Η Γιανίνα Ντουσέικο είναι η μία εκ των τριών μονίμων κατοίκων του μικρού χωριού Κλότζκο, στην ορεινή Πολωνία, στα σύνορα με την Τσεχία. Μοναχική, εκκεντρική, διατηρεί λιγοστές σχέσεις με τους υπόλοιπους κατοίκους, εργάζεται ως επιστάτρια των έρημων τον χειμώνα κατοικιών και ως καθηγήτρια αγγλικών στο σχολείο της πόλης, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται αποκλειστικά με τη μελέτη των αστρολογικών χαρτών της και με τη φροντίδα των ζώων της περιοχής. Μια χιονισμένη νύχτα, βρίσκει μαζί με τον γείτονα και έναν από τους ελάχιστους φίλους της, το Σκιάχτρο, το πτώμα της Μεγάλης Πάτουσας, του έτερου γείτονά τους και κυνηγού, νεκρού από πνιγμό προκληθέντος από το κόκαλο του ζαρκαδιού που λαθραία κυνήγησε και σκότωσε. Σταδιακά, ολοένα και περισσότερα πτώματα κάνουν την εμφάνισή τους, όλα κυνηγών της περιοχής, και η Γιανίνα είναι πεπεισμένη πως δράστες είναι τα ζώα του δάσους, πως πρόκειται για οργανωμένο σχέδιο εκδίκησης εναντίον των κυνηγών που τα σκοτώνουν – είναι, όμως, έτσι τα πράγματα;
Το Οδήγησε Το Αλέτρι Σου Πάνω Από Τα Οστά των Νεκρών της βραβευθείσας με Νόμπελ Λογοτεχνίας, Olga Tokarczuk, βρέθηκε το 2019 στη βραχεία λίστα του International Booker Prize και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τον τίτλο Spoor διά χειρός Agnieszka Holland, κερδίζοντας μάλιστα την Αργυρή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 2017. Πρόκειται για το τρίτο μυθιστόρημα της Πολωνής συγγραφέα που μεταφράζεται στα ελληνικά, μετά Το Αρχέγονο και Αλλοι Καιροί και τους Πλάνητες, όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη, αυτήν τη φορά σε μετάφραση Αναστασίας Χατζηγιαννίδη.
Η Tokarczuk μεταφέρει πλήρως, με παραστατικές περιγραφές, τον αναγνώστη στην παγερή, χιονισμένη ατμόσφαιρα του ορεινού πολωνικού τοπίου, εκεί όπου η Φύση αποδιώχνει το ανθρώπινο στοιχείο, έρημη και αφιλόξενη, οι διαπροσωπικές σχέσεις ελαχιστοποιούνται, το άτομο συστρέφε,ται και υποχωρεί στα ενδότερά του. Συστήνει μια ηρωίδα μοναδική και αξιαγάπητη μέσα στην εκκεντρικότητα και την ιδιορρυθμία της: η Γιανίνα Ντουσέικο δεν αποκαλεί τους γείτονές της με τα ονοματεπώνυμά τους, αλλά με χαρακτηρισμούς δικής της επινοήσεως, όπως Σκιάχτρο, Μεγάλη Πατούσα, Καλή Εντύπωση, μια ονοματοδοσία που κατά την ίδια αποδίδει πληρέστερα τη βαθύτερη ουσία και τις ιδιότητές τους. Όπως ο πνευματικός πατέρας και αντικείμενο μελέτης της, William Blake, τα ποιήματα του οποίου μεταφράζει, χρησιμοποιεί κεφαλαίο γράμμα όταν αναφέρεται σε στοιχεία της φύσης, ζώα και συναισθήματα, προσωποποιεί τις ψυχικές καταστάσεις της και καθιστά θεμελιώδεις έννοιες οικουμενικές.
