Ο τρίτος και τελευταίος τόμος του έργου «Οι Νύφες του Δράκουλα» είχε μια πολύ δύσκολη αποστολή. Από τη μία έπρεπε να παρουσιάσει την ιστορία της τρίτης και πιο πρόσφατης νύφης, της Καρίν, το όνομα της οποίας φέρει και στον τίτλο του, και από την άλλη να συνδέσει την παρελθοντική αφήγηση με το φινάλε της κλασσικής ιστορίας του Δράκουλα που γνωρίζουμε. Επιπλέον, έπρεπε να δώσει και στις ίδιες τις Νύφες, στη Νουρ και στη Σντένκα το δικό τους τέλος τόσο στην ιστορία, όσο και στην προσπάθεια τους να βγουν από τη σκιά της καταπίεση του Βλαντ Τέπες στη δική του ολοφώτεινη νύχτα και να γίνουν οι ίδιες κυρίες της μοίρας τους.
Ο Αβράαμ Κάουα απέδειξε πως ήταν σε θέση να ολοκληρώσει με επιτυχία αυτή τη λειτουργία, αξιοποιώντας όλα τα στοιχεία που μεθοδικά έκτισε στον πρώτο και (περισσότερο) στο δεύτερο τόμο. Παράλληλα μας παρουσιάζει, πιο γρήγορα από ό,τι τις συνταξιδιώτισσες της, την Καρίν, την τελευταία νύφη, ολοκληρώντας το πολιτισμικό ψηφιδωτό.
Ξεκινώντας από την Ανατολή με τη Νουρ, συνεχίζοντας στην Κεντρική Ευρώπη, αυτή τη φορά ο Δράκουλας επισκέπτεται την δυτικότροπη Μπιστρίτσα για την τελευταία του Νύφη, την Κάριν Χόφμαν, μια δυναμική δασκάλα που μάχεται κατά του ρατσισμού και των αντι-ρομά αντιλήψεων στη μικρή πόλη. Η παρουσίαση της Καρίν, σεναριακά, γίνεται με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, χωρίζοντας ουσιαστικά την ιστορία της στα δύο: από τη μία το πως ζούσε πριν πεθάνει και από την άλλη το πως ζούσε μετά…
Έτσι βλέπουμε με πολύ διαυγή τρόπο αλλά καθόλου μηχανικό ή κλισέ το πως μια δυναμική γυναίκα υποτάσσεται και αναγκάζεται από δρων και ευφυές υποκείμενο να γίνει θηρίο. Την βλέπουμε να αντιστέκεται στον θάνατο και την αφύσικη ζωή που αυτός φέρνει μόνο και μόνο για να γεμίσει μίσος και οργή.
Και όμως τα αρχικά, δυναμικά στοιχεία που η γραφή του Κάουα τα έχει κάνει ξεκάθαρα αναδύονται όταν τελικά οι Νύφες εξεγείρονται ενάντια στον άνδρα που τις κατέστρεψε.
Η ιστορία (ή οι ιστορίες) της Καρίν μας δείχνει πως με έναν πολύ άμεσο τρόπο πολλά μοτίβα εξαπάτησης και χειραγώγησης, σωματικής και συναισθηματικής, που μπορεί να επιβληθούν και έχουν επιβληθεί σε γυναίκες ή γενικότερα άτομα από τα οποία στερείται η δυναμική αναγνώριση του εαυτού και νιώθουν πως χρειάζεται μια εξωτερική στήριξη για να σταθούν.
Μέσα από αυτή την καταπίεση ποδοπατούνται, εκβιάζονται και λοιδορούνται, τόσο που πολλές φορές τελικά καταλήγουν να φέρνουν γνωρίσματα του καταπιεστή τους, σε μια προσπάθεια να αρθρώσουν έναν λόγο δικό τους, που είναι όμως κενός.
Ταυτόχρονα όμως η «Καρίν», αξιοποιώντας όλες τις παρακαταθήκες των προηγούμενων, μας δείχνει και την άλλη όψη: πως τέτοια υποκείμενα καταφέρνουν να βρουν αλληλεγγύη το ένα στο άλλο αφήνοντας στην άκρη ανταγωνισμούς μεταξύ τους και τελικά καταφέρνουν να εναντιωθούν σε έναν σύμβολο που συμπυκνώνει πάνω του πολλές μορφές καταπίεσης (πολιτική όντας ευγενής, σεξουαλική όντως βιαστής και ούτω καθεξής). Μπορεί ο Δράκουλας του Στόκερ να ήταν η ιστορία για την πάλη της αστικής τάξης έναντι των ευγενών στην αγγλική και ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, όμως οι Νύφες των Κάουα και Ρουμπούλια, παίρνουν αυτήν την πάλη και την φέρνουν σε ένα πολύ πιο επίκαιρο και αναγκαίο πλαίσιο για το σήμερα, διατηρώντας παράλληλα την ατμόσφαιρα της ιστορίας καθώς αμφότεροι καταλαβαίνουν την αξία της.
Οι εναλλαγές μεταξύ των δύο και αργότερα των τριών χρόνων γίνονται γρήγορα, μεταπηδώντας σκιάσεις ουσιαστικά, τόσο που το τεύχος, παρότι ασπρόμαυρο όπως και τα υπόλοιπα, δίνει μια πολύ μεγαλύτερη ποικιλία τόνων. Αυτό το φορτίο πέφτει πως επί το πλείστον στον Γιάννη Ρουμπούλια, ο οποίος αποδεικνύει πως χειρίζεται με πολύ ενδιαφέρον όχι μόνο τις σκηνές δράσης, αλλά και την παρουσία των ίδιων των γυναικείων μορφών. Χωρίς να φοβάται την σωματικότητα τους αλλά και χωρίς να εκχυδαίζει τη σεξουαλικότητα τους, οι ίδιες οι Νύφες δεν γίνονται βορά σε άπληστα ερωτικά μάτια και παραμένουν οι έντονα θηλυκές, δυναμικές και βασανισμένες υπάρξεις, την ιστορία των οποίων ξέρουμε και με τις οποίες συμπάσχουμε.
Αυτό τονίζεται όχι μόνο με το ακανόνιστο σχήμα των καρέ στις σκηνές μάχης αλλά και με το ενδιαφέρον για τα πρόσωπα, τις λεπτές γραμμές και κυρίως τα μάτια των χαρακτήρων.
Βέβαια οι ίδιες οι σκηνές μάχης, για τις οποίες ο Ρουμπούλιας ίσως αποτελεί και έναν από τους καλύτερους ανθρώπους να τις αναλάβει, εμπλουτίζονται. Οι δε σκηνές στην χιονοθύελλα, αποτυπωμένες σε όλε τις αποχρώσεις του γκρι, είναι από τις πιο δυνατές σκηνές όλου του έργου. Ίσως για αυτό επιλέγονται και για το φινάλε…
Η σειρά δεν είναι χωρίς ψεγάδια, όπως έχουμε πει και στο παρελθόν. Ίσως χρειαζόταν περισσότερος χώρος και χρόνος για να ειπωθεί ολόκληρη η προϊστορία της Καρίν, η οποία φαντάζει λίγο ριγμένη σε σχέση με τις άλλες δύο, ειδικά με τη Νουρ. Επιπρόσθετα o αναγνώστης νιώθει τους χαρακτήρες της κλασσικής ιστορίας, κυρίως ο Βαν Χέλσιγνκ, «χάρτινους» σε σχέση με τις γεμάτες ζωή Νύφες, αλλά κάτι τέτοιο μοιάζει λογικό δεδομένου πως οι δημιουργοί βασίστηκαν στο ότι είναι γνωστοί από τον μύθο ούτως η άλλως. Και οι σελίδες αυτές ανήκουν στις Νύφες…
Πέφτοντας η αυλαία για τις «Νύφες του Δράκουλα» καταλήγουμε στο ότι ήταν μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και συνεπείς σειρές που είδαμε τα τελευταία χρόνια και μία συνεργασία την οποία θέλουμε να ξαναδούμε. Όσο για τις ίδιες τις Νύφες, ας συνεχίσουν να στοιχειώνουν τις νύχτες μας!