Το ότι η ταινία Venom θα ήταν κατώτερη των (όποιων) προσδοκιών, ήταν κάτι μάλλον αναμενόμενο. Η κριτική περί της απουσίας του Spider-Man, η οποία άρχισε να αναπτύσσεται ήδη από τον πρώτο καιρό που ανακοινώθηκε η εκκίνηση της παραγωγής της, έχει σημαντική δόση αλήθειας. Τα πεδία για το χαρακτήρα που αφήνονται ανεξερεύνητα σε σχέση με την ιδιότυπη τριπλέτα συμβιωτικού-ξενιστή-πρώην ξενιστή που σχηματίζει ο Venom με τον Spider-Man είναι τεράστια και, θα μπορούσε να πει κανείς, ακριβώς στον πυρήνα του πώς λειτουργεί ο χαρακτήρας εν γένει. Κι όμως, ο Venom είναι πολλά πράγματα και πέρα από τον καθορισμό του απ’τον αρχιεχθρό του. Το πρόβλημα με τις ως τώρα απεικονίσεις του στις μεγάλες οθόνες είναι ότι καθεμία εστιάζει σε επιφανειακές πλευρές του χαρακτήρα, αφήνοντας στην άκρη δυνατότητες ανάπτυξης που στα κόμικς κατέληξαν να τον συγκροτούν ως έναν από τους πιο ενδιαφέροντες villain/anti-hero της ένατης τέχνης.
Ξεκινώντας από το πιο κλισέ, δε μπορούμε να μην τονίσουμε το ότι η σχέση του συμβιωτικού, και κατ’επέκταση του Venom, με τον Spider-Man είναι εμφανής μεταφορά τοξικής ανθρώπινης σχέσης. Ο Spider-Man πρωτοδέθηκε με το συμβιωτικό στο Battleworld κατά τη διάρκεια του storyline Secret Wars. Το συμβιωτικό, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ανήκει σε ένα είδος οργανισμών που ζουν καταναλώνοντας την αδρεναλίνη του ξενιστή τους μέχρι θανάτου, αλλά το συγκεκριμένο ήθελε να βρει έναν ξενιστή με τον οποίο θα έχουν πιο βαθιά και ανταποδοτική σχέση, κάνοντας τα υπόλοιπα του είδους του να το χαρακτηρίσουν παρανοϊκό και να το φυλακίσουν στο Battleworld για να μη μολύνει το γένος τους. Απομονωμένο από τους ομοίους του, φυλακισμένο για τεράστιο διάστημα σε έναν άγνωστο κόσμο, πιστεύει πως βρήκε επιτέλους στον Spider-Man κάποιον αντάξιο να συγκροτήσουν ένα ενιαίο οργανισμό. Γαντζώνεται από πάνω του, καθορίζεται απ’αυτόν, προσπαθεί να αποτελέσει μέρος κάθε πλευράς της ζωής του. Μέχρι που ο Spider-Man αποφασίζει να το αποχωριστεί. Το συμβιωτικό, και κάθε ξενιστής του μετά το Spider-Man, κουβαλάει το ίδιο μίσος γι’αυτόν γιατί το απέρριψε, ενώ “του είχε δώσει τα πάντα”. Το φαινόμενο, ειδικά σε ανθρώπους με τραυματικές εμπειρίες, της απόλυτης, ακόμα και ιδεοψυχαναγκαστικής, προσκόλλησης σε κάποιον άλλο τραβιέται εδώ στα άκρα του, ειδικά στην περίπτωση του Eddie Brock που για τους δικούς του λόγους συμμερίζεται το μίσος για τον Spider-Man και τον Peter Parker. Ακόμα και το γεγονός πως το συμβιωτικό μεταφέρει σε κάθε ξενιστή τις ιδιότητες του Spider-Man μοιάζει με τον τρόπο που η εμμονή με κάποιον τείνει να μεταφέρεται και να αποτυπώνεται με ανθυγιεινό τρόπο σε άλλες διαπροσωπικές σχέσεις.
