Το πνεύμα των γονιών μου εξακολουθεί να ανυψώνεται μέσα στη βροχή είναι είναι ένα μυθιστόρημα του πολυβραβευμένου Αργεντίνου συγγραφέα, κριτικού και δόκτωρος λογοτεχνίας, Patricio Pron, που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε μετάφραση της Μαρίας Παλαιολόγου.
Πρόκειται για την ιστορία ενός νεαρού συγγραφέα, με προβλήματα μνήμης και κατάθλιψης, που επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι στην Αργεντινή, μετά από πολύχρονη απουσία, με αφορμή την νοσηλεία του πατέρα του στο νοσοκομείο. Η διαμονή του στο σπίτι των παιδικών του χρόνων, η εξερεύνηση των αρχείων του ετοιμοθάνατου πατέρα του και η αμηχανία της μητέρας του μπροστά στα όσα ανακαλύπτει γίνονται η αφορμή να καταλάβει επιτέλους αυτό που από πάντα γνώριζε και αδυνατούσε να ερμηνεύσει, ότι δηλαδή οι γονείς του ήταν τα θύματα μιας εποχής ήττας, προδοσίας και απογοήτευσης. Και ότι οι γονείς αυτοί είναι οι γονείς μιας ολόκληρης γενιάς, της δικής του. Έτσι, η περίεργη εξαφάνιση ενός άντρα, την οποία προσπαθούσε να ξεδιαλύνει ο πατέρας του, γίνεται η αφορμή να έρθει σε επαφή όχι μόνο με ένα κομμάτι του παρελθόντος των γονιών του, αλλά και της ταραγμένης πολιτικής ζωής της Αργεντινής.
Γίνεται φανερό ήδη από την περίληψη του βιβλίου ότι ο Pron, γνωρίζοντας καλά τη τέχνη της αφήγησης και του λόγου, επιστρατεύει ένα πολύ ισχυρό μέσο, προκειμένου να ξετυλίξει την ιστορία του, μια ιστορία, που στην πραγματικότητα είναι ενός ολόκληρου λαού. Το μέσο αυτό δεν είναι άλλο παρά η μνήμη. Ως εκ τούτου, ο κεντρικός χαρακτήρας, έχοντας έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία και αφηγούμενος σε α’ πρόσωπο, φαίνεται να αντιμετωπίζει πρόβλημα μνήμης, όπως ακριβώς και ο ετοιμοθάνατος πατέρας του πάντα φαινόταν να έχει το ίδιο πρόβλημα. Το γεγονός αυτό, δε, ο Pron το παρουσιάζει στον αναγνώστη σαν μια συνθήκη περιτυλιγμένη από το πέπλο του απροσδιόριστου, του αόριστου, του αφηρημένου, με τρόπο που φαίνεται να μην μπορεί να ξεφύγει από την αργεντίνικη λογοτεχνική παράδοση, εκείνη του μαγικού ρεαλισμού, στην οποία, ωστόσο, ασκεί κριτική. Έτσι, η μνήμη του ήρωα είναι εξασθενημένη, όπως ακριβώς και η μνήμη του λαού του και η επαφή του με ένα κομμάτι της ιστορίας του καταφέρνει να την ενεργοποιήσει, εγείροντας συλλογικά τραύματα, ως αποτέλεσμα μιας σειράς πραξικοπημάτων κατά τις δεκαετίες του ’60-’70. Όλα αυτά για να καταλάβει ότι τα τραύματα αυτά είναι και δικά του.
Πράγματι, η ατμόσφαιρα, την οποία χτίζει ο συγγραφέας στις σελίδες του βιβλίου του είναι καλυμμένη με τη σκόνη του παρελθόντος, ενώ οι παιδικές του αναμνήσεις φαίνονται να είναι γεμάτες μυστικά, τα οποία σταδιακά αρχίζουν να αποκαλύπτονται. Την αποσπασματικότητα αυτή της μνήμης, μάλιστα, ο Pron καταφέρνει, συνδυάζοντας Μορφή και Περιεχόμενο, να την αποτυπώσει και στον τρόπο που επιλέγει να δομήσει τα κεφάλαια του βιβλίου του, τα οποία μοιάζουν με σκόρπιες σκέψεις. Η υπόθεση, δε, του βιβλίου είναι τέτοια που απευθύνεται με ιδιαίτερα συγκινητικό τρόπο και στο ελληνικό κοινό, αφού η “ήττα της Αριστεράς”, πάθηση από την οποία φαίνεται να πάσχουν οι γονείς του ήρωα, είναι κάτι που και ο δικός μας λαός έχει αισθανθεί και προσπαθεί χρόνια να αντιμετωπίσει. Μέσα, λοιπόν, από την ιστορία των γονιών του, ο ήρωας αρχίζει να αντιλαμβάνεται τους λόγους που τους κατέστησαν ιδιαίτερα απόμακρους και ψυχρούς απέναντί του, οι οποίοι δεν είναι άλλοι από το αίσθημα της ευθύνης και της ντροπής απέναντί του. Αυτό, ωστόσο, όχι μόνο δεν τον απομακρύνει ακόμα περισσότερο από εκείνους, αλλά αντίθετα τον συμφιλιώνει με αυτούς. Η συμφιλίωση αυτή, δε, φαίνεται να αφορά και την ευθύνη απέναντι στη χώρα του, αφού είναι γεγονός ότι οι Αργεντίνοι φέρνουν ιδιαίτερα βαρέως το ότι δεν μπόρεσαν να υπερασπιστούν την δημοκρατία στη χώρα τους, μετά τον εξοστρακισμό του Περόν.
Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι το βιβλίο αυτό του Patricio Pron είναι ένα έργο πολιτικό και ιδιαίτερα μελαγχολικό, όμοιο με εκείνα μιας ολόκληρης γενιάς Ελλήνων συγγραφέων, όπως ο Αναγνωστάκης, ο Αλεξάνδρου ή ο Τσίρκας, που πραγματεύονται ακριβώς τα ίδια συναισθήματα. Η προσέγγιση, ωστόσο, του πολιτικού γίνεται με έναν τόσο συναισθηματικό, ρομαντικό, συγκινητικό τρόπο, που καταφέρνει να δημιουργήσει μια γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στη νέα και στην παλιά γενιά Αργεντίνων, επιχειρώντας να επουλώσει τις πληγές του παρελθόντος, καθώς και τα αισθήματα της συλλογικής ευθύνης και της ήττας, που αυτοί αισθάνονται και έχει στοιχειώσει το παρόν και, ενδεχομένως, το μέλλον τους.