Το 1988 στις κινηματογραφικές αίθουσες βγήκε η τρίτη ταινία Ράμπο και το ανδρικό κοινό σχημάτιζε ατελείωτες ουρές στα ταμεία τους. Ο Ράμπο πηγαίνει στο Αφγανιστάν για να σώσει τον Διοικητή του από τα νύχια των κακών Σοβιετικών και γνωρίζεται με τους πολεμιστές Μουτζαχεντίν. Μέσα από αυτούς θα αναδυθεί το πολιτικο-θρησκευτικό κίνημα των Ταλιμπάν.
Πριν μιλήσουμε για τον Ράμπο και την τρίτη κατά σειρά ταινία του θα πρέπει να γυρίσουμε σε εκείνη την εποχή, λίγο πριν εκπνεύσει η δεκαετία του ’80 ώστε να ΄χουμε στο μυαλό μας το ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάχθηκε αυτή.
Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν ήταν Πρόεδρος των Η.Π.Α και θιασώτης του νέο-φιλελευθερισμού. Η οικονομία της Αμερικής βούλιαζε και χιλιάδες Αμερικάνοι πολίτες βρίσκονταν από μια στιγμή στην άλλη με πενιχρό εισόδημα, αν όχι άνεργοι. Σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές για την εσωτερική ομαλότητα δυο είναι τα βέλη στην φαρέτρα για την αντιμετώπιση τους : Ενίσχυση της εθνικής ενότητας έναντι ενός πραγματικού ή φανταστικού εξωτερικού εχθρού και ο συντηρητισμός.
Η Αμερική του Ρόναλντ Ρέιγκαν μύριζε σαν την Αμερική του ’50. Η εμφάνιση του νέο-συντηρητισμού στην Αμερική άνοιξε ένα νέο κύκλο συζητήσεων πάνω στις εκτρώσεις, στα ναρκωτικά ενώ υπήρξε και ένα πισωγύρισμα στα φεμινιστικά και ομοφυλοφιλικά κινήματα της εποχής, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της μάστιγας, όπως την έλεγαν, του AIDS. Στο δημόσιο λόγο επανήλθε ο Ψυχρός Πόλεμος ανάμεσα στην Αμερική και στην Σοβιετική Ένωση παρότι ήταν εμφανές πως η τελευταία έπνεε τα λοίσθια.
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ από την 01/01/1988 είχε ανακοινώσει το νέο οικονομικό πρόγραμμα με το όνομα περεστρόικα το οποίο βαθμιαία θα οδηγούσε την Σοβιετική Ένωση σε μια μικτή οικονομία και στην συνέχεια στην διάλυση της. Παρόλα αυτά τα αμερικάνικα ΜΜΕ συνέχιζαν να δαιμονοποιούν τους Σοβιετικούς ως σκληρούς κομμουνιστές σαν να μην πέρασε μια μέρα από την εποχή του Ιωσήφ Στάλιν.
Στην Ευρώπη δεσπόζει μια άλλη θιασώτη του νέο-φιλελευθερισμού: Η Μαργκαρετ Θάτσερ. Η Σιδηρά Κυρία, όπως ήταν γνωστή, είχε καταφέρει να αφαιρέσει ένας προς ένα σχεδόν όλα τα εργασιακά κεκτημένα της εργατικής αγγλικής τάξης δείχνοντας το δρόμο που θα ακολουθούσαν όλες οι χώρες της Ευρώπης τα επόμενα 20 χρόνια.
Στο Αφγανιστάν, τα Σοβιετικά στρατεύματα βρίσκονται ως ‘’εγγυητές της τάξης και της ειρήνης’’ από το 1979. Από το 1976, η εξουσία βρίσκεται στα χέρια κομμουνιστικής κυβέρνησης ωστόσο οι μεταρρυθμίσεις εφαρμόζονται μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα. Οι περισσότερες επαρχίες αντιστέκονται σθεναρά και βρίσκονται στα χέρια πολεμόχαρων φυλών, οι οποίες παρά τις μεταξύ τους διενέξεις, έχουν ενωθεί μεταξύ τους με λάβαρο της μουσουλμανική θρησκεία σχηματίζοντας τους πολεμιστές Μουτζαχεντίν.