Η συγγραφέας, διά στόματος της ηρωίδας της και με πύρινο, καταγγελτικό λόγο, καταγράφει τις φρικωδίες που διαπράττονται καθημερινά από το ανθρώπινο είδος εναντίον του ζωικού, για το, κατά την ίδια, έγκλημα της κρεοφαγίας, τις σφαγές, τις γενοκτονίες και τις εξαφανίσεις ολόκληρων ειδών, σε ένα δριμύ, αντισπισιστικό κατηγορώ. Η Γιανίνα Ντουσέικο είναι η μόνη στην τοπική, κλειστή κοινωνία που συνταράσσεται από το, λαθραίο και μη, κυνήγι των ζώων, μια φωνή βοώντος εν τη ερήμω, που ο υπόλοιπος πληθυσμός του χωριού λοιδορεί και παίρνει για τρελή. Εκείνη, όμως, είναι εν τέλει η μόνη λογική, η μόνη έχουσα πρόσβαση στο συμπαντικό, ντετερμινιστικό σχέδιο μέσω της μελέτης των πλανητών και του ωροσκοπίου της, η μόνη με ψυχικές χορδές αρκετά ευαίσθητες ώστε να συνειδητοποιήσει την ανθρώπινη βία και αναλγησία εναντίον των ζώων, η μόνη με αρκετή συμπόνια και ενσυναίσθηση ώστε να πράξει κάτι για αυτό.
Απηχώντας την ποίηση και τις φιλοσοφικές ιδέες του Blake, η ηρωίδα αναλογίζεται την εγγενή ανθρώπινη ροπή προς το Κακό: οι άνθρωποι, μετά την πρόσκαιρη παραμονή στην Εδέμ, διέπραξαν ασέβεια προς την ανώτερη δύναμη, εδώ τη Φύση αντί για τον (απόντα) Θεό, και είναι πλέον πεπτωκότες, καταδικασμένοι σε αιώνια τιμωρία, έχουν απολέσει την καλοσύνη και την αθωότητά τους και είναι όλοι νοσηροί, δυσώδεις και μιασμένοι, σε έναν φιλοσοφικό στοχασμό/όραμα με σαφείς βιβλικές αναφορές.
Η Γιανίνα υποφέρει από τις Ενοχλήσεις της, σωματικούς πόνους και δυσλειτουργίες, κρίσεις Θυμού και νευρωτικούς κλονισμούς, που της υπενθυμίζουν διαρκώς την αναπόδραστη φθορά και σήψη του ανθρώπινου σώματος, τη σάρκινη φυλακή στην οποία εγκλωβίζεται η εγκόσμια εμπειρία. Επιθυμεί να απεκδυθεί το κουκούλι από τρωτή σάρκα και οστά, που μόνο πόνο και δυσφορία της προκαλεί, και από μέσα του να αναδυθεί η βαθύτερη ουσία του πυρήνα της, η Ψυχή της – «αν φυσικά αυτή υπάρχει». Σταδιακά, η σωματική και ψυχική υγεία της καταρρέει, σε απόλυτη σύμπλευση με την αποσάθρωση ολόκληρης της τοπικής κοινωνίας του Κλότζκο, με την αναπόφευκτη πορεία του σύμπαντος προς την εντροπία. Αισθάνεται ασήμαντη, αδύναμη, μπροστά στην ποικιλότητα και την παντοδυναμία της Φύσης, τη σέβεται, την εξυμνεί και την προστατεύει, και γι’ αυτό καταφεύγει στη σχολαστική μελέτη της αστρολογίας: υπακούει πειθήνια στις προσταγές των πλανητών και των αστεριών που, εντός ενός σύμπαντος δίχως εγγενές νόημα, πηδαλιουχούν τη μοίρα της, αποπειράται να εντοπίσει και να ορίσει κάποιου είδους τάξη και προβλεψιμότητα στο χαώδες σύμπαν.
