Αναδημοσίευση του κειμένου του Δημοσθένη Χριστόπουλου από Το Περιοδικο
Ακουσα ένα αστείο κάποτε: Ένας άντρας πάει στον γιατρό. Λέει ότι έχει κατάθλιψη. Λέει ότι η ζωή είναι μάταιη και σκληρή. Λέει ότι αισθάνεται τεράστια μοναξιά σε αυτόν τον επικίνδυνο κόσμο. Ο γιατρός του λέει: «Υπάρχει μια πολύ απλή λύση. Ο μεγάλος κλόουν Παλιάτσι βρίσκεται στην πόλη μας σήμερα. Πήγαινε να τον δεις. Θα σου φτιάξει το κέφι». Ο άντρας ξεσπάει σε κλάματα. «Γιατρέ, εγώ είμαι ο Παλιάτσι», λέει.
Ωραίο αστείο. Όλοι γελάνε. Η παράσταση τελειώνει, οι κουρτίνες κλείνουν».
Το παραπάνω προέρχεται από το «Watchmen» του Άλαν Μουρ, ίσως το καλύτερο graphic novel που γράφτηκε και σχεδιάστηκε ποτέ. Από την στιγμή που έγινε γνωστό πως ο Ρόμπιν Γουίλιαμς αυτοκτόνησε λόγω κατάθλιψης, το εν λόγω απόσπασμα μοιάζει κομμένο και ραμμένο για την περίπτωσή του και το κεντρικό του νόημα επιβεβαιώνεται με σχεδόν κυνικό τρόπο. Οι κλόουν ήταν πάντα μια μυστήρια κατηγορία ανθρώπων. Αν και το παρουσιαστικό τους φαινομενικά παραπέμπει σε τύπους που υπάρχουν για να διασκεδάζουν τους ανθρώπους και να προκαλούν γέλιο, ταυτόχρονα πίσω από την εμφάνισή τους υποβόσκει μια σκοτεινιά και μια μελαγχολία πλήρως αντιφατική με τα όσα υποτίθεται πως πρεσβεύουν (αυτός είναι και ο λόγος που κατά καιρούς στην τέχνη κάποιοι κλόουν χαρακτήρες έχουν χρησιμοποιηθεί για να προκαλέσουν τα ακριβώς ανάποδα συναισθήματα από αυτά του γέλιου και της χαράς).
Θα έλεγε κανείς πως η φυσιογνωμία του Ρόμπιν Γουίλιαμς αποτελεί το αρχέτυπο ενός αληθινού κλόουν. Ένα υποκριτικό στυλ ηθοποιού που με αυθόρμητο τρόπο τον αποτυπώνει στις συνειδήσεις των περισσοτέρων σαν κωμικό αλλά που με μια πιο ψύχραιμη ματιά στην πλειονότητα των ρόλων που έχει υποδυθεί, γίνεται αντιληπτό πως τελικά μόνο αυτό δεν ήταν. Μια γλυκόπικρη φιγούρα που αν και εκ πρώτης όψεως μοιάζει προορισμένη για να προκαλεί το γέλιο, επί της ουσίας μεταφέρει μια μελαγχολία, τόσο έντονη που καταλήγει να σε διασκεδάζει χωρίς καν αυτό να εξηγείται ορθολογικά. Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς ανήκε σε μια κατηγορία καλλιτεχνών που χρησιμοποιούσαν το γέλιο, όχι για να διασκεδάσουν τους άλλους, αλλά για να αναδείξουν την σκληρή πλευρά της πραγματικότητας μέσω της διακωμώδησής της -και γι΄ αυτό ακριβώς τον λόγο είναι «αστείοι» με τόσο γνήσιο τρόπο. Σαν τον Τσάρλι Τσάπλιν ή τον «δικό μας», Τζίμη Πανούση…
Το παρόν κείμενο, με αφορμή την αυτοκτονία του εν λόγω μεγάλου και πολυδιάστατου ηθοποιού, θα επιχειρήσει να μιλήσει (υποκειμενικά πάντα) για τις πέντε χαρακτηριστικότερες ταινίες του…
«Ποπάι» (1980) του Ρόμπερτ Άλτμαν