Ήταν ένας κόσμος ο οποίος βρισκόταν στο μεταίχμιο τεράστιων οικονομικο-ιστορικο-κοινωνικών αλλαγών για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα επόμενα 2-3 χρόνια που θα ακολουθήσουν θα αποτελέσουν θεμέλια όσων βιώνουμε σήμερα στην οικονομική και πολιτική σκακιέρα.
Rambo III: Ο Ράμπο και οι Μουτζαχεντίν.
Στην τρίτη του ταινία ο Ράμπο έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση και χτίζει ήρεμος ένα βουδιστικό μοναστήρι κάπου στο Νέπαλ. Εκεί τον βρίσκει ο Διοικητής του Τράουτμαν και του προτείνει να πολεμήσουν μαζί στο Αφγανιστάν με τους πολεμιστές Μουτζαχεντίν εναντίον των Σοβιετικών.
Ο Ράμπο αρνείται λέγοντας πως ο δικός του πόλεμος έχει τελειώσει και ο Τράουτμαν φεύγει μόνος του για να απαχθεί λίγο αργότερα από τους κακού Σοβιετικούς με Αρχικακό τον Συνταγματάρχη Ζάϋσεν.
Τότε είναι που αποφασίζει ο Ράμπο να πάει στο Αφγανιστάν για να σώσει τον Διοικητή του. Εκεί γνωρίζεται και συνεργάζεται με τους Μουτζαχεντίν οι οποίοι λανθασμένα ταυτίζονται με τους σημερινούς Ταλιμπάν. Οι Μουτζαχεντίν εμφανίζονται το 19ο αιώνα σαν πολεμιστές μουσουλμάνοι κηρύσσοντας Ιερό Πόλεμο ( Τζιχαντ) εναντίον των βρετανικών στρατευμάτων το 1829. Τα βρετανικά στρατεύματα επιθυμώντας να προστατέψουν τα βόρεια σύνορα της Ινδίας εισβάλλουν ώστε να ελέγξουν τις περιοχές του Αφγανιστάν γύρω από αυτά. Οι Μουτζαχεντίν οργανώνονται εναντίον τους και καταφέρνουν να τους διώξουν το 1859.
Οι Ταλιμπάν είναι ένα πολιτικο-θρησκευτικό κίνημα το οποίο ξεκίνησε από το Πακιστάν το 1994 από μαθητές αυστηρών μουσουλμανικών σχολείων της περιοχής και μέσω του κινήματος των Μουτζαχεντίν μεγάλωσε την επιρροή του στο Αφγανιστάν.
Επομένως λανθασμένα θεωρούμε πως η ταινία αφιερώνεται στους σημερινούς Ταλιμπάν ως φυσική συνέχεια των Μουτζαχεντίν.
Η ταινία ακολουθεί όλα τα κλισέ των ταινιών δράσης. Οι καλοί είναι πραγματικά σοβαροί, αγέρωχοι, ηθικοί ενώ οι κακοί παρουσιάζονται ως υστερικές καρικατούρες τυφλωμένες για εξουσία. Ο Ράμπο παραμένει ένας υπεράνθρωπος ικανός να επιβιώσει σε ένα σκληρό τοπίο όπως το Αφγανιστάν μην έχοντας την παραμικρή εκπαίδευση για κάτι τέτοιο. Σκοτώνει και ανατινάζει έναν απίστευτο αριθμό Σοβιετικών στρατιωτών ενώ στο εντυπωσιακό φινάλε καταφέρνει να βγει με ελάχιστες γρατζουνιές στο στήθος μετά από την σύγκρουση τανκς με ελικόπτερο.
