Ωδή στο Joker: Folie à Deux

admin Από admin 19 Λεπτά Ανάγνωσης

(με λίγα spoiler)

To παρακάτω κείμενο γράφτηκε από τον Δημοσθένη Χριστόπουλο και αρχικά δημοσιεύθηκε στην προσωπική του σελίδα στο Facebook.

Ο Τζόκερ είναι η πιο γοητευτική και δημοφιλής φιγούρα της υπερηρωικής μυθολογίας -ακόμα και πάνω από τον Μπάτμαν, μην γελιόμαστε- διότι μέσα σε μια παράδοση (την υπερηρωική) όπου δομικά τα κύρια και βασικά διακυβεύματα είναι η τάξη και η ασφάλεια, εκείνος εκπρόσωπεί (όχι απλά την παρανομία αλλά) το χάος, την απόλυτη έλλειψη πειθάρχησης, μια ανθρώπινη βόμβα στα θεμέλια του στάτους κβο. Και αν μια πιο ψύχραιμη ματιά στη παραδοσιακή μορφή της φυσιογνωμίας του μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως το αντισυστημικό του προφίλ είναι κυρίαρχα επίπλαστο και ο μηδενισμός του απλά η άλλη όψη του νομίσματος σε σχέση με τον φιλελευθερισμό του Μπάτμαν, αυτό δεν αναιρεί πως σε επίπεδο αφηγηματικών προοπτικών οι δυνατότητές της χρησιμοποίησής του ως όχημα πολιτικών σχολιασμών είναι άπειρες και εν πολλοίς ανεξερεύνητες.
Στο «The Dark Knight» του Κρίστοφερ Νόλαν, την ταινία που εκτόξευσε την φιγούρα του Τζόκερ στον χάρτη της ποπ κουλτούρας, υπάρχει μια σκηνή που επιχειρεί να συνοψίσει τη φύση αυτού του εμβληματικού villain. Ο Μπάτμαν, απηυδισμένος από την αδυναμία του όχι να νικήσει αλλά καταρχήν να κατανοήσει τον εχθρό του και τα κίνητρά του, ακούει τον σοφό Άλφρεντ να του λέει: «Κάποιοι άνθρωποι δεν κυνηγάνε τίποτα λογικό, όπως τα λεφτά. Δεν μπορείς να τους εξαγοράσεις, να τους εκφοβίσεις, να τους εκλογικεύσεις ή να διαπραγματευτείς μαζί τους. Κάποιοι άνθρωποι θέλουν απλά να δουν τον κόσμο να καίγεται».

To Joker του 2019 και η Εξέγερση

Το «Joker» του 2019 θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια μεγάλη απάντηση στα λόγια του Άλφρεντ: όχι, κανείς δεν θέλει «απλά» να δει τον κόσμο να καίγεται, κραυγάζει το «Joker», τα πάντα έχουν αιτίες, τα πάντα εξηγούνται, οι άνθρωποι είναι γεννήματα του περιβάλλοντός τους και οι ανάγκες τους και οι επιθυμίες τους προκύπτουν σε συνάρτηση με αυτό. Στην ταινία του 2019, ο Τζόκερ προσεγγίζεται μέσα από ένα απομυθοποιητικό πρίσμα, πέφτει στο επίπεδο της θνητότητας, γίνεται ένας κανονικός άνθρωπος στον αντίποδα της μυθοποιητικής εκδοχής του Νόλαν όπου είναι περισσότερο μια δύναμη της φύσης, δεν έχει κανένα κοινωνικό μπακράουντ, μοιάζει λες και πρόκειται για απεσταλμένο του διαβόλου. Όμως τα κόμιξ τα αγαπάμε με τα καλά τους και τα στραβά τους ακριβώς επειδή είναι μυθολογίες: ένας Τζόκερ όπως τον βλεπουμε στην ταινία του 2019, κακομοίρης, φτωχός και αδικημένος, ψυχικά εξασθενημένος και ταυτόχρονα παρατημένος από ένα έτσι κι αλλιώς ξεριζωμένο κράτος πρόνοιας, τι ενδιαφέρον μπορεί να έχει; Όχι γενικά ως ένας χαρακτήρας κινηματογραφικής αφήγησης αλλά συγκεκριμένα ως Τζόκερ, ως πράκτορας του χάους, ως φύση της καταστροφής. Τι ενδιαφέρον έχει ο Τζόκερ αμα είναι να τον δούμε «ρεαλιστικά», ως άνθρωπο και όχι ως μυθολογική φιγούρα; Το «Joker» του 2019 απαντά: ας μιλήσουμε περί Εξέγερσης και το νόημα θα αναδυθεί στην πορεία.

