Ο Αιζάια ήταν του Σάμιουελ και ο Σάμιουελ του Αιζάια: σκλάβοι και οι δύο στη φυτεία των Χάλιφαξ, επονομαζόμενη και ως το Κενό, τις νύχτες είναι εραστές, μέσα στον στάβλο και υπό το φεγγαρόφωτο ξεχνούν τις οδύνες της σκλαβιάς ο ένας στο σώμα του άλλου. Όμως, στη φυτεία οι σκλάβοι αξίζουν μόνο αν μπορούν να αναπαραχθούν και να παραγάγουν νέα εργατική δύναμη – όταν ο Σάμιουελ και ο Αιζάια αρνηθούν να κοιμηθούν με γυναίκα, ο ιεροκήρυκας σκλάβος της φυτείας, Έιμος, θα κηρύξει σταυροφορία εναντίον τους, υπακούοντας στις εντολές του αφεντικού. Ο Σάμιουελ και ο Αιζάια θα γίνουν παρίες, θα εξοστρακιστούν από τους ομοίους τους και θα γίνουν αποδέκτες μιας βίας άνευ προηγουμένου.
Ο Νεοϋρκέζος συγγραφέας Robert Jones, Jr., ιδρυτής της διαδικτυακής κοινότητας για την κοινωνική δικαιοσύνη, Son of Baldwin, βρέθηκε με το πρώτο του μυθιστόρημα στη βραχεία λίστα του National Book Award των ΗΠΑ. Οι Προφήτες, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση Ρηγούλας Γεωργιάδου, είναι ένα μυθιστόρημα που τοποθετείται χρονικά στην antebellum Αμερική και εντάσσεται στο ανερχόμενο υπο-είδος Αφροαμερικανικής λογοτεχνίας που καταπιάνεται θεματικά με την ιστορική περίοδο της δουλείας. Ταυτόχρονα, όμως, ανανεώνει και εμπλουτίζει τη neo–slave μυθιστοριογραφία με ένα στοιχείο πλοκής νεοεισαχθέν και ριζοσπαστικό: οι Προφήτες είναι ένα queer μυθιστόρημα, οι κεντρικοί ήρωες αλλά και διάφοροι δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι ομοφυλόφιλοι ή αμφιφυλόφιλοι. Με γραφή ευαίσθητη, τρυφερή, και έναν λυρισμό που θυμίζει Toni Morrison, ο Jones αντιπαραβάλλει τη βίαιη καθημερινότητα της φυτείας με μια εικονοποιία ποιητική και πηγαία ρομαντική.
Οι δύο πρωταγωνιστές δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο μεταξύ τους: ο Αιζάια είναι ευαίσθητος, ντροπαλός, χαμηλών τόνων και συγκαταβατικός, προσαρμόζεται ευκολότερα στους κανόνες και τις απαγορεύσεις της φυτείας, εν αντιθέσει με τον Σάμιουελ, τον πιο σωματικά ογκώδη (και συμβατικά αρρενωπό) εκ των δύο, οργισμένο, νευρικό και αντιδραστικό – και με μεγαλύτερη ευχέρεια στη macho επιτέλεση του φύλου του. Όμως, οι δυο τους ερωτεύτηκαν, ήδη από την πρώτη μέρα που, παιδί ακόμα, ο Αιζάια κατέφθασε στη φυτεία και ο Σάμιουελ έβρεξε τα χείλη του με νερό, όμως πέρασαν χρόνια μέχρι να αποδεχτούν την επιθυμία τους και να γίνουν ένα κάτω από το φως του φεγγαριού που προβάλλει από την τρύπα στη σκεπή του στάβλου, μια ρανίδα ελπίδας και αισιοδοξίας μέσα στον ζόφο της φυτείας.
Η αγάπη τους αναδύεται ολόφωτη μέσα στις κακουχίες και τη σκληρότητα, αγνή και άδολη ανάμεσα σε σχέσεις αμιγώς σεξουαλικές ή συμφεροντολογικές. Αυτό που έχουν μεταξύ τους διαφέρει από τις σχέσεις που συνάπτουν οι υπόλοιποι σκλάβοι και γι’ αυτό, όπως οτιδήποτε διαφορετικό, θα αντιμετωπιστούν ως βδελύγματα και απόκληροι.