Πως ένας αντι-ήρωας γίνεται εργαλείο προπαγάνδας ;
Η ταινία Ράμπο III έφτασε στην 6η θέση παγκοσμίως σε εμπορικές εισπράξεις το 1988. Οι θεατές γνώριζαν ήδη τον σκληροτράχηλο βετεράνο του Βιετνάμ από τις δυο προηγούμενες ταινίες και ήξεραν πολύ καλά τι να περιμένουν : Έναν κάθιδρο, μπρατσωμένο τύπο που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο και όπλο ώστε να εξοντώσει τον εχθρό του.
Οι εντυπωσιακές σκηνές δράσεις ήταν κάτι που τραβούσε σαν μαγνήτης τον ανδρικό πληθυσμό στις κινηματογραφικές αίθουσες. Σωρεία τέτοιων ταινιών έβγαιναν κάθε χρόνο τις δεκαετίες ΄80 –’90 με πρωταγωνιστές αμίλητους, ψυχολογικά τσακισμένους, ματσό άνδρες που σκότωναν 10-15 μόνο με το βλέμμα τους. Ο Ράμπο δεν ήταν απλά ένας τέτοιος χαρακτήρας. Είχε γίνει συνώνυμο της ανίκητης πολεμικής μηχανής.
Ο Ράμπο ήταν κεντρικός ήρωας στην νουβέλα του David Morell ‘’The First Blood’’ το 1972 και δέκα χρόνια αργότερα μεταφέρεται στο κινηματογραφικό πανί με πολλές αλλαγές. Μεγαλωμένος μέσα σε μια κακοποιητική οικογένεια εντάχθηκε στο αμερικανικό στρατό το οποίο ένιωσε σαν πραγματική του οικογένεια. Η σχέση του με το Διοικητή του Τράουτμαν είναι σχέση πατέρα -γιού ενώ με τους συναδέλφους του στις Ειδικές Δυνάμεις αναπτύσσει αδερφικές σχέσεις. Εκπαιδεύεται σκληρά και στέλνεται στο Πόλεμο του Βιετνάμ, όπου γυρνά σαν ο μόνος επιζών και τσακισμένος ψυχολογικά.
Η Αμερική προσπαθώντας να ξεχάσει την ήττα της, ξεχνά μαζί και τους, μέχρι πρότινος, ήρωες της. Ο Ράμπο περιφέρεται ρακένδυτος και ανίκανος να προσαρμοστεί εντός της κοινωνίας. Η σκληρή κριτική που ασκείται στο Δημόσιο Λόγο από τους ειρηνιστές εναντίον του πολέμου και η έλλειψη σεβασμού από την επίσημη πολιτεία τον οδηγεί να στραφεί ενάντια τους.
Στο βιβλίο του φυτεύουν μια σφαίρα στο κεφάλι λίγο πριν αυτοκτονήσει ζωσμένος με εκρηκτικά ενώ η πρώτη ταινία έχει γυριστεί με δυο διαφορετικά τέλη : Στο πρώτο, ο Ράμπο πεθαίνει τιμητικά από τα χέρια του Διοικητή του Τράουτμαν ο οποίος τον εκτελεί με μια σφαίρα κατάστηθα αφού παραδέχεται πως δεν μπορεί άλλο να ζει μέσα σε μια κοινωνία που δεν τον αποδέχεται και στο άλλο, που βλέπουμε πιο συχνά για ευνόητους λόγους, ο Ράμπο παραδίδεται στην αστυνομία ώστε να συνεχίσει το franchise των ταινιών.
Ο Morell όταν έγραφε τη νουβέλα του είχε στο μυαλό του να αναδείξει αυτή την ματαιότητα του ατόμου να τα βάλει με την κρατική μηχανή και τις κυβερνητικές αποφάσεις. Ο στρατιώτης που στάλθηκε στο Βιετνάμ, ο ήρωας, γύρισε τσακισμένος από έναν χαμένο πόλεμο και οι ιθύνοντες, μην αναλαμβάνοντας την ευθύνη της αποτυχίας τελικά ρίχνουν στην αφάνεια και στην κοροϊδία τους στρατιώτες σαν να ήταν αυτοί υπεύθυνοι για την ήττα.