Το 1980 ο Ρόμπερτ Άλτμαν μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη ένα από τα πιο επιτυχημένα καρτούν του 20ου αιώνα, τον «Ποπάι». Ο «Ποπάι, ο ναύτης» πρωτοεμφανίστηκε την δεκαετία του ’20 ως χαρακτήρας μιας σειράς κόμιξ ιστοριών, η οποία αποτύπωνε τους διαλόγους ανάμεσα σε διάφορους κατοίκους μιας φτωχής, παραθαλάσσιας πόλης. Εκείνη η σειρά, ξεχασμένη πλέον μετά την μετέπειτα τεράστια επιτυχία του Ποπάι, αποτελούσε μια φιλοσοσιαλιστική αλληγορία με διάφορες σατιρικές σπόντες ενάντια στην κοινωνία της καταπίεσης και των ταξικών διαχωρισμών. Τα δικαιώματα της εν λόγω σειράς αγοράστηκαν από μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες δημιουργίας καρτούν της εποχής, επικέντρωσαν την πλοκή μόνο στον Ποπάι και «γέννησαν» έναν από τους πιο διάσημους καρτούν χαρακτήρες όλων των εποχών. Στις ΗΠΑ, ο Ποπάι έφτασε να είναι μετά τον Μίκι ο πιο πολυαγαπημένος καρτούν χαρακτήρας. Φυσικά, οι ανάλαφρες και παιδικού ύφους ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε δεν είχαν καμία σχέση με την αρχική εκδοχή και η τελευταία έμεινε απλά στις μνήμες των (έτσι κι αλλιώς) λιγοστών θαυμαστών της. Φαίνεται, πως ο Ρόμπερτ Άλτμαν ήταν ένας από αυτούς…
Λίγο πριν κυκλοφορήσει η κινηματογραφική εκδοχή του Ποπάι, όλοι περιμένουν ένα ανάλαφρο μιούζικαλ παιδικής αισθητικής και ταυτόχρονα μια μεγάλη μπλοκμπαστεριά. Ο Άλτμαν βγάζει την γλώσσα σε όλους και αντί αυτού παρουσιάζει μια ταινία, που γυρίζει στις ρίζες του Ποπάι και ταυτόχρονα ξενίζει τα ευρεία κοινά, στα οποία απευθύνεται. Ο Ποπάι, ο φτωχός ναύτης που νοσταλγεί το σπίτι του και ψάχνει τον πατέρα του που τον παράτησε όταν ήταν μωρό, μεγαλουργεί υπό το φόντο του Sweethaven, μιας φτωχής παραθαλάσσιας πόλης, η κοινωνία της οποίας αντιμετωπίζεται με μια αιχμηρή κριτική ματιά από τον Άλτμαν και αποτελείται από μελαγχολικούς χαρακτήρες, απόρροια της ξεκάθαρης ταξικής πραγματικότητας που αποτυπώνεται στην ταινία και του πολιτικού χαρακτήρα που υποβόσκει.
Σκοτεινή και απαισιόδοξη, εξαιρετική σεναριακά αλλά και με αργή πλοκή, η «πειραγμένη» κινηματογραφική μεταφορά του Ποπάι αντιμετωπίζεται ως μια καλλιτεχνική αποτυχία, γίνεται δέκτης σκληρών και αρνητικών κριτικών και το αμερικάνικο κοινό αδυνατεί να ταυτιστεί μαζί της. Ταυτόχρονα όμως, αντιμετωπίζεται με σεβασμό από τους πιo underground κύκλους και τα επόμενα χρόνια η φήμη της θα γιγαντωθεί ανάμεσά τους. Ο «Ποπάι» γίνεται ένα καλτ διαμάντι, ένα υποτιμημένο αριστούργημα, μια ταινία που τόλμησε να πάρει έναν από τους πιο εμπορικούς χαρακτήρες, να τον «σκοτεινιάσει» και να τον γυρίσει στις ξεκάθαρα πολιτικές του ρίζες.