Όσο οι δολοφονίες στο Κλότζκο συνεχίζονται, το ερώτημα παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης: πρόκειται για απλές συμπτώσεις και τραγικά δυστυχήματα, για εγκληματικές ενέργειες στα έγκατα μιας Πολωνίας που μαστίζεται από την ανομία και τη διαφθορά , ή για την εκδίκηση της Φύσης; Σε ένα οικοσύστημα για το οποίο ο άνθρωπος αδιαφορεί πλήρως, το κλίμα διαβρώνεται, τα ζώα κακοποιούνται και δολοφονούνται, η ίδια η Φύση εξαπολύει την μήνι της, η Θεία Δίκη επέρχεται και ο πέλεκυς πίπτει στους λαιμούς των βέβηλων και των αμαρτησάντων, σε μια πανέξυπνη θρησκευτική και οικολογική αλληγορία, που βρίθει θεολογικών και μεταφυσικών συμβολισμών. Το μυστήριο και η αμφισημία είναι πανταχού παρόντα στην εξέλιξη της πλοκής, μεσω και του τεχνάσματος της αναξιόπιστης αφηγήτριας που υιοθετεί η συγγραφέας, ενώ η πολωνική λαογραφική παράδοση, τα ήθη, τα έθιμα και οι τοπικοί θρύλοι συμπλέκονται με το αγωνιώδες genre του καθαρόαιμου θρίλερ, σε έναν μακάβριο, γκροτέσκο εφιάλτη με φολκλόρ πινελιές.
Η αφήγηση διατρέχει ολόκληρη την (άχρονη εδώ) πολωνική κοινωνία και τις παθογένειές της: κρατική αναλγησία και γραφειοκρατία, αδιαφορία ενός αρτηριοσκληρωτικού συστήματος για τα αιτήματα του απλού πολίτη, αστυνομική διαφθορά, δωροδοκίες και λαθρεμπόριο είναι μόνο μερικές από τις, πιο πραγματιστικά συνδεδεμένες, πιθανές αιτίες των δολοφονιών. Ταυτόχρονα, η Tokarczuk εντάσσει τις εξουσιαστικές δομές για τις οποίες γράφει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο καταπίεσης, θέτοντας στο αφηγηματικό της στόχαστρο την περιθωριοποίηση των ηλικιωμένων, και ιδίως των γυναικών όπως η ηρωίδα της, τις ηλικιακές διακρίσεις και τον σεξισμό. Η Γιανίνα Ντουσέικο είναι αόρατη για όλους γύρω της, η περίεργη, ενοχλητική, παρανοϊκή γριά, οι συμπολίτες της αναμένουν από εκείνη να υπηρετήσει τους παραδοσιακούς έμφυλους ρόλους, να κάθεται ήσυχη και πάντα ευχάριστη, να μην τους απασχολεί με την παρουσία της – όμως, εκείνη επιμένει να ενοχλεί, να αιτείται και να διαμαρτύρεται, να διεκδικεί τη θέση της σε μια κοινωνία απευθυνόμενη αποκλειστικά στους νέους και εύρωστους, στους άνδρες και στους ισχυρούς.
Σε αυτό το ζοφερό, νευρωτικό, υπαρξιακό θρίλερ, η Olga Tokarczuk, με γραφή ποιητική, λυρική και βαθιά φιλοσοφική, στοχάζεται πάνω σε θεματικές πολυσύνθετες και απαιτητικές: ο διαχωρισμός ύλης – πνεύματος, ο ντετερμινισμός μέσα σε ένα στυγνό, ανηλεές σύμπαν, η μεταφυσική απονομή δικαιοσύνης, η απουσία του Θεού και η έλλειψη εγγενούς νοήματος στην Ύπαρξη. Καταπιάνεται με τις έννοιες αυτές, όμως, όχι με δυσκαμψία και σοβαροφάνεια, αλλά με αφηγηματική ζωντάνια και απόλυτη λογοτεχνική επιτυχία. Θεολογική/φιλοσοφική αλληγορία, οικολογικό θρίλερ καταιγιστικών ρυθμών και ενδοσκοπικό, υπαρξιακό οδοιπορικό, το Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών είναι ένας λογοτεχνικός θρίαμβος από ίσως τη σημαντικότερη Ευρωπαία γυναίκα συγγραφέα.