Μια γυναίκα υποψιάζεται πως ο σύζυγός της την απατά και αρχίζει να τον παρακολουθεί για να το αποδείξει, ενώ μια άλλη προσπαθεί να συνάψει παράνομη σχέση με έναν συνάδελφό της, καθ’ υπόδειξη της ανώτερής της στη δουλειά. Μια γυναίκα περιφρονεί και απεχθάνεται την ποίηση του συζύγου της, μια άλλη τη ζωγραφική του δικού της, ενώ μια τρίτη, ζωγράφος κατά δήλωσή της, θεωρεί κάθε κριτική της τέχνης της εμπάθεια και ζηλοφθονία. Ένας άντρας κατηγορεί τα οικογενειακά γονίδια της γυναίκας του για την εξέλιξη του αντικοινωνικού, κλεπτομανούς γιού τους μέχρι την αποκάλυψη ενός συνταρακτικού οικογενειακού μυστικού, ενώ ένας άλλος προσπαθεί να απομακρύνει την κόρη του από τη γηραιά και άρρωστη μητέρα της γυναίκας του, θέτοντας σε δράση μια αλληλουχία γεγονότων με τραγική κατάληξη.
Η Μακεδονίτισσα διηγηματογράφος Rumena Bužarovska είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη και αναγνωρίσιμη στη χώρα της, τόσο για τη λογοτεχνία όσο και για τον ακτιβισμό της, καθώς πρωτοστάτησε στο εγχώριο κίνημα MeToo, αλλά και ευρύτερα στην Ευρώπη, όπου τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί στις σημαντικότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Το έργο της ανέλαβαν να συστήσουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό οι εκδόσεις Gutenberg, με τη συλλογή διηγημάτων Ο Άντρας Μου, σε μετάφραση Αλεξάνδρας Ιωαννίδου για τη σειρά Aldina.
Σε έντεκα διηγήματα, μικρής έκτασης και όλα σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, καθεμία από τις έντεκα αφηγήτριες της Bužarovska συστήνει και περιγράφει τον άντρα της: έχουμε τον άντρα-ποιητή, με το υπερμέγεθες εγώ και την υπερφίαλη ποίηση, κενή περιεχομένου και γεμάτη σεξουαλικές παρομοιώσεις, τον άντρα που οργίζεται όταν η γυναίκα του αρνείται να διαβάσει τα ποιήματά του, ώστε εκείνη τα διαβάζει για να θρέψει τον εγωισμό του, του παραδίδεται σεξουαλικά παρά τη θέλησή της για να τον εξευμενίσει. Έναν ακόμα δήθεν καλλιτέχνη, τον γυναικολόγο που δηλώνει ζωγράφος ενώ το μόνο που σχεδιάζει είναι γυναικεία αιδοία, που κατά τη γυναικολογική εξέταση ανεπαίσθητα, σχεδόν αδιόρατα, παρενοχλεί σεξουαλικά τις ασθενείς του. Τον μοιχό, που αντεπιτίθεται στη γυναίκα του όταν εκείνη τον εγκαλεί για τις απιστίες του, που αμέσως μετά τη διατάσσει να του φέρει τη φανέλα και το σώβρακό του, σε μια αφήγηση τόσο στερεοτυπικά πατριαρχική που θα καταντούσε γραφική, εάν δεν ήταν πέρα έως πέρα αληθινή.
Με σαρκαστικό χιούμορ και αιχμηρό κυνισμό, η Bužarovska λοιδορεί τους άντρες της, τους αποδομεί και τους αποκαθηλώνει, έχει αναγνωρίσει τους μηχανισμούς με τους οποίους λειτουργεί η πατριαρχία και τους ξεσκεπάζει, φαιδρούς και αστείους μέσα στην τραγικότητά τους. Από το ανηλεές δόρυ της κριτικής της δεν ξεφεύγουν, όμως, ούτε οι γυναίκες, πολλές από αυτές ανεστραμμένα είδωλα των αντρών: στην Άδεια φωλιά, η γυναίκα-ζωγράφος είναι ακριβώς τόσο ναρκισσίστρια και ματαιόδοξη όσο οι άντρες άλλων διηγημάτων, εγκλωβισμένη μέσα στην ομφαλοσκοπική, εγωτιστική θεώρηση της τέχνης της, ενώ στην Όγδοη του Μάρτη, η αφηγήτρια διαιωνίζει όλα τα έμφυλα στερεότυπα εκφράζοντάς τα στην ανύπαντρη, φεμινίστρια συνάδελφό της, λίγο πριν ξεκινήσει μια απόπειρα απιστίας σουρεαλιστική και ευτράπελη.
Η Bužarovska γνωρίζει πως ο σεξισμός δεν αφορά αποκλειστικά τους άντρες, αλλά σαν ασθένεια ύπουλη, υπόκωφη, προσβάλλει και ενσωματώνεται από τις γυναίκες, που ενίοτε γίνονται οι θερμότερες εκφράστριές του: οι γυναίκες στα διηγήματά της μισούν όσες γυναίκες εκλαμβάνουν ως αντίζηλες και ανταγωνίστριές τους, γυναίκες νεότερες, κατά τα κοινωνικά πρότυπα ομορφότερες, πιο θηλυκές ή περιποιημένες, προσπαθούν διαρκώς να ξεφύγουν από τον ασφυκτικό κλοιό της πατριαρχίας μέσω της εμπάθειας για άλλες γυναίκες και του εσωτερικευμένου μισογυνισμού, δεν κατανοούν πως όλες τους βράζουν στο ίδιο πατριαρχικό τσουκάλι καταπίεσης, υποτίμησης, ανισότητας και σεξισμού.