Τις φωνές των δύο κεντρικών ηρώων πλαισιώνουν αυτές των υπόλοιπων σκλάβων, ανδρών, γυναικών και παιδιών, ανθρώπων που έχουν υποστεί ταπεινώσεις, μαστιγώματα, βασανιστήρια και βιασμούς, σε ένα πολυφωνικό μωσαϊκό ανθρώπινης οδύνης. Σποραδικά παρεμβάλλονται και φωνές εκ του παρελθόντος, οι φωνές των προγόνων που, με λόγο θρησκευτικό, εμψυχώνουν τους ήρωες στον καθημερινό αγώνα τους, αλλά και σκηνές από τη ζωή τους πίσω στην πατρίδα, σε μια μητριαρχική αφρικανική κοινωνία. Είναι οι γυναικείες φωνές, όμως, αυτές που ακούγονται ηχηρότερα, τραγικές φιγούρες που υπομένουν αγόγγυστα και στωικά παρενοχλήσεις, κακοποιήσεις, ξυλοδαρμούς και βιασμούς, ως εξιλαστήρια θύματα για την ανδρική οργή, ως διττά αντικείμενα ιδιοκτησίας, τόσο βάσει της φυλής όσο και βάσει του φύλου τους. Ο Jones στηλιτεύει την ανδρική σκληρότητα και αναλγησία απέναντι στις γυναίκες αλλά και στους ομοφυλόφιλους, σε ό,τι εκλαμβάνουν ως αδύναμο και ανίσχυρο, μια σκληρότητα που εξισώνεται στους λευκούς ιδιοκτήτες και στους μαύρους σκλάβους.
Γράφει για τις διαφορετικές αντιμετωπίσεις και αντιδράσεις των ανθρώπων στην καταπίεση (εξέγερση ή κομφορμισμός, άρνηση υποταγής ή περαιτέρω υποδούλωση), όχι όμως με επικριτική ματιά αλλά με ενσυναίσθηση: ο χαρακτήρας του Έιμος τάσσεται στο πλευρό του αφέντη, κηρύττει τον λόγο του δικού του Θεού προκειμένου να διατηρεί την εύνοιά του και να προστατεύει από τη σεξουαλική αρπάγη τη γυναίκα του (ή, μήπως, τη δική του αίσθηση τιμής και ανδρισμού;). Ωθεί τους υπόλοιπους σκλάβους προς την πίστη, προς την υπόσχεση της μεταθανάτιας ζωής και της επουράνιας ανταμοιβής για τα επίγεια βάσανα, μιας υπόσχεσης όμως κίβδηλης, ενός Θεού ανάλγητου, αδιάφορου – λευκού. Ταυτόχρονα, μέσα από τα κηρύγματά του, τους προστάζει να στραφούν ενάντια στον Αιζάια και τον Σάμιουελ, ενάντια στο αλλότριο, το ευαίσθητο και το θηλυπρεπές – άρα και αδύναμο εντός της πατριαρχίας, σε μια αφήγηση οικουμενική και διαχρονική.
Η αρχική σύλληψη της ιδέας του Jones, η σκιαγράφηση και εξερεύνηση της ζωής των ομοφυλόφιλων σκλάβων, είναι μέγιστης λογοτεχνικής και πολιτικής σημασίας. Παρά τη βαρύτητά της, όμως, ή μάλλον ακριβώς εξ αιτίας αυτής, απογοητεύει τόσο και η εκτέλεσή της. Υπερβάλλων λυρισμός στη γλώσσα, αλλεπάλληλες παρομοιώσεις και ποιητικές εικόνες που όχι απλώς δεν προωθούν αλλά καθιστούν δυσνόητη την αφήγηση, υπερβολική πολυφωνία και συνεχείς βιβλικές αναφορές δίχως την απαιτούμενη συνεκτική σύνδεσή τους με την ιστορία συναπαρτίζουν ένα μυθιστόρημα μεγαλεπήβολο μεν, που χάνεται στην απειρία του συγγραφέα του δε.
Ο Jones έχει μερικές πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες, όμως χρειάζεται ακόμα να βρει την ακριβή συγγραφική του κατεύθυνση και να απέχει από τον μιμητισμό του αλά Morrison και Baldwin λυρισμού. Μέχρι τότε, ας αρκεστούμε στην πολιτική βαρύτητα που έχει η queer μαύρη λογοτεχνία – πάντοτε ευπρόσδεκτη, ακόμα και όταν η εκτέλεση είναι αδύναμη.