχες περιόδους και μέρη, καταλαβαίνει κανείς το πόσο απέχει το αποτέλεσμα των Μυθοναυτών από αυτό που θα μπορούσαν πραγματικά να είναι. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί ένα πολύ καλό πρώτο βήμα για το πού θα μπορούσε να πάει ένα κόμικ ιστορικής δράσης στην Ελλάδα.
Στο κομμάτι των χαρακτήρων, ο Ρουμπούλιας έχει φτιάξει μια ομάδα σύνθετη και πολύμορφη, η οποία, παρά τις αντιθέσεις είναι ένα λειτουργικό σύνολο. Η αρχηγός της, η καπετάννισα Δημονίκη Αρναούται είναι η μαχητική αλλά και ψύχραιμη, έμπειρη φωνή της λογικής που έχει βιώσει τον πόλεμο στην πρώτη γραμμή και καθοδηγεί τους υπόλοιπους. Να σημειωθεί εδώ πως τόσο αυτή όσο και η έτερη γυναίκα της συντροφιάς, η Σμυρνιά μάγισσα Μελτέμ Γιαγκίνα, είναι χαρακτήρες με το δικό τους βάρος, προσωπικότητα και ιστορία και δεν χρησιμεύουν ούτε κατελάχιστον σαν διακοσμητικά στοιχεία ή damsels in distress, κάτι που άλλα κόμικ του είδους κάνουν κατά κόρον. Oι έτεροι δύο της συντροφιάς, ο Γιάννης “Το Θεριό” Θύμιουλας και ο Ελληνογάλλος εφευρέτης Μπελμόν Ροδαφήνος χρησιμεύουν σαν τα μπράτσα και το μυαλό αντίστοιχα, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως ο ρόλος τους τους καθορίζει και δεν αποκτούν, όσο περνούν οι σελίδες την δική τους προσωπικότητα. Όπως και να έχει βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο περιορισμένος χώρος αναγκάζει τους δημιουργούς να προβούν σε συντομεύσεις και κάποιες φορές υπεραπλουστεύσεις. Έτσι, δυστυχώς, δεν λείπουν στερεότυπα (του μεγάλου και αφελή χειρωδύναμου άντρα ή του εξευγενισμένου Ευρωπαίου), τα οποία ελπίζουμε να εκλείψουν όσο προχωρούν οι σελίδες. Οι Μυθοναύτες έχουν προοπτικές και είναι κρίμα να μείνουν σε υλικό β διαλογής.
Επιλογικά, οι Μυθοναύτες θα συνεχίσουν το ταξίδι τους. Ελπίζουμε αυτό να γίνει με βελτιώσεις, γιατί πραγματικά όλοι ξέρουμε πόσο έχουμε ανάγκη τέτοια κόμικ!