Όμως, οι δυνατότερες αφηγηματικά ιστορίες της δεν είναι εκείνες που επιστρατεύει τον σαρκασμό και την ειρωνεία της, αλλά οι πιο ευαίσθητες και τρυφερές, εκείνες που δεν εστιάζει τόσο στην ανδρική αποκαθήλωση όσο στην ίδια τη γυναίκα, στον καθημερινό αγώνα που δίνει, έστω και αν παραμένει κρυφός, στις προσωπικές απολαύσεις, τις μικρές νίκες και τα καταφύγιά της: στη Σούπα, μια γυναίκα που πενθεί τον χαμό του συζύγου της καταφέρνει να συνδεθεί για πρώτη φορά με τη μητέρα της πάνω από ένα ζεματιστό πιάτο σούπα και την εξομολόγηση κοινών βιωμάτων, ενώ στη Λίλι, ίσως το κορυφαίο διήγημα της συλλογής, μια γυναίκα που αποφεύγει τη γηραιά και άρρωστη μητέρα της λόγω της δεισιδαιμονίας του άντρα της πηγαίνει κρυφά να τη δει μαζί με τη μικρή της κόρη, τη Λίλι, όταν ένα μοιραίο, τραγικό συμβάν θα αλλάξει τη ζωή της διά παντός.
Οι γυναίκες στα διηγήματα της Bužarovska , αλλά και στην πατριαρχία εν γένει, παραδίδουν όλες, καθημερινά, ένα μικρό κομμάτι του εαυτού τους στους άντρες της ζωής τους, από το σώμα τους, ιδιοκτησιακό κτήμα και προσβάσιμο τόπο, μέχρι την οικιακή τους εργασία, μια κατσαρόλα σούπας δίχως πυθμένα, που δεν εξαντλείται ποτέ. Εγκλωβισμένες μέσα σε ένα σύστημα που τις περιορίζει εντός των οικογενειακών τειχών και τις αποστερεί από τις επιλογές τους, δομημένο πάνω στην απλήρωτη οικιακή εργασία και στην έλλειψη υλικών πόρων, όπου είναι αναγκασμένες να υπακούουν στις εντολές των συζύγων τους, να αποδέχονται τις σεξουαλικές τους ορέξεις και να συγχωρούν τις απιστίες τους, να κωφεύουν μπροστά στις ταπεινώσεις τους και να γυρνούν το άλλο μάγουλο σε κάθε χτύπημα, κυριολεκτικό ή μεταφορικό, η Bužarovska βρίσκεται πάντοτε εκεί, για να καταγράψει μεθοδικά την απόγνωση, την απελπισία, αλλά και, ενίοτε, τη συνενοχή τους.
Γράφει για τη θέση της γυναίκας στην Τέχνη, δομικά και συστημικά κατώτερη από εκείνη του άντρα, καθώς ελλείπουν οι ευκαιρίες, το υλικό πλαίσιο και υπόστρωμα ώστε να αναπτυχθεί η δημιουργικότητα, το, κατά τη Woolf, δικό της δωμάτιο. Γράφει για τη μητρότητα ως έμφυλο ρόλο και κοινωνική καθολική προσταγή, για την επιλόχειο κατάθλιψη και τη δυσκολία προσαρμογής, για παιδιά που φαντάζουν σαν βαρίδι και την απότοκή τους ενοχή, όσο ο πατέρας περήφανος πανηγυρίζει για το πρωτότοκο αρσενικό, έτοιμος όμως να επιρρίψει ευθύνες στη μητέρα στην πρώτη αναποδιά. Στο φόντο, πάντα, η μακεδονική/βαλκανική κοινωνία, ένα ψηφιδωτό πατριαρχίας, μικροαστισμού και συντηρητισμού, ένα κοινωνικό οικοδόμημα γαλουχημένο με εθνικιστικά ιδεολογήματα ρατσισμού και φυλετικής καθαρότητας, μια κοινωνία πολιτισμικά εγγύς της ελληνικής.
Με γλώσσα απλή, λιτή, δίχως πολλά εκφραστικά μέσα και με σύντομους, κοφτούς διαλόγους, η Bužarovska συνθέτει μια συλλογή διηγημάτων ωμά ρεαλιστική, αυθεντική και ειλικρινή, αν και ενίοτε άνιση στην αφηγηματική ένταση των διηγημάτων της. Ανατέμνει την πατριαρχία ως κοινωνικό σύστημα και ως οικογενειακή δομή και ξεγυμνώνει όλους τους μηχανισμούς της που τίθενται σε εφαρμογή ήδη από την παιδική ηλικία και εντός των κόλπων της οικογένειας, για να διογκωθούν και να υπετροφήσουν στην ενηλικίωση. Γράφει πολιτικά, φεμινιστικά, δίχως όμως να δημιουργεί παντιέρες, χάρτινους χαρακτήρες απλώς ως ιδεολογικά φερέφωνα, αλλά αντιθέτως παρουσιάζει τις γυναίκες αφηγήτριές της ανυπόκριτα, ρεαλιστικά, με όλες τις ατέλειες και τα ελαττώματά τους, όλα τα φρικτά λάθη που έχουν διαπράξει.
Ένα βιβλίο για την πατριαρχία και την εξουσιαστική δομή της, για τη μοναξιά εντός ενός καταπιεστικού οικογενειακού πλαισίου, μα και για τη μητρότητα ως απώλεια του εαυτού, για το πένθος, για όλες εκείνες τις στιγμές που αποτελούν το κατακάθι της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Άντρας Μου είναι ένα απόσταγμα γυναικείας εμπειρίας και η συγγραφέας του μια από τις σημαντικότερες σύγχρονες γυναικείες βαλκανικές φωνές.