Η Εξέγερση είναι η βασική θεματική του πρώτου «Joker», το οποίο εξελίσσεται σε ένα κοινωνικό περιβάλλον όπου οι αφορμές μιας κοινωνικής εξέγερσης είναι καθημερινές και πανταχού παρούσες. Όμως να το βασικό θέμα με την Εξέγερση: υπερβαίνει την «λογική», προκύπτει εκεί που κανείς δεν το περιμένει, από αφορμές λιγότερο εδραιωμένες σε σχέση με εκείνες που «λογικά» θα έπρεπε να την προκαλέσουν. Η εξαθλιωμένη κοινωνία της Γκόθαμ Σίτι, οι παρατημένοι της κάτοικοι, η απεργία διαρκείας των σκουπιδιάρηδων που έχει κάνει την πόλη να βρωμάει είναι κομμάτια στο παζλ ενός καζανιού που σιγοβράζει αλλά η έκρηξή του θα προκύψει με «άκυρο» τρόπο. Ο Τζόκερ θα πέσει θύμα μπούλινγκ στο μετρό της πόλης από τρεις αντιπαθητικούς γιάπηδες, από τρία κωλόπαιδα που μοιαζούν σαν μέλη της ΔΑΠ και μένουν στα Βόρεια Προάστια, θα φλιπάρει και θα τους καθαρίσει. Και μπουμ: ο άγνωστος κλόουν δολοφόνος τρίων υπεροπτικών πλουσιόπαιδων θα γίνει σύμβολο στις τάξεις των φτωχοδιάβολων, διαδηλώσεις με μάσκες κλόουν κατακλύζουν την πόλη, οι καταστροφές και οι συγκρούσεις με την αστυνομία γενικεύονται με αστραπιαίους ρυθμούς.

Και ο Τζόκερ; Αν και (άθελά του) πυροδοτής αυτής της κατάστασης, παραμένει ξένος σε σχέση με αυτή, δεν πολυκαταλαβαίνει καν τι έχει προκαλέσει (με εξαίρεση το φινάλε της ταινίας προφανώς όταν αποθεώνεται από τα εξεγερμένα πλήθη – και πάλι ίσως όχι τόσο), ακολουθεί μια εξατομικευμένη, μοναχική πορεία μέσα στα πράγματα. Οι πράξεις του είναι η αιτία που η πόλη καίγεται και ο ίδιος είναι απλά στον κόσμο του: να ένας πράκτορας του χάους με ρεαλιστικούς όρους, να η αληθινή προσωποποίηση του χάους, να ο Τζόκερ στην απομυθοποιημένη μορφή του μεν, στην βαθιά ουσία του δε. Δεν θα μπορούσε τίποτα άλλο να χρησιμεύσει ως καμβάς ανάλυσης του Τζόκερ ως πράκτορα του χάους πλην της Εξέγερσης και κατ΄επέκταση της ανωριμότητάς της, της απρόβλεπτης πορείας της, της μπερδεμένης ηθικής της, της τρανταχτής ανομοιογένειας της, της Εξέγερσης ως «φωνή των φτωχών που δεν είναι πάντα δίκαιη αλλά μόνο αν την ακούσεις καταλαβαίνεις τι σημαίνει δικαιοσύνη» που λέει και ο Χάουαρντ Ζιν: να ένας Τζόκερ βαθιά πολιτικός.
Η ταινία του 2019 έμοιαζε κομμένη και ραμμένη για να στέκει μόνη της ως σχόλιο. Καλλιτεχνικά ένα σίκουελ έμοιαζε παρακινδυνευμένη επιλογή, εμπορικά ωστόσο αναπόφευκτη. Η ανακοίνωση της κυκλοφορίας του σίκουελ του «Joker» ισοδυναμούσε για τους περισσότερους με τον ευτελισμό του πρώτου μέρους: το πιθανότερο ήταν πως είτε θα βλέπαμε μια ταινία εστιασμένη στην εξέλιξη του all time classic χαρακτήρα με συμβατικούς όρους (να και η Χάρλεϊ Κουίν, να και ο εισαγγελέας Ντεντ, λέτε να σκάσει και κάνας Μπάτμαν να γουστάρουμε;) και άρα απογυμνωμένη από την πολιτική χροιά του πρώτου μέρους είτε ένα δώρο σε όσους την βρίσκουν με τη θεαματική υπόσταση των μπάχαλων, μια «πορνογραφία» της Εξέγερσης αλά Ρομέν Γαβράς. Ή ίσως ένας συνδυασμός και των δυο. Αυτός ο δρόμος θα ήταν ο ασφαλής εμπορικά για το σίκουελ του «Joker».

