Η πένα του Εντουάρ Λουί είναι απρόβλεπτα αιχμηρή και γι’ αυτό έχει τραβήξει την προσοχή του αναγνωστικού κοινού απ’ την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στα ράφια των βιβλιοπωλείων της Γαλλίας με το βιβλίο του «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ». Ο Εντύ, το λογοτεχνικό alter ego του Λουί, είναι ένα παιδί με έντονα τραυματική παιδική και εφηβική ηλικία στη γαλλική επαρχία των 90’s και 00’s λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού που ποτέ δεν έγινε αποδεκτός στην κλειστή επαρχιακή κοινωνία που μεγάλωσε, ούτε καν στην οικογένειά του. Αυτή την εποχή της τραυματικής ενηλικίωσης και της ανάγκης του για φυγή στην πόλη μας αφηγείται στο πρώτο βιβλίο του ο Λουί, ενώ στο δεύτερο βιβλίο του, στην «Ιστορία της Βίας», μας εξιστορεί το ακόμα πιο σοκαριστικό τραύμα του βιασμού του και της διαχείρισής του απ’ τον ίδιο και τους γύρω του. Στο τρίτο βιβλίο του πλέον, το οποίο μετέφρασε στα ελληνικά η Στέλλα Ζουμπουλάκη για τις εκδόσεις Αντίποδες, ο Λουί βιογραφεί τη ζωή του πατέρα του, υπό το πρίσμα της δικής του ταραχώδους σχέσης με εκείνον.
Η βιογραφία του πατέρα του Εντύ γράφτηκε με τη μορφή νουβέλας, η οποία όμως μπορεί να διαβαστεί και ως θεατρικός μονόλογος. Εξάλλου ο ρεαλισμός της γραφής του Λουί, το βάθος των χαρακτήρων και η προφορικότητα της αφήγησής του (παρά την συχνή απουσία διαλόγων ως μορφή) ευνοεί τη μεταφορά των έργων του Λουί σε θεατρική παράσταση. Μέχρι στιγμής όλα τα έργα του Λουί έχουν διασκευαστεί για το θέατρο και μάλιστα μέχρι στιγμής το «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» έχει ανέβει κι από ελληνικούς θιάσους. Το τελευταίο βιβλίο του Λουί είναι το πιο αμιγώς θεατρικό του, κι αυτό συνάγεται αφενός απ’ το ότι μπορεί να αποτελέσει αυτούσιο το κείμενο έναν ατμοσφαιρικό θεατρικό μονόλογο, αλλά κι απ’ το γεγονός ότι ήδη στην εισαγωγή του βιβλίου ο Λουί δίνει κατευθύνσεις για τον τρόπο που έχει οραματιστεί την εναρκτήρια σκηνή «αν το κείμενο αυτό προοριζόταν για το θέατρο», όπως γράφει.
Στο τρίτο του βιβλίο ο Λουί αναλαμβάνει το ρόλο του βιογράφου του πατέρα του. Όμως την ιστορία της ζωής του πατέρα του Εντύ δεν την γνωρίζουμε μέσα απ’ τη δική του φωνή, ούτε απ’ τη ματιά ενός παντογνώστη αφηγητή. Χρέη αφηγητή αναλαμβάνει για μία ακόμη φορά ο Εντύ, ο οποίος μας γνωρίζει τον πατέρα του μέσα από τα δικά του βιώματα. Με αυτό τον τρόπο ο Λουί μας επιστρέφει σε ιστορίες που συμπληρώνουν κενά του πρώτου βιβλίου, εστιάζοντας στο παρελθόν του πατέρα του. Ο πατέρας είναι νοερά παρών στο διάλογο – μονόλογο του γιου του, στον οποίο όμως δεν απαντά ποτέ. Έτσι ο συγγραφέας δημιουργεί ένα «βίαιο» σκηνικό «και για τους δυο τους», στο οποίο «ο πατέρας στερείται τη δυνατότητα να αφηγηθεί την ίδια του τη ζωή και ο γιος θα ήθελε μία απάντηση που δεν θα λάβει ποτέ».