Στην πραγματικότητα λοιπόν ο Ράμπο για την κυβερνητική προπαγάνδα, για το κράτος είναι ένας αντι-ήρωας. Ένας στρατιώτης που τρελάθηκε. Ένας αδύναμος διαταραγμένος τυπάκος που τα έβαλε με εκείνους που τον εκπαίδευσαν. Τον πήραν χαμίνι και τον έκαναν στρατιώτης ( τονίζεται ιδιαίτερα το φτωχό και κακοποιητικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε ο Ράμπο αλλά και πολλοί Αμερικάνοι στρατιώτες στην αληθινή ζωή) και τώρα αντί να σκάσει και να δεχτεί την ήττα σαν προσωπική του ευθύνη, τα βάζει με το κράτος!
Ο Morell ήθελε να αποδώσει αυτό το λύγισμα ενός σπουδαίου στρατιώτη απέναντι σε μια κυβέρνηση, ένα κράτος, μια χώρα που κάθε φορά αλλάζει αφήγημα και ανεβοκατεβάζει ήρωες. Ο κινηματογραφικός Ράμπο, όμως δεν σκοτώνεται. Παραμένει ζωντανός, δυνατός και έτοιμος για μάχη όπως ακριβώς ο μύθος του ‘’Μοναχικού καβαλάρη’’ στην Άγρια Δύση που τα βάζει με όλους και κερδίζει.
Ο αγαπημένος αμερικανικός μύθος του ‘’μοναχικού καβαλάρη’’ που μένει μόνος του να πολεμά για έναν προσωπικό του αγώνα πήρε σάρκα και οστά αυτή την φορά στο Ράμπο. Έναν βαθιά πληγωμένο ψυχικά βετεράνο ο οποίος ταυτόχρονα μόνος του θα μπορούσε, αν η Αμερική, οι πολιτικοί της και η κοινωνία της δεν τον είχε προδώσει, να δώσει ξανά την χαμένη υπερηφάνεια σε όσους ένιωθαν ηττημένοι.
Δεν είναι τυχαίο πως ο Ράμπο δεν πάει ποτέ για έναν εθνικό σκοπό αλλά για να σώσει αγαπημένα του πρόσωπα. Έχοντας προδοθεί ήδη μια φορά από την χώρα του αυτό που τον παρακινεί είναι οι προσωπικοί του λόγοι να ριχτεί στην μάχη. Αρνείται να παραμείνει στο Αφγανιστάν μόλις σώσει τον Τράουτμαν, παρόλα αυτά η ταινία και ο χαρακτήρας του χρησιμοποιήθηκαν ως προπαγάνδα εναντίον των Σοβιετικών κάνοντας σύνδεση μεταξύ του πολέμου στο Βιετνάμ και του πολέμου στο Αφγανιστάν παρακινώντας το μέσο θεατή να νιώσει σαν απειλή τους Σοβιετικούς/κομμουνιστές για την εθνική αλλά και προσωπική του ασφάλεια.
Είναι ένα εξαιρετικό επικοινωνιακό τρικ που πιάνει ένα ευαίσθητο σημείο αρκετών ανθρώπων : Ακόμα και αν τα μεγάλα ιδεώδη όπως η ειρήνη, η ασφάλεια, η δημοκρατία, η πατρίδα δεν σου λένε τίποτα, τι θα έκανες σε περίπτωση που κάποιος απειλούσε τα αγαπημένα σου πρόσωπα ; Γυρίζει ξανά στην ατομική ευθύνη ένα σημείο που ο ίδιος ο Morell ήθελε ουσιαστικά αναδείξει ως προβληματικό αφού δεν εξαρτάται η έκβαση ενός πολέμου από κάθε στρατιώτη ξεχωριστά αλλά από τον κεντρικό κρατικο/στρατιωτικό μηχανισμό.