Στον ρόλο του Ποπάι δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας ένας πρωτοεμφανιζόμενος στον κινηματογράφο ηθοποιός, ο Ρόμπιν Γουίλιαμς. Πολύ πριν μείνει στις μνήμες όλων σαν «Captain» στον «Κύκλο των χαμένων ποιητών», ο Ρόμπιν Γουίλιαμς έγραψε ιστορία σαν μελαγχολικός ναύτης. Την μελαγχολία στα μάτια του Ποπάι, ο Ρόμπιν Γουίλιαμς θα την κουβαλήσει σε κάθε κινηματογραφική του ερμηνεία, ακόμα και στις πιο κωμικές του (που πάντως σε αντίθεση με τις κυρίαρχες εντυπώσεις είναι ελάχιστες). Το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Ρόμπιν Γουίλιαμς καθόρισε τόσο τον ίδιο όσο και την μετέπειτα πορεία του και έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην οικοδόμηση ενός αποτυχημένου και αγνοημένου αριστουργήματος.
«Good Morning Vietnam» (1987) του Μπάρι Λέβινσον
Υπήρξε μια περίοδος στο αμερικάνικο σινεμά που το Βιετνάμ αποτελούσε ένα από τα πιο αγαπημένα θέματα των σκηνοθετών. Την δεκαπενταετία ανάμεσα στο 1975 και το 1990, οι τύψεις της αμερικάνικης κοινωνίας για την εμπλοκή σε αυτό τον πόλεμο έγιναν ουκ ολίγες φορές ο «καμβάς» πάνω στον οποίο αποτυπώθηκαν μερικές από τις πιο ιστορικές ταινίες του Χόλιγουντ και, πέρα από μερικές εμετικές απόπειρες ξεπλύματος αυτών των τύψεων (όπως ο άθλιος «Ελαφοκυνηγός»), οι περισσότερες ταινίες που βγήκαν για το Βιετνάμ, με τις αντιφάσεις τους, τις δικαιολογημένες αδυναμίες τους και τα (πολλές φορές) απλοϊκά τους μηνύματα, είναι από αυτές που επιβάλλεται να δει κανείς έστω για μια φορά στη ζωή του: Το Βιετνάμ αποτέλεσε ένα κινηματογραφικό είδος από μόνο του.
Το «Good Morning Vietnam» του (υποτιμημένου είρωνα) Μπάρι Λέβινσον, γνήσιο τέκνο εκείνης της κινηματογραφικής εποχής, δεν έχει ούτε την μεγαλειώδη, ανατριχιαστική ατμόσφαιρα του «Αποκάλυψη Τώρα» ή τον σκληρό κυνισμό του «Πλατούν», ούτε την αιχμηρή ειρωνεία του «Full Metal Jacket» και, αν και πρόκειται για μια αξιοπρεπέστατη ταινία, που προσπαθεί να αποφύγει όπως ο διάολος το λιβάνι τα αμερικάνικα κλισέ των ίσων αποστάσεων για τον εν λόγω πόλεμο (και αυτό τις δίνει πολλούς πόντους), δεν μπορεί να συγκαταλεχθεί ανάμεσα στις τοπ ταινίες της συγκεκριμένης κατηγορίας.
