Το 2020 ήταν τρομακτικά πλούσιο σε τραυματικές εμπειρίες αλλά φτωχό σε τηλεοπτικές παραγωγές. Έτσι λοιπόν, το προσεγμένο, λιτό και γοητευτικό Queen’s Gambit, με ένα θέμα που δε βλέπουμε συχνά στη μικρή οθόνη, το σκάκι, και με κύριο όπλο τη γοητεία της Anya Taylor-Joy (New Mutants, Glass, The Witch) κέρδισε, πρόσκαιρα την προσοχή μας.
H σειρά έρχεται δια χειρός του Scott Frank ( Godless, Logan), o oποίος ανέλαβε και τη σκηνοθεσία στο μεγαλύτερο μέρος της σειράς, και του Allan Scott ( The Girl from Petrovka, Two Deaths), o οποίος ασχολήθηκε με τη διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Walter Tevis, στο οποίο βασίζεται η σειρά. Το οποίο βιβλίο ούτε υπερμέγεθες είναι τριλογία, ούτε προφανώς δικαιολογεί το αράδιασμα σε επτά αρκετά μεγάλα επεισόδια την εξιστόρηση της ζωής της φανταστικής (κυριολεκτικά και μεταφορικά) Βeth Harmon.
Φαίνεται μάλιστα πως αυτός ο φιλμικός χρόνος που ουσιαστικά απαιτείται να καλυφθεί βαραίνει τους συντελεστές, κυρίως τον Scott, του οποίου η συντηρητική και ακαδημαϊκή ματιά αναγκάζεται να βασιστεί πάνω από μία φορές στη φυσική ικανότητα της Anya Taylor-Joy να μαγνητίζει τον φακό (και το δικό μας βλέμμα) με τα γοητευτικά μάτια και το επιδεικτικό βλέμμα ανωτερότητας της. Πολλές λοιπόν ήταν οι στιγμές που αυτό το βλέμμα ή και όλη η φιγούρα της ηθοποιού επιστρατεύτηκαν, οριακά σκοποφιλικά προκειμένου να δικαιολογηθεί η απόφαση να γίνει η ιστορία σειρά και όχι ταινία, όπως αρχικά ήταν αποφασισμένο πριν χρόνια, όταν αγοράστηκαν τα δικαιώματα ( με τον αδικοχαμένο Heath Ledger μάλιστα στο τιμόνι ως σκηνοθέτη).
Ωστόσο αυτές είναι οι φορές που η ιστορία χωλαίνει, ο ρυθμός παύει και ο θεατής, παρά τη γοητεία των πλάνων του Frank, νιώθει μια αμηχανία και το βάρος του χρόνου να κυλάει γύρω του. Σε αντίθεση δε με έναν σκηνοθέτη που είναι υποδειγματικός στο να στήνει ατμόσφαιρα με λιτά πλάνα, όπως τον Todd Haynes (Carol, Far from Heaven) ο Scott πέρα από ένα τυπικό καρδάρισμα δεν είναι πολλές οι φορές που εστιάζει σε μια ψυχολογική εμβάθυνση της ηρωίδας του ή στην απόδοση της σκέψης ή του ψυχισμού της. Όπως και στο σκάκι, μια θυσία που δεν αποσκοπεί σε μια καλύτερη θέση ή ένα πλεονέκτημα είναι κακή κίνηση, και εδώ υπάρχουν πολλά κενά στην άμυνα.
Ωστόσο η χρήση του σκακιού ως μηχανισμός έκφρασης επιθυμιών, προσωπικών, σεξουαλικών και, τελικά, κοινωνικών, είναι πολύ επιτυχημένος. Μέσα από τις κινήσεις των πιονών, τη σύνθετη ορολογία (η οποία είναι φιλική στον αδαή θεατή αλλά σίγουρα κάποιος γνώστης θα την ευχαριστηθεί περισσότερο) και τις έμμεσες αναφορές (easter eggs που λέμε και σε άπταιστα ελληνικά) σε αληθινούς κορυφαίους σκακιστές, ένα αμάλγαμα των οποίων είναι και ο ίδιος ο χαρακτήρας της Beth Harmon, μας αποκαλύπτεται τελικά ένας ολόκληρος κόσμος, εσωτερικός και κοινωνικός.
Eναν κόσμο με τα δικά του ήθη, έθιμα και ήρωες. Γεμάτο ανταγωνισμό, προβληματικότητα και έναν παράδοξο σεβασμό μεταξύ αντιπάλων, που δίνεται μέσα από κινήσεις, συνδυασμός και ανοίγματα παρτίδων. Πού λύνεται με μια χειραψία ή ένα (σεξουαλικά συνήθως) τεταμένο βλέμμα.