Για την Αμερική των φυλετικών διακρίσεων, των κοινωνικών ανισοτήτων, των μεταναστών είναι δύσκολο να σφυρηλατήσει μια ενιαία εθνική ταυτότητα που να παρακινεί τους πάντες με την ίδια δυναμική. Με δεδομένο πως η μεγάλη δεξαμενή των στρατιωτών προέρχεται από κατώτατα κοινωνικά στρώματα, στην πλειονότητα τους Αφρο-αμερικάνους , Λατινοαμερικάνους και δεύτερης-τρίτης γενιάς μετανάστες αντιλαμβανόμαστε πόσο αδύναμους δεσμούς έχουν ουσιαστικά με τις κοινές αξίες των λευκών Αμερικάνων.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Ράμπο έχει και ινδιάνικες ρίζες καταγωγής άρα ανήκει σε μια φυλετική κοινότητα που για αιώνες καταπιέστηκε και λοιδορήθηκε απο τους λευκούς αποίκους.
Η νίκη έχεις πολλούς πατέρες, η ήττα είναι ορφανή.
Οι περισσότεροι βετεράνοι του Βιετνάμ είχαν στην πραγματικότητα την ίδια τύχη με εκείνη του Ράμπο. Αφέθηκαν να βουλιάξουν και να παλέψουν μόνοι τους με τα ψυχικά και σωματικά τους τραύματα. Ένα χρόνο αργότερα, το 1989, ο Όλιβερ Στόουν δείχνει με την ταινία του ‘’Γεννημένος την 4η Ιουλίου’’ σε όλο του το εύρος το πρόβλημα προσαρμογής των βετεράνων του Βιετνάμ στην αμερικανική κοινωνία.
Η ήττα έγινε ξαφνικά δική τους και ο επίσημος λόγος εναντίον τους. Εκεί που κάποτε η πατρίδα τους, τους έστειλε για να νικήσουν την κομμουνιστική απειλή ξαφνικά η ήττα τους κατέστησε ως κακούς ενάντια στην βούληση των Βιετναμέζων για αυτοδιάθεση.
Το 2001, η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους έγινε το σημείο αναφοράς για την ιερή σταυροφορία της Δύσης εναντίον της Ανατολής με σκοπό την πάταξη της τρομοκρατίας. Ο επίσημος πολιτικός λόγος ένωσε δεκάδες δυτικές χώρες να λάβουν μέρος στην εκστρατεία στο Αφγανιστάν ενώ παράλληλα εφαρμόστηκαν νόμοι οι οποίοι παραβίαζαν προσωπικά δεδομένα πολιτών τάχα για την ασφάλεια του συνόλου της κοινωνίας.
Για 20 χρόνια υπερτονιζόταν η σημασία του πολέμου κατά της τρομοκρατίας στο Αφγανιστάν και η ατομική ευθύνη των πολιτών των Δυτικών χωρών να συναινούν σε κάθε νέο μέτρο ασφαλείας λαμβανόταν από τις κυβερνήσεις.
Ξαφνικά, με την ομιλία Μπάιντεν πριν από λίγες μέρες αντιληφθήκαμε πως οι θυσίες τόσων στρατιωτών όσο και πολιτών έγιναν για το τίποτα. Ο αγώνας κατά της τρομοκρατίας δεν καταλάβαμε πότε έληξε και έγινε απλά ένας εμφύλιος πόλεμος των Αφγανών που δεν αφορά κανέναν πέρα από τους ίδιους;
Οι ζωές που χάθηκαν εκεί κάτω, τα ακρωτηριασμένα μέλη νεαρών γυναικών και ανδρών, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που γύρισαν με μετα-τραυματικό στρες εξαιτίας του πολέμου ; Θα ξαναμπούν κάτω από το χαλί όπως των βετεράνων του Βιετνάμ ;
Μάλλον ναι, αν κρίνουμε ήδη από τον λόγο του Αμερικάνου Προέδρου.