(με λίγα spoiler)
To παρακάτω κείμενο γράφτηκε από τον Δημοσθένη Χριστόπουλο και αρχικά δημοσιεύθηκε στην προσωπική του σελίδα στο Facebook.
To Joker του 2019 και η Εξέγερση
Το «Joker» του 2019 θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια μεγάλη απάντηση στα λόγια του Άλφρεντ: όχι, κανείς δεν θέλει «απλά» να δει τον κόσμο να καίγεται, κραυγάζει το «Joker», τα πάντα έχουν αιτίες, τα πάντα εξηγούνται, οι άνθρωποι είναι γεννήματα του περιβάλλοντός τους και οι ανάγκες τους και οι επιθυμίες τους προκύπτουν σε συνάρτηση με αυτό. Στην ταινία του 2019, ο Τζόκερ προσεγγίζεται μέσα από ένα απομυθοποιητικό πρίσμα, πέφτει στο επίπεδο της θνητότητας, γίνεται ένας κανονικός άνθρωπος στον αντίποδα της μυθοποιητικής εκδοχής του Νόλαν όπου είναι περισσότερο μια δύναμη της φύσης, δεν έχει κανένα κοινωνικό μπακράουντ, μοιάζει λες και πρόκειται για απεσταλμένο του διαβόλου. Όμως τα κόμιξ τα αγαπάμε με τα καλά τους και τα στραβά τους ακριβώς επειδή είναι μυθολογίες: ένας Τζόκερ όπως τον βλεπουμε στην ταινία του 2019, κακομοίρης, φτωχός και αδικημένος, ψυχικά εξασθενημένος και ταυτόχρονα παρατημένος από ένα έτσι κι αλλιώς ξεριζωμένο κράτος πρόνοιας, τι ενδιαφέρον μπορεί να έχει; Όχι γενικά ως ένας χαρακτήρας κινηματογραφικής αφήγησης αλλά συγκεκριμένα ως Τζόκερ, ως πράκτορας του χάους, ως φύση της καταστροφής. Τι ενδιαφέρον έχει ο Τζόκερ αμα είναι να τον δούμε «ρεαλιστικά», ως άνθρωπο και όχι ως μυθολογική φιγούρα; Το «Joker» του 2019 απαντά: ας μιλήσουμε περί Εξέγερσης και το νόημα θα αναδυθεί στην πορεία.
Η Εξέγερση είναι η βασική θεματική του πρώτου «Joker», το οποίο εξελίσσεται σε ένα κοινωνικό περιβάλλον όπου οι αφορμές μιας κοινωνικής εξέγερσης είναι καθημερινές και πανταχού παρούσες. Όμως να το βασικό θέμα με την Εξέγερση: υπερβαίνει την «λογική», προκύπτει εκεί που κανείς δεν το περιμένει, από αφορμές λιγότερο εδραιωμένες σε σχέση με εκείνες που «λογικά» θα έπρεπε να την προκαλέσουν. Η εξαθλιωμένη κοινωνία της Γκόθαμ Σίτι, οι παρατημένοι της κάτοικοι, η απεργία διαρκείας των σκουπιδιάρηδων που έχει κάνει την πόλη να βρωμάει είναι κομμάτια στο παζλ ενός καζανιού που σιγοβράζει αλλά η έκρηξή του θα προκύψει με «άκυρο» τρόπο. Ο Τζόκερ θα πέσει θύμα μπούλινγκ στο μετρό της πόλης από τρεις αντιπαθητικούς γιάπηδες, από τρία κωλόπαιδα που μοιαζούν σαν μέλη της ΔΑΠ και μένουν στα Βόρεια Προάστια, θα φλιπάρει και θα τους καθαρίσει. Και μπουμ: ο άγνωστος κλόουν δολοφόνος τρίων υπεροπτικών πλουσιόπαιδων θα γίνει σύμβολο στις τάξεις των φτωχοδιάβολων, διαδηλώσεις με μάσκες κλόουν κατακλύζουν την πόλη, οι καταστροφές και οι συγκρούσεις με την αστυνομία γενικεύονται με αστραπιαίους ρυθμούς.
Η Εξέγερση του Joker ως προϊόν
Εκεί που στο πρώτο μέρος ο Τζόκερ ήταν το θύμα ενός συστήματος, εδώ στέκεται ανάμεσα στις συμπληγάδες των διαφορετικών εκδοχών της κουλτούρας του όχλου. Από τη μια οι συντηρητικές φωνές, οι εξαγριωμένες, που διψάνε για αίμα και τιμωρία, που θέλουν να δουν τον στυγνό δολοφόνο να ψήνεται στην ηλεκτρική καρέκλα και διαδηλώνουν για τον θάνατό του με τον εισαγγελέα Χάρβεϊ Ντεντ ως βασικό εκπρόσωπό τους (τι ειρωνεία για όποιον ξέρει την «κλασική» του εξέλιξη το γεγονός ότι είναι αυτός που ηγείται ενός όχλου που θέλει να δει την εξόντωση ενός «τέρατος»…) και από την άλλη, οι -και καλά- προοδευτικές φωνές ενός όχλου από φανατικούς οπαδούς, καταναλωτές επί της ουσίας μιας θεαματικής πρόσληψης ενός κατά τα άλλα κανονικού ανθρώπου, που έχουν πληρώσει εισιτήριο για να δουν έναν Άρχοντα του Σκότους να αναδύεται και ως πελάτες που έχουν πάντα δίκιο αξιώνουν να τους γίνει το χατήρι. Η κλωστή που ενοποιεί τις δυο συμπληγάδες είναι προφανής: αδυνατούν να δουν κοινωνικά φαινόμενα και αιτίες, αδυνατούν να δουν την πραγματικότητα μέσα από αποχρώσεις. Βλέπουν μόνο πρόσωπα, μεμονωμένα και ουρανοκατέβατα, έξω από συνθήκες και πλαίσια. Το ότι οι μεν δαιμονοποιούν τον Τζόκερ και οι δε τον θεοποιούν διαφοροποιεί τις προθέσεις τους και τα θέλω τους αλλά όχι την ουσία της ματιάς τους.
Η εξαθλίωση ως χορός και τραγούδι
Και που είναι τελικά οι εξεγερμένοι;
Και τα αληθινά κοινωνικά κινήματα; Οι απεργοί της πρώτης ταινίας; Το (αληθινά και όχι θεαματικά) εξεγερμένο πλήθος της; Μια πολιτική κριτική του «Joker: Folie à Deux» είναι εύλογο να του καταλογίσει την άρνησή του να συνοδεύσει την επιθετική του εναντίωση στην κουλτούρα του όχλου και της κοινωνίας του θεάματος με την αντιπαράταξη μιας πρότασης, ενός αληθινά και όχι επίπλαστα απελευθερωτικού δρόμου. Είναι αμφίβολο το αν ο σκηνοθέτης «κρύβει» την άλλη όψη της κοινωνίας από όλο αυτό το νταβαντούρι επειδή νιώθει πως όλα αυτά δεν την αφορούν, πως έχει πιο μεγάλες σκοτούρες από το να μπει σε έναν μανιχαϊστικό διάλογο δαιμονονοποίησης vs θεοποίησης σαν αυτούς που ανθούν περιοριστικά στα social media και έχουν μηδαμινό αντίκτυπο στα καθημερινά διακυβεύματα της αληθινής ζωής ή το αν η ματιά του είναι τόσο οργισμένη και εν τέλει τόσο μηδενιστική που αδυνατεί πλέον, πέντε χρόνια μετά το πρώτο μέρος, να δει ακόμα και την ύπαρξη αυτής της πτυχής της κοινωνίας.