Το «Good Morning Vietnam» ωστόσο είναι μια ταινία που εμπεριέχει έναν από τους πιο συμπαθητικούς ήρωες που θα μπορούσαμε να συναντήσουμε, έναν από αυτούς τους αφελείς χαρακτήρες που αντιπαρατίθεται στην αδικία από ένστικτο και όχι από συνείδηση και γι’ αυτό είναι ακόμα πιο αξιολάτρευτος. Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς δίνει ρέστα στον ρόλο του ραδιοφωνικού παραγωγού που βρίσκεται στο Βιετνάμ προκειμένου να κάνει μια καθημερινή εκπομπή για τους αμερικάνους στρατιώτες και διακωμωδώντας μια παράλογη και αστεία για τον ίδιο πραγματικότητα αποκτά φανατικό κοινό και εκνευρίζει τους ανώτερους αξιωματικούς.
Ο χαρακτήρας τού Ρόμπιν Γουίλιαμς, για όσο καιρό θα βρεθεί στο Βιετνάμ, θα προλάβει να ερωτευτεί, να γίνει φίλος με Βιετναμέζους, να αναμετρηθεί με την λογοκρισία και να ξεφτιλίσει τον Νίξον με μια ψεύτικη, σατιρική του συνέντευξη (ραδιοφωνική πρακτική που στην αληθινή ζωή την έκανε επιστήμη για το ελληνικό ραδιόφωνο ο Τζίμης Πανούσης). Το «Good Morning Vietnam» είναι από αυτές τις ταινίες που δεν θα ήταν ίδια αν υπήρχε ένας άλλος ηθοποιός να υποδύεται τον κεντρικό χαρακτήρα. Είναι αυτό το είδος ταινίας που ουσιαστικά το παίρνει ολόκληρο στις πλάτες του ένας ηθοποιός με την ερμηνεία του και αποτελεί μια από τις καλύτερες στιγμές του Ρόμπιν Γουίλιαμς.
«Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών» (1989) του Πίτερ Γουάιρ
Το περιεχόμενο των εννοιών που αποτελούν τα πολιτικά δίπολα μεταβάλλεται πάντα ανάλογα με την κοινωνική πραγματικότητα στην οποία εκφράζονται. Το τι είναι αριστερό και το τι είναι δεξιό, το τι είναι ριζοσπαστικό και το τι είναι συντηρητικό, το τι θεωρείται επαναστατικό και τι αντεπαναστατικό, είναι έννοιες που πάντα εξαρτώνται από την υφή της κοινωνίας που τα καθορίζει. Κάτι που για μια κοινωνία μπορεί να φλερτάρει με τα όρια του συντηρητισμού, για μια άλλη κοινωνία μπορεί να θεωρείται επαναστατικό και το ανάποδο. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα δεν υπάρχει από την αναντιστοιχία στις πολιτικές αντιλήψεις ανάμεσα στην αμερικάνικη κοινωνία και περίπου όλο τον υπόλοιπο κόσμο: Αυτό που για την κοινωνία των ΗΠΑ αποτελεί αριστερή αντίληψη είναι κάτι τόσο ελαστικό και σχετικό, που στα πλαίσια της ελληνικής πραγματικότητας (για παράδειγμα) θα μπορούσε να είναι η απόλυτη συστημική λογική. Υπό αυτή την έννοια, το να μπορεί ένας σκηνοθέτης να γυρίζει ταινίες στις ΗΠΑ μέσα από μια αντισυστημική οπτική (με πραγματικούς όρους και όχι με βάση τα μέτρα και τα σταθμά των ίδιων των ΗΠΑ) είναι πραγματικό επίτευγμα.
Ο Αυστραλός Πίτερ Γουάιρ μπορεί να καυχιέται πως είναι ένας από τους λίγους σκηνοθέτες που το έχει καταφέρει αυτό -και μάλιστα, με δύο ταινίες του. Εννιά χρόνια πριν την υπαρξιστική σπουδή του, «The Truman Show», ο Γουάιρ μας είχε ήδη κλείσει το μάτι με μία άλλη μεγάλη ταινία του, τον «Κύκλο των Χαμένων Ποιητών». Η ταινία εκθέτει την χειραγώγηση που επιχειρεί πάνω στους μαθητές το εκπαιδευτικό σύστημα και την πειθάρχηση που τους επιβάλει μέσα από την αