
Το σημαντικότερο ελληνικό κόμικ της περσινής χρονιάς ήταν με βεβαιότητα ο «Gérard ή το Σπαθί στην Πλάτη του» του Στηβ Στιβακτή, καθώς ανέδειξε την συζήτηση για το τρανς βίωμα μέσα από μία ευφάνταστη ημι-αυτοβιογραφική coming of age ιστορία· γι’ αυτό, μάλιστα, ξεχώρισε στα ΕΒΚ 2025 ως το Καλύτερο Κόμικ, το Καλύτερο Σενάριο και όχι μόνο. Εκείνο, όμως, που ίσως δεν είναι τόσο γνωστό, είναι ότι ο «Gérard» ήταν η πρώτη έκδοση του Project Μουτζούρα, ενός φιλόδοξου εγχειρήματος που έχει αγκαλιάσει (προς τιμήν της) η Jemma Press, και σκοπεύει να χτίσει έναν χώρο έκφρασης ιστοριών και εμπειριών για τα ζητήματα φύλου και ταυτότητας, μέσα από την φόρμα των κόμικς. Το δεύτερο έργο του project είναι ο «Τηλέμαχος και το Δέρας» του Χάρρυ Σάξον, το οποίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες στα τραπεζάκια του 9ου Comic Con της Θεσσαλονίκης και του 19ου Comicdom-Con Athens και σίγουρα θα έχει κλείσει θέση και στο επερχόμενο QueerCon. Με μινιμαλιστικό σχέδιο και ανθρωπόμορφα ζώα για πρωταγωνιστές, ο Σάξον προσεγγίζει το τρανς βίωμα μέσα από την ιστορία ενός τρανς άντρα συγγραφέα που εμποδίζεται να αφηγηθεί την προσωπική ιστορία του από το άγχος, τις κρίσεις πανικού και το -πολύ διαδεδομένο στη γενιά μας- σύνδρομο του απατεώνα, που τον κάνει να αμφιβάλλει αν μπορεί να πει κάτι σημαντικό.

Τα δύο κόμικς (Gérard και Τηλέμαχος) ανήκουν στο είδος του autofiction -που βρίσκεται σε περίοδο ορμητικής ακμής μετά την βράβευση της Annie Ernaux με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, καθώς και λόγω της πληθωρικής παρουσίας του Εντουάρ Λουί στα ευρωπαϊκά γράμματα- μολονότι αμφότερα χαρακτηρίζονται απ’ τους δημιουργούς τους ως ημι-αυτοβιογραφικά. Και τα δύο αφηγούνται τραυματικές ιστορίες που σφίγγουν το στομάχι, οι οποίες ακόμα κι αν δεν αντλούν εξ ολοκλήρου απ’ το προσωπικό τους βίωμα (ο Σάξον τονίζει ότι από τις εμπειρίες του πρωταγωνιστή του ορισμένες είναι 100% δικές του, άλλες 75% κι άλλες προέρχονται από διηγήσεις φίλων και γνωστών του), φωτίζουν με αυθεντικότητα και αφοπλιστική ειλικρίνεια τις παθογένειες κάθε ελληνικής οικογένειας των ‘80s και των ‘90s. «Γιατί, σήμερα τα πράγματα είναι καλύτερα;» θα ρωτήσει κάποιος/-α ίσως προβοκατόρικα και θα έχει δίκιο. Σίγουρα το LGBTQ+ κίνημα έχει πετύχει σημαντικές νίκες και σε επίπεδο κατοχύρωσης δικαιωμάτων και ορατότητας, όμως η διεθνής άνοδος της ακροδεξιάς (και ιδιαίτερα η εκλογή Τραμπ) μας βυθίζει ταχύτατα σε μία σκοτεινή περίοδο για τα δικαιώματα, στην οποία, σύμφωνα με το Judith Butler: «υπάρχουν δύο φύλα: Φασίστες και Αντιφασίστες».
«Μπορούν να μας πάρουν τα πάντα εκτός από τις αναμνήσεις μας» λέει σε ένα απόσπασμα του autofiction βιβλίου της «Ας Πούμε πως Είμαι Εγώ» η Ιταλίδα Βερόνικα Ράιμο, το οποίο καταλήγει με την προκλητικά αυτό-υπονομευτική φράση «εντάξει, αλλά ποιον ακριβώς ενδιαφέρει μία τέτοια απαλλοτρίωση;». Αυτή την εδραιωμένη βεβαιότητα, όμως, κλωνίζει ο Τηλέμαχος, ο πρωταγωνιστής του κόμικ, ο οποίος, μολονότι θέλει να αφηγηθεί την ιστορία της φυλομετάβασής του, συνειδητοποιεί ότι το τραύμα του παρελθόντος, του έχει προκαλέσει κενά μνήμης. Το εύρημα των κενών μνήμης δεν λειτουργεί ως απλό αφηγηματικό τρικ, προκειμένου να προστρέξει ο πρωταγωνιστής στη βοήθεια γνωστών και φίλων, αλλά ο Σάξον το αξιοποιεί για να αναδείξει έναν μηχανισμό άμυνας των ατόμων που βρίσκονται ακόμα «στην ντουλάπα»: την εσωτερίκευση. Κρατώντας μέσα τους τις σκέψεις και τα άγχη τους, νιώθουν ότι δεν επιβαρύνουν τους άλλους με αυτές. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, δεν εκφράζονται και υπονομεύουν την ορατότητά τους. Σκοπεύοντας να μιλήσει για αυτό το φαινόμενο, ο δημιουργός έγραψε -μάλλον- την κορυφαία σκηνή του έργου του, έναν θεατρικού ύφους δισέλιδο διάλογο του πρωταγωνιστή του με την μητέρα του, ο οποίος τοποθετείται πάνω από το μνήμα του πατέρα του.
Μολονότι, όμως, το τραύμα δεν μπορεί να απουσιάζει από μία ιστορία φυλομετάβασης, εκπεφρασμένη πρόθεση του Σάξον για το κόμικ του ήταν να αποφύγει το «trauma porn», αφηγούμενος μία ιστορία που να αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα ενός τρανς ατόμου, αντανακλώντας τις δικές του ανησυχίες ως καλλιτέχνη και ανθρώπου «που έχασε σχεδόν τα ¾ της ζωής του ζώντας ως άλλος και μην πιστεύοντας στον εαυτό του». Γι’ αυτό και ο πρωταγωνιστής του τοποθετείται σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον, περιστοιχιζόμενος από άτομα που τον κατανοούν και τον βοηθούν να βγει απ’ τα σκοτάδια που τον βυθίζουν τα άγχη και οι ανασφάλειές του. Χτίζοντας ουσιαστικές προσωπικές σχέσεις και κοινότητες, ο Σάξον στέλνει ένα μήνυμα ενδυνάμωσης προς τα τρανς άτομα, ελπίζοντας να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους μέσα στην ιστορία του. Ταυτόχρονα, όπως και ο ήρωάς του, απευθύνεται σε όλους προκειμένου να τους βοηθήσει να κατανοήσουν μία απλή διαπίστωση: «ότι είμαστε, βασικά, όλοι άνθρωποι».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το εξώφυλλο της έκδοσης, το οποίο απεικονίζει ένα σώμα που γδέρνεται, σκίζεται, αποσυντίθεται. Όμως, τα νύχια που το σκίζουν (σύμβολα άγχους και κρίσεων πανικού μέσα στην αφήγηση) βρίσκονται μόνο στο οπισθόφυλλο. Έτσι, το εξώφυλλο έχει το εικαστικό εύρημα της εικόνας ενός σώματος σκισμένου σε ρίγες, το οποίο προσομοιάζει -έστω υπαινικτικά- στη μορφή μίας πολύχρωμης σημαίας, που χρωματικά παραπέμπει στην transgender flag. Περισσότερο, όμως, δεν εικονογραφεί την σημαία, αλλά λειτουργεί ως μία εικονογραφική μεταφορά: κάθε σώμα, με τα τραύματά του, μπορεί να λειτουργήσει ως μία σημαία υπερηφάνειας του καθενός μας, με την ελπίδα -με τα λόγια του Σάξον- ότι «μπορείς να συμφιλιωθείς με το τομάρι που κουβαλάς και σε βαραίνει».
