Χρειάζεται μεγάλη γνώση (και αρκετή αγάπη) για να παρωδήσεις σωστά κάτι. Ουσιαστικά απαιτείται να μπορέσεις να διακρίνεις τα δομικά του χαρακτηριστικά, να τα αποσυγκεντρώσεις και να τα επανασυνθέσεις, αφού έχει προστεθεί μια τάση κωμικής υπερβολής στο καθένα από αυτά. Έτσι το τελικό αποτέλεσμα ενώ μοιάζει με το αρκετό, έχει αρκετή φλόγα για να σταθεί από μόνο του, σαν κάτι το διαφορετικό, αλλά και την ίδια στιγμή όμοιο με το αρχικό.
Έτσι, λόγου χάρη, το Blazing Saddles του Mel Brooks είναι μια οξεία κριτική στις ρατσιστικές εκφορές των western, αλλά και την ίδια στιγμή ένα western με το ίδιο ύφος και δομή. Την ίδια στιγμή, το Galaxy Quest είναι μια πολύ εύηχη διαμαρτυρία για τα προβλήματα των space opera και ταυτόχρονα από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες του είδους.
Με παρόμοιο τρόπο, το Πόναν ο Μάρμαρος του Γιάννη Ρουμπούλια μπλέκει όλη την αγάπη του για τα επικά αναγνώσματα, με κυριότερο προφανώς τον Κόναν τον Βάρβαρο, μαζί με τις ελληνικές εμπειρίες και φιγούρες από την εγχώρια πολιτισμική παραγωγή, γλώσσα και εμπειρία και έτσι το τελικό αποτέλεσμα καταφέρνει να εξισορροπήσει μεταξύ κωμωδίας και δράσης, με λελογισμένη υπερβολή και μια γενναίες δόσεις αυτοσαρκασμού και μετά -αστείων.
Στα τρία μέχρι στιγμής τεύχη του Πόναν, παρουσιάζονται αρκετοί χαρακτήρες, όπως η Φεμίνα Φατάλ, ο Λαγουραίος και, προφανώς, ο Φλάφης, που μαζί με άλλους συνθέτουν ένα πολύπλοκο ψηφιδωτό προσώπων που γεννιούνται είτε από ένα λογοπαίγνιο είτε από μία κωμική αναφορά σε κάποιο έργο της μαζικής κουλτούρας, με μεγάλη αγάπη σε πιο καλτ μορφές όπως πχ… ο Κώστας Τσάκωνας ή και παλαιότερες δουλειές του ίδιου του Γιάννη Ρουμπούλια, κινηματογραφικές φύσεις. Όσο περσσότερο γνωρίζει κανείς αυτές τις αναφορές, τόσο περισσότερο θα νιώσει το ιδιαίτερο και πηγαίο χιούμορ του έργου.
Αυτή είναι και η μεγάλη δύναμη του Πόναν, που στην ουσία του είναι ένα αστείο μεταξύ φίλων για τα πράγματα που αγαπάνε. Αυτή η χαβαλεδιάρικη ατμόσφαιρα είναι κάτι που είτε ο αναγνώστης γνωρίζει τον Rubus είτε όχι, τον ζεσταίνει. Γιατί φαίνεται ο παιδικός σχεδόν ενθουσιασμός, η όρεξη και το μεράκι για αυτό που διαβάζει.
Επιπλέον, παρά το μικρό μέγεθος των τευχών του, οι ιστορίες του Πόναν καταφέρνουν να είναι επαρκώς δομημένες, με αρχή, μέσο και εκρηκτικό φινάλε, πράγμα δύσκολο όταν σε περιορίζει ο χώρος. Σε αυτό βοηθάει πολύ βέβαια το ότι οι ίδιες οι ιστορίες είναι, κατά μία έννοια, γνωστές στον αναγνώστη, από παραδοσιακές επικές ιστορίες, αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι η παρώδηση τους γίνεται με ιδιαίτερα ικανοποιητικό τρόπο.
Την ίδια στιγμή, το σχέδιο του Ρουμπούλια απηχεί τις δικές του επικές καταβολές, και τα έργα δράσης που έχει κάνει στο παρελθόν. Από τους πλέον γλαφυρούς Έλληνες καλλιτέχνες σε αυτόν τον τομέα, ο Ρομπούλιας αποδίδει σώματα μυώδη, σχεδόν ανάγλυφα, με εντυπωσιακή λεπτομέρεια. Το ασπρόμαυρο της αυτοέκδοσης όχι μόνο δεν τον περιορίζει, αλλά καταφέρνει και εκμεταλλεύεται όλες τις σκιερές αποχρώσεις και αντιθέσεις. Οι χαρακτήρες του έτσι, ακόμα και αν υπάρχουν μόνο σε ένα καρέ, για ένα μόνο λογοπαίγνιο, παρουσιάζονται ζωντανοί, εκφράζοντας δύναμη και πλαστικότητα.
Επιλογικά, το Πόναν ο Μάρμαρος δεν έχει ψευδαισθήσεις για αυτό που είναι. Δεν προσπαθεί να επανεφεύρει τον τρόχό, ούτε το χρειάζεται. Είναι μια καλόκαρδη παρωδία, μια φιλική κουβέντα και ένα χνουδωτό, επικό αρκουδάκι. Και μα τον Βρωμ, το είχαμε ανάγκη!