Το έργο “Ο Παίκτης”, το σχετικά μικρό αυτό μυθιστόρημα του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, δημιουργήθηκε μέσα σε λίγες βδομάδες, προϊόν άγχους λόγω των τεράστιων χρεών του συγγραφέα στην ρουλέτα. Παρότι είναι σίγουρα αριστουργηματικό, παραμένει άσημο σε σύγκριση με τα μεγαθήρια “Οι Αδερφοί Καραμαζώφ”, “Ο Ηλίθιος” και το “Έγκλημα και Τιμωρία”. Ωστόσο είναι σημαντικότατο, τόσο γιατί συμπληρώνει τον διάλογο του Ρώσου λογοτέχνη με την εξουσία και τις καταπατήσεις της (πατρική, θεϊκή, κρατική αντίστοιχα) όσο και επειδή, ορμώμενος από προσωπικά γεγονότα, ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει, με τον δικό του, βαθιά ανθρώπινο τρόπο, τις δομικές αδυναμίες της ανθρώπινης κατάστασης στην ακμή του καπιταλισμού.
Ο Ντοστογιέσφκι, μέσα από την εξιστόρηση της ιστορίας του Αλεξέι Ιβάνοβιτς και της σχέσης του με τον τζόγο, μας ξεναγεί σε αυτή την ιδιότυπη εξάρτηση, το πάθος για την (αυτο)καταστροφή και την αρρώστια που μαστίζει τους παίκτες. Μέσα από το και στό κυνήγι της μπίλιας βλέπουμε ζωές να χάνονται, να (ανα) δημιουργούνται και να επανεφευρίσκονται διαρκώς , αναβαπτισμένες μέσα από το φαίνεσθαι ενός καπιταλισμού στην ακμή του. Η Ρωσία άλλωστε, η οποία ποτέ δεν συμβάδιζε με την υπόλοιπη Ευρώπη αλλά βρισκόταν πότε πίσω πότε μπροστά οικονομικά, δεν απέκτησε ποτέ το ευπροσάρμοστο στις απαιτήσεις του κεφαλαίου και, κυρίως, του θεάματος.
Πως μεταχειρίζεται λοιπόν αυτό το πολυπλοκο ψηφιδωτό χαρακτήρων, καταστάσεων και σκέψεων ένας έμπειρος σεναριογράφος όπως ο Στέφαν Μικέλ και ένας σχεδιαστής όπως ο Λόικ Γκοντάρ; Η απάντηση είναι στο graphic novel “O Πάικτης” ( στα ελληνικά από τις εκδόσεις Polaris, με μετάφραση του Κωστή Σωχωρίτη). Εδώ ο Μίκελ καταπιάνεται με μεγάλο σεβασμό με τον ντοστοφιεσκι-ικό λόγο και το αποτέλεσμα είναι είναι ένα καθαρά σεναριακό κόμικ, όπου ο αφηγητής δεν είναι ποτέ πολύ μακριά από την πλοκή ή από τον αναγνώστη. Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο διατηρεί όλα τα παραδοσιακά, ψυχογραφικά της χαρακτηριστικά. Ο αφηγητής δεν είναι ούτε παντογνώστης, ούτε πανταχού παρών, αλλά ακόμα προσπαθεί να καθορίσει τα πάντα. Είναι μέσα και γύρω από την ιστορία, ακόμα και αν τη ζει εκείνη την στιγμή, σαν μια εγκιβωτισμένη αφήγηση που μας αφήνει όμως ανά στιγμές ελεύθερους. Αλλά μόνο ανά στιγμές
Αυτές τις λίγες στιγμές είναι όπου πραγματικά το κόμικ παίρνει τον έλεγχο από το μυθιστόρημα, όπου το ίδιο το σχέδιο καθοδηγεί. Σιωπά μέχρι να ουρλιάξει και μετά να χαθεί, με έναν κρότο. Το σχέδιο του Γκοντάρ, καθαρά ιμπρεσιονιστικού χαρακτήρα, που θυμίζει την χρωματική υφή του Ρέμπραντ, μεταφέρει αυτή την βαθιά τάση ενδοσκόπησης που είχαν τα έργα του μεγάλου Ρώσου δημιουργού, η οποία έδωσε πολλά στοιχεία στην μέθοδο της ψυχανάλυσης. Η πάλη των χρωμάτων, των σκιών και των ίδιων των γραμμών πάνω στους χαρακτήρες δηλώνει την πάλη που βιώνουν: πως ένα Εγώ δομημένο ελλιπώς προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ της ανάγκης για (αυτο)τιμωρία που επιβάλλει η εσωτερικευμένη ηθική με τον πόθο για λύτρωση από τον ίδιο τον πόθο. Ο Αλεξέι πονά γιατί ο μόνος τρόπος να σωθεί είναι να βουτήξει πιο βαθιά στην καταστροφή, όμως ξέρει ότι εκεί τελικά δεν τον περιμένει τίποτα. Η οικογένεια του στρατηγού τιμωρείται με θάνατο επειδή περιμένει να σωθεί από έναν θάνατο. Ένας κύκλος φαύλος, με χαρακτήρες που μας θυμίζουν τον Σίσυφο. Μόνο που αυτή την φορά δεν έχουν κανένα λόγο να είναι χαρούμενοι, ούτε μπορούμε να τους φανταστούμε έτσι, ειδικά σε ένα περιβάλλον πολύχρωμο μα αόριστο, σαν καθρέφτη.
H μετάφραση του Κωστή Σωχωρίτη στέκεται πολύ καλά στο ύψος του κειμένου, ακόμα και κρινόμενη με τα αυστηρά κριτήρια που έχει αναπτύξει το ελληνικό κοινό για τις μεταφράσεις του Ντοστογιέφσκι με την πάροδο των χρόνων. Έτσι ο Παίκτης όχι μόνο εκπληρώνει την “αναγνωριστική” αποστολή του για την εισαγωγική γνωριμία ενός νέου κοινού με τον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, αλλά στέκεται επάξια απέναντι στο πολυδαίδαλο σύμπαν του Ρώσου γίγαντα.