Η ταραχώδης σχέση πατέρα – γιου οδήγησε τον Εντύ να δηλώνει σε αγνώστους σε μπαρ του Παρισιού ότι σιχαινόταν τον πατέρα του, παρά το γεγονός ότι βαθιά μέσα του γνώριζε ότι τον αγαπούσε, ότι δεν τον σιχαινόταν, αλλά ότι είχε την ανάγκη να λέει το αντίθετο. Κατανοεί κι ο ίδιος ότι ο πατέρας του γίνεται απόμακρος λόγω των δικών του παιδικών τραυμάτων και της εγκατάλειψης της οικογένειάς του απ’ το δικό του πατέρα. Ο πατέρας του Εντύ δεν ήθελε να ξαναζήσει τη ζωή του πατέρα και του παππού του που «είχαν πιάσει αμέσως δουλειά μόλις μεγάλωσαν λίγο» κι έτσι «είχαν περάσει απευθείας από την παιδική ηλικία στην εξάντληση και στην προετοιμασία για το θάνατο». Αλλά τελικά η κοινωνική του θέση, η έλλειψη μόρφωσης και η ανυπαρξία εναλλακτικής προοπτικής τον καταδίκασαν να εγκλωβιστεί στο ίδιο χωριό και στο ίδιο εργοστάσιο στο οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή του όλη η οικογένειά του. Ο Εντύ κατανοεί ότι ο πατέρας του προσπάθησε να ξεφύγει απ’ το φαύλο κύκλο της εκμετάλλευσης, ότι προσπάθησε να ζήσει τη νεότητά του, ότι προσπάθησε να γίνει τρυφερός με όλα τα παιδιά του (και με τον ίδιο), απλώς τελικά δεν τα κατάφερε. Και απ’ αυτή την αποτυχία του ο αφηγητής κατέληξε να ταυτίζει τη βιογραφία του πατέρα του με την εξιστόρηση της απουσίας του.
Η λογοτεχνία του Λουί είναι πάντοτε πολιτικά φορτισμένη. Όμως στο τρίτο του βιβλίο ο πολιτικός λόγος εισβάλλει με εντονότερο τρόπο στην ιστορία του, συνδέοντας ευθαρσώς την πολιτική σκηνή με τα προσωπικά του βιώματα. Ο προσωπικός τόνος της λογοτεχνικής γλώσσας του Λουί αλληλοδιαπλέκεται με ένα δοκιμιακό τρόπο γραφής πολιτικά ανατρεπτικό, σε κάθε περίπτωση ενοχλητικό για τους «από πάνω». Ο δεικτικός τίτλος «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» οδηγεί τον αφηγητή στην οξεία κριτική όλων των κυβερνήσεων, εκείνων των κυβερνόντων που με τις πολιτικές τους αποφάσεις καταδικάζουν τους φτωχούς στη δυστυχία και το θάνατο. Με αυτό τον τρόπο η μικροϊστορία του πατέρα του Εντύ, ενός εργάτη της γαλλικής επαρχίας, τοποθετείται στο ιστορικό της πλαίσιο και ερμηνεύεται με βάση τα κοινωνικοπολιτικά της συμφραζόμενα. Σε μία εποχή που ο κυρίαρχος λόγος προσπαθεί να μας πείσει ότι είναι ζήτημα ατομικής ευθύνης η προοπτική μας, η μόρφωσή μας ή και η υγεία μας εσχάτως, ο Λουί αντιστρέφει τους όρους της συζήτησης αποκαλύπτοντας τη συλλογική ευθύνη των πολιτικών που εξυπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου, των κυρίαρχων του καπιταλιστικού συστήματος. Μάλιστα το σπουδαιότερο είναι ότι αυτή η πολιτική κριτική δεν τοποθετείται ως μία δοκιμιακή παρέκβαση, αλλά ως αναπόσπαστο μέρος του μονολόγου του αφηγητή, που τον βοηθά να ερμηνεύσει τη ζωή του πατέρα του με το ταξικό κριτήριο που έχει αναπτύξει κι ο ίδιος ήδη απ’ την παιδική του ηλικία. Η πολιτική ερμηνεία τον ωθεί να δικαιολογήσει τον πατέρα του ακόμα και για την απουσία του ή για τις στερεοτυπικές του αντιλήψεις, ώστε τελικά να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα δεν «σιχαίνεται» τον πατέρα του, ακόμα κι αν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο μιλώντας με αγνώστους στα μπαρ του Παρισιού.