Η Harmon σε όλη της την πορεία, από μια καταπιεστική, μοναχική νιότη, γεμάτη ναρκωτικά και απομόνωση, χρησιμοποιεί το σκάκι τελικά για να επικοινωνήσει τα συναισθήματα της και να ξεπεράσει την εικόνα της μητέρας της, η τρέλα της οποίας την καταδυνάστευε σε όλη της τη ζωή. Η Taylor καταφέρνει πίσω από το διαυγές βλέμμα της να κρύβει μια πολύ πειστική οργή και ανυπομονησία. Μας δείχνει ξεκάθαρα τις καταβολές του χαρακτήρα αλλά και την αδυναμία της να εκφραστεί αλλιώς, να επικοινωνήσει τον πόνο με κάποιον άλλον τρόπο. Ακόμα και οι προσπάθειες της να βρει έναν τρόπο επικοινωνίας με κάποιον άλλον δίνονται, τόσο από πλευράς σκηνοθέτη όσο και ηθοποιού, με μια αξιοπρόσεκτη ακρίβεια με. Ωστόσο, ακριβώς επειδή σε όλα υπάρχει αυτή η ακρίβεια, η μηχανική λεπτότητα των κινήσεων του σκακιού, σε κάποια πράγματα, όπως η αμφιθυμία και η αμηχανία σχετικά με την αμφιφυλόφιλη κατάσταση της Harmon φανερώνουν μια σχετική ατολμία, κυρίως σεναριακή.
Στην απεικόνιση της εποχής βέβαια, η αμηχανία υποχωρεί και δίνει τη θέση της σε μια εντυπωσιακή επίδειξη δύναμης παραγωγής. Από το ενδυματολογικό μέχρι την μουσική η σειρά χρήζει επιδοκιμασίας. Όσον αφορά τις πολιτικές συνθήκες του Ψυχρού πολέμου, ξανά παρουσιάζεται μια πολύ πιο προσγειωμένη στάση από ότι άλλες χολιγουντιανές παραγωγές. Εδώ οι σοβιετικοί δεν παρουσιάζονται ούτε ως τέρατα ούτε ως καταπιεσμένοι κακομοίρηδες που περιμένουν τον αμερικάνο ήρωα να τους σώσει.
Αντίθετα, αναγνωρίζοντας την τεράστια παράδοσης της Σοβιετικής Ένωσης στο σκάκι και την αίσθηση αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας που υπερίσχυε στη σοβιετική αθλητική σκηνή, η σειρά αντιπαραβάλλει σε αυτό τον ατομικιστικό κατακερματισμό και την υποβάθμιση του σκακιού στην αμερικανική νοοτροπία, η οποία είναι ανοικτή ακόμα και σε δωροδοκίες από ακροδεξιές/ παραθρησκευτικές οργανώσεις προκειμένου να μπορέσει να σταθεί ισάξια απέναντι στη σοβιετική μαεστρία. Ακόμα και η παρουσία μιας γυναίκας πρωταθλήτριας δεν είναι κάτι παράδοξο στη σοβιετική έμπειρία, ενώ για τους αμερικάνους σχεδόν ισοδυναμεί με σκάνδαλο.
Στο ερμηνευτικό κομμάτι σίγουρα αξίζει μια αναφορά στο υπόλοιπο cast το οποίο αν και κυρίως πλαισιώνει την Taylor και δε στέκεται μαζί της ισότιμα (κυρίως λόγω σκηνοθετικής άποψης και όχι έλλειψης ταλέντου). Μεταξύ τους σίγουρα τα πρωτεία έχει ο Harry Melling (, The Old Guard, Τhe Ballad of Buster Scruggs,His Dark Materials) o oποιός εδώ επιτέλους βρήκε την ευκαιρία να φύγει από το στερεοτυπικό villain ρόλο που φαίνεται πως τον καταδιώκει και δίνει μια πολύ ανθρώπινα μετρημένη ερμηνεία. Ταυτόχρονα, παράδοξα αποτελεσματικός είναι και ο Thomas Brodie-Sangster ( Maze Runner: The Death Cure, Game of Thrones).
Είναι το Queen’s Gambit μια καλή σειρά; Σίγουρα. Αξίζει την προσοχή μας για τόσο καιρό; Όχι. Ωστόσο τα λίγα καλά πράγματα που έφερε το 2020 δεν μπορούμε να τα αγνοούμε.