Κατ’αυτό τον τρόπο, ο Venom λειτουργεί και ως δυνατή μεταφορά ψυχικών παθήσεων. Ο Eddie Brock πάσχει από κατάθλιψη, με το συμβιωτικό να είναι ακόμα μια λύση αποφυγής της θλιβερής πραγματικότητάς του. Ο Venom επί της ουσίας είναι το αποτέλεσμα μιας -διπλής- εμμονής απέναντι σε πρόσωπο, της κατάθλιψης που σε μεγάλο βαθμό απορρέει και από αυτήν και, τελικά, της εξάρτησης. Ο Eddie Brock χρησιμοποιεί το συμβιωτικό και το συμβιωτικό αυτόν όπως ένα ναρκωτικό, με τη δύναμη να είναι το high του. Στα υπερηρωϊκά κόμικ αυτό δεν είναι κάτι νέο. Ως θεματική έχει εξερευνηθεί πολύ, ιδιαίτερα σε χαρακτήρες όπως ο Iron Fist, ο Daredevil, ο Batman, ακόμα και ο ίδιος ο Spider-Man. Ο εθισμός στη δύναμη, όμως, στο χαρακτήρα του Venom βγάζει πιο πολύ νόημα απ’ όσο σε οποιονδήποτε άλλον. Εντάσσεται σε μια περίπλοκη διατομική σχέση, αντί να περιγράφεται απλά ως “φυγή από την πραγματικότητα και τα προβλήματα” ή ως συγκυριακό ατόπημα, αντίληψη που και στην πραγματική ζωή απομειώνει πολύ τη σοβαρότητα και αδυνατεί να κατανοήσει την πραγματικότητα του εθισμού. Μια απ’ τις πιο ισχυρές στιγμές της πιο πρόσφατης ιστορίας του Venom άλλωστε είναι όταν ο Eddie Brock αρχίζει να χρησιμοποιεί αντικαταθλιπτικά για να αντιμετωπίσει το ίδιο το συμβιωτικό και την ισχύ που έχει πάνω του, αναφορά ταυτόχρονα στη λειτουργία της μεθαδόνης στον εθισμό αλλά και του συμβιωτικού ως προσωποποίησης ψυχικής νόσου.
Ο Venom έχει μια σημαντική ιδιαιτερότητα και όταν ενεργεί ως vigilante/anti-hero. Σε αντίθεση με το στερεότυπο, δεν είναι κάποιο τραγικό παρελθόν, κάποια ορμή για εκδίκηση, κάποια προσωπική σταυροφορία που τον ωθεί στο να παίρνει την απόφαση να προστατεύει αθώους. Είναι μια ειλικρινής αίσθηση δικαίου, ένα εσωτερικό αίσθημα ευθύνης που αντανακλά αυτό του Spider-Man χωρίς να είναι κληρονομημένο απ’αυτόν. Δεν μοιάζει τόσο με τον Frank Castle όσο με τον Jason Blood και τον Etrigan: βρέθηκαν σε μια κατάσταση που δεν επέλεξαν, είναι βαθιά προβληματικοί ως χαρακτήρες, οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν είναι σκληροί όχι επειδή θεωρούν πως είναι αποτελεσματικότεροι αλλά επειδή έλκονται από την ίδια τους την κατάρα. Η γενέθλια ιστορία του Carnage είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον ηθικό κώδικα του Venom. Ενώ έχει ξεγελαστεί στο να πιστέψει πως σκότωσε τελικά τον Spider-Man και ζει για πρώτη φορά ευτυχισμένος σε ένα νησί, όταν τελικά ο Spider-Man αναγκάζεται να επανεμφανιστεί και να του ζητήσει βοήθεια απέναντι στον ψυχοπαθή συμβιωτικό του γιο, ο Venom χωρίς ιδιαίτερη σκέψη συμφωνεί μαζί του. Είναι γιατί στον πυρήνα του, το σκεπτικό του είναι πως δε θα υποφέρουν άλλοι με δική του ευθύνη όσο εκείνος θα κυνηγά τη δική του εμμονή, κάτι που τον διαχωρίζει και οριστικά από το μέσο villain.
Ο Venom δεν είναι “σκοτεινός”, δεν είναι “edgy”, δεν είναι “κουλ” και κάθε τέτοια αναπαράσταση τον αδικεί. Ο Venom είναι ένας αυθεντικά τραγικός χαρακτήρας, με πολύ πειστικά προβλήματα και κίνητρα. Ο Venom έχει αρρωστημένη σχέση με άλλους και με τον/τους εαυτό/εαυτούς του, ο Venom είναι τοξικοεξαρτημένος, ο Venom είναι τοξικός. Είναι κρίμα ένας τέτοιος χαρακτήρας να ανάγεται σε καρικατούρα. Το ίδιο το όνομά του, δηλητήριο, το έδωσε στον εαυτό του λόγω των παλιοφυλλάδων (venomous tabloids) στα οποία δούλευε μετά την καταστροφή της καριέρας του, αλλά υποδηλώνει όλες του τις υπόλοιπες πτυχές: δηλητηριώδεις κοινωνικές σχέσεις, δηλητηριώδεις ψυχικές καταστάσεις, δηλητηριώδεις εξαρτήσεις. Ας ελπίσουμε ότι το μέλλον της απεικόνισης του χαρακτήρα σε όλα τα μέσα δε θα δηλητηριάζει τις ίδιες του τις προοπτικές.