Η Εξέγερση του Joker ως προϊόν

Και όμως: η μορφή και το περιεχόμενο δεν θα μπορούσαν ποτέ να συνδυαστούν με πιο τολμηρό τρόπο. Θέλετε χάος; Να το χάος: θα πάτε να «καταναλώσετε» Τζόκερ και θα φύγετε βρίζοντας. To «Joker: Folie à Deux» αυτοκτονεί εμπορικά για να θριαμβεύσει καλλιτεχνικά, μια αντι-Χόλιγουντ μεθοδολογία στην καρδιά του Χόλιγουντ.Στον καπιταλισμό τα πάντα μπορούν να γίνουν εμπόρευμα, ακόμα και ο αντικαπιταλισμός. Και προφανέστατα η Εξέγερση. Αυτό μας λέει καταρχήν το «Joker: Folie à Deux»: η εξέγερση του πρώτου μέρους έχει γίνει ποπ φαινόμενο στο σύμπαν της ταινίας, ο Τζόκερ έγινε χαρακτήρας ταινίας και ορδές απολίτικων φασαίων, εκπροσώπων κοινωνικών κύκλων που νομίζουν ότι πολιτική είναι να αντιδικείς στα social media και να φτιάχνεις πιασάρικα meme ή να κάνεις μπίζνες στήνοντας εναλλακτικά μαγαζάκια, βρίσκουν στο πρόσωπό του την περσόνα μέσω της οποίας συγκροτείται η αντισυστημική τους φαντασίωση. Η αρχική σεκάνς της ταινίας, ένα μικρό μήκους καρτούν, προετοιμάζει για το τι θα ακολουθήσει: υπάρχει ο Τζόκερ και η σκιά του, η σκιά του θα αυτονομηθεί από τον ίδιο σαν αυτή του Λούκι Λουκ στο διάσημο καρέ, θα κάνει τα δικά της, θα δράσει με γνώμονα αυτό που θέλουν τα διψασμένα για θέαμα πλήθη από τον Τζόκερ και ο τελευταίος, αδύναμος να την διαχειριστεί θα τρέχει πίσω της προσπαθώντας να την περιορίσει διότι κάθε πράξη της στον κόσμο του θεάματος έχει αντίκυπτο στον ίδιο εδώ, στον πραγματικό κόσμο.
Έγκλειστος στο Άρκαμ, ο Τζόκερ παλεύει με την διπλή του ταυτότητα: είναι ένας δολοφονικός κλόουν ή ένας μοναχικός ψυχασθενής; Το δίλλημα είναι επί της ουσίας επίπλαστο: κανένας άνθρωπος δεν έχει μια και μοναδική ταυτότητα, όλοι έχουν πολλές και το να διαλέξεις μια εξ’ αυτών έχει χρησιμότητα μόνο στο επίπεδο της δόμησης μιας περσόνας του Facebook ή της εκπομπής σου στο Youtube, αλλά στην κανονική ζωή είναι ανούσιο και σε ψυχολογικό επίπεδο ίσως και επικίνδυνο. Αυτά είναι ψιλά γράμματα όμως για τους οπαδούς του Τζόκερ. Για αυτούς δεν είναι άνθρωπος αλλά σύμβολο και απαιτούν να μην τους χαλάσει το αφήγημα, απαιτούν να οικειοποιηθεί με περηφάνια την περσόνα που έχει φτιαχτεί θεαματικά για τον ίδιο.

Εκεί που στο πρώτο μέρος ο Τζόκερ ήταν το θύμα ενός συστήματος, εδώ στέκεται ανάμεσα στις συμπληγάδες των διαφορετικών εκδοχών της κουλτούρας του όχλου. Από τη μια οι συντηρητικές φωνές, οι εξαγριωμένες, που διψάνε για αίμα και τιμωρία, που θέλουν να δουν τον στυγνό δολοφόνο να ψήνεται στην ηλεκτρική καρέκλα και διαδηλώνουν για τον θάνατό του με τον εισαγγελέα Χάρβεϊ Ντεντ ως βασικό εκπρόσωπό τους (τι ειρωνεία για όποιον ξέρει την «κλασική» του εξέλιξη το γεγονός ότι είναι αυτός που ηγείται ενός όχλου που θέλει να δει την εξόντωση ενός «τέρατος»…) και από την άλλη, οι -και καλά- προοδευτικές φωνές ενός όχλου από φανατικούς οπαδούς, καταναλωτές επί της ουσίας μιας θεαματικής πρόσληψης ενός κατά τα άλλα κανονικού ανθρώπου, που έχουν πληρώσει εισιτήριο για να δουν έναν Άρχοντα του Σκότους να αναδύεται και ως πελάτες που έχουν πάντα δίκιο αξιώνουν να τους γίνει το χατήρι. Η κλωστή που ενοποιεί τις δυο συμπληγάδες είναι προφανής: αδυνατούν να δουν κοινωνικά φαινόμενα και αιτίες, αδυνατούν να δουν την πραγματικότητα μέσα από αποχρώσεις. Βλέπουν μόνο πρόσωπα, μεμονωμένα και ουρανοκατέβατα, έξω από συνθήκες και πλαίσια. Το ότι οι μεν δαιμονοποιούν τον Τζόκερ και οι δε τον θεοποιούν διαφοροποιεί τις προθέσεις τους και τα θέλω τους αλλά όχι την ουσία της ματιάς τους.

Η εξαθλίωση ως χορός και τραγούδι

«Έχω αγοράσει το σπίτι που έμενες με την μαμά σου, έχω εγκατασταθεί εκεί και όταν βγεις από το Άρκαμ θα ζήσουμε σε αυτό», λέει στον Τζόκερ η νούμερο ένα φαν του, η Χάρλεϊ Κουίν, μια τύπισσα από πλούσια οικογένεια, μεγαλωμένη στα προάστια, οικειοθελώς έγκλειστη στο Άρκαμ για να «μελετήσει» τον Τζόκερ, που μια μέρα βαριέται και την κάνει από το ίδρυμα για να ενοχρηστρώσει έξω από αυτό τα πλήθη των ακολούθων του – μια φασαία για να ξέρουμε τι λέμε. «Μα εγώ δεν θέλω να επιστρέψω σε αυτή την τρύπα», θα της απαντήσει ο Τζόκερ διότι σε αντίθεση με εκείνη που τον βλέπει ως ένα εξωτικό φρούτο μέσα από τα ταξικά προνομιούχα μάτια της, εκείνος δεν είναι λούμπεν από επιλογή, αλλά επειδή έτυχε να γεννηθεί στη λάθος πλευρά του καπιταλισμού.
Για την Χάρλεϊ, η ζωή του Τζόκερ είναι γοητευτική γιατί την αντιλαμβάνεται ως θέαμα, γιατί αδυνατεί να δει τον άνθρωπο πίσω από το σύμβολο που έχει μυθοποιήσει με την παρέα της, γιατί αδυνατεί να καταλάβει πως το να ζήσει μαζί του στην σκατότρυπα που έμενε με την μάνα του, στην σκοτεινή και βρώμικη πλευρά της πόλης, είναι για εκείνη μια εκκεντρική επιλογή ενώ για εκείνον μια συνθήκη από την οποία θέλει να δραπετεύσει: όσο κοντά και αν έρθουν μέσα στο Άρκαμ οι δυο τους, υπάρχει μια ταξική και κατ’ επέκταση πολιτισμική άβυσσος να τους χωρίζει. Όσα εμφατικά και αν πουν μεταξύ τους πως «είναι ίδιοι» προσποιούμενοι τους πρωταγωνιστές στη «Φωλιά του κούκου» που διαρρηγνύουν τους ομαλούς ρυθμούς του Άρκαμ, εκείνη θα δρα από (ο θεός να την κάνει…) «άποψη» και εκείνος επειδή ψάχνει να βρει τα πατήματά του στον κοινωνικό πάτο που οδηγήθηκε επειδή γεννήθηκε φτωχός.
 
Η χρήση του μιούζικαλ στοιχείου στο «Joker: Folie à Deux» -αν και βαριέμαι τα μιούζικαλ και εξαρχής ήταν το στοιχείο που δεν με έψηνε στην ταινία- έρχεται και δένει απόλυτα με τη συνειδησιακή μεταπείδηση του ήρωα ανάμεσα στην ζωή και την θεαματική της εκδοχή, ανάμεσα στην αλήθεια και την ψευδαίσθηση. Ακόμα και η ακανόνιστη χρήση του μιούζικαλ, προορισμένη εμφανώς να εκνευρίσει μπόλικους θεατές, αναβαθμίζει καθοριστικά το πόιντ. Μέσα στο μουντό και καταθλιπτικό Άρκαμ, τα φάλτσα τραγούδια του Τζόκερ όχι απλά δεν χρησιμεύουν ως απόδραση από την θλιβερή αλήθεια αλλά αντίθετα, όταν αποδεικνύονται ψευδαισθήσεις, υπερτονίζουν την μιζέρια του χώρου – εκεί η ταινία σου δίνει την εντύπωση πως δεν είναι στα αλήθεια μιούζικαλ, μιας και ο χωροχρόνος της δεν προσαρμόζεται σε χορούς και σε τραγούδια αλλά μόνο οι ψευδαισθήσεις του ήρωα προτού αυτός επανέλθει στην πραγματικότητα. Στις στιγμές όμως που πιάνει τόπο η ενθάρυνση της Χάρλεϊ Κουίν στον Τζόκερ να οικειοποιηθεί την περσόνα του, το είδος του μιούζικαλ μπουκάρει θριαμβευτικά με όλους τους κλασικούς κανόνες του μέσα στην πλοκή. Ο Τζόκερ και η Χάρλεϊ χορεύουν σε αστραφτερά, καλογυαλισμένα, πολύχρωμα σκηνικά υπό τη συνοδεία κομπάρσων χορευτών, σε ένα μεγαλοπρεπές Χολιγουντιανό σκηνικό αλλά -τι ειρωνεία- αυτή η ολοκληρωτική απόδραση από τη συνθήκη του Άρκαμ είναι ψεύτικη, αποτέλεσμα μιας επιλογής που ο Τζόκερ ωθείται να κάνει από το μεγάλο φαν κλαμπ του που θέλει να τον βλέπει όπως τον έχει στο μυαλό του. Και ως ψεύτικη αποτελεί μια πρόσκαιρη καταφυγή, διότι η πραγματικότητα θα σκάσει επίπονη στα μούτρα του Τζόκερ. Σε μια από τις πιο εύστοχες στιγμές της ταινίας, η Χάρλεϊ θα συνεχίσει να τραγουδάει σαν πρωταγωνίστρια ενός μιούζικαλ ενώ μάταια ο Τζόκερ της ζητάει απελπισμένος «να μιλήσουν κανονικά», διότι στον φασεΐστικο κόσμο της, μπορεί να μένει στη μεγάλη της φούσκα όσο γουστάρει, ενώ ο Τζόκερ δεν έχει την πολυτέλεια να μην αναμετρηθεί -τελικά- με την πραγματικότητα.

Και που είναι τελικά οι εξεγερμένοι;

Και τα αληθινά κοινωνικά κινήματα; Οι απεργοί της πρώτης ταινίας; Το (αληθινά και όχι θεαματικά) εξεγερμένο πλήθος της; Μια πολιτική κριτική του «Joker: Folie à Deux» είναι εύλογο να του καταλογίσει την άρνησή του να συνοδεύσει την επιθετική του εναντίωση στην κουλτούρα του όχλου και της κοινωνίας του θεάματος με την αντιπαράταξη μιας πρότασης, ενός αληθινά και όχι επίπλαστα απελευθερωτικού δρόμου. Είναι αμφίβολο το αν ο σκηνοθέτης «κρύβει» την άλλη όψη της κοινωνίας από όλο αυτό το νταβαντούρι επειδή νιώθει πως όλα αυτά δεν την αφορούν, πως έχει πιο μεγάλες σκοτούρες από το να μπει σε έναν μανιχαϊστικό διάλογο δαιμονονοποίησης vs θεοποίησης σαν αυτούς που ανθούν περιοριστικά στα social media και έχουν μηδαμινό αντίκτυπο στα καθημερινά διακυβεύματα της αληθινής ζωής ή το αν η ματιά του είναι τόσο οργισμένη και εν τέλει τόσο μηδενιστική που αδυνατεί πλέον, πέντε χρόνια μετά το πρώτο μέρος, να δει ακόμα και την ύπαρξη αυτής της πτυχής της κοινωνίας.

Ξεκάθαρη απάντηση αναφορικά με τις προθέσεις του σκηνοθέτη ως προς αυτό το τελευταίο στοιχείο της ταινίας δεν μπορεί να δώσει κανείς, μόνο διαισθητικά μπορεί κανείς να οικειοποιηθεί την πρώτη εκδοχή (και εν τέλει να δώσει θετικό πρόσημο στην ταινία) ή την δεύτερη (και να την ορίσει ως εν τέλει μηδενιστική δημιουργία). Η αμφίσημία αυτή (θα ήταν ευχής έργο να) αποτελεί και τη βάση για (μαζικές) διαφωνίες όσον αφορά ετούτη τη δημιουργία. Ωστόσο όπως και να έχει, οι σημαντικές δημιουργίες είναι αυτές που κατορθώνουν να ανοίγουν συζητήσεις σε πολλαπλά επίπεδα. Δυνητικά, η ταινία θα μπορούσε να είχε πετύχει κάτι τέτοιο σε πολύ πιο μαζικό επίπεδο από αυτό στο οποίο συμβαίνει. Εν τέλει, η μεγαλύτερη απογοήτευση δεν είναι πως αν και ταινιάρα -γνώμη μου- καταθάβεται από όλο τον κόσμο αλλά το ότι καταθάβεται για τους λάθος λόγους: οι μισοί την κράζουν γιατί δεν υπήρξε η συνέχιση του… «Joker Begins» που (νόμιζαν πως) τους είχε υποσχεθεί το πρώτο μέτος, οι άλλοι μισοί γιατί ήθελαν να δουν περισσότερα μπάχαλα, περισσότερες μολότοφ, περισσότερα καμμένα μπατσικά ενώ τρώνε το ποπ κορν τους στην dolby surround αίθουσα προβολής της. Φυσικά, το «Joker: Folie à Deux» ξέρει πολύ καλά που απευθύνεται, ξέρει πολύ καλά ποιο είναι το κοινό του. Και στην πραγματικότητα, του φωνάζει πως είναι ένα κοινό φτιαγμένο από τα ίδια υλικά με το μεγάλο φαν κλαμπ του Τζόκερ εντός της ταινίας, που τη μια στιγμή είναι έτοιμο να τον σηκώσει θριαμβευτικά στους ώμους του και την ακριβώς επόμενη στιγμή να τον καταγγείλλει ως προδότη που είχε το θράσσος να παρεκλίνει από την καθαρότητα του καλοτακτοποιημένου αφηγήματός του. Υπό μια έννοια, η ταινία είναι μια μεγάλη προβοκάτσια και ως εκ τούτου, η πιο «Τζόκερ» ταινία που έχουμε δει ποτέ.
Καταστασιακό έπος. Μεγάλη ταινία.

Μοιραστείτε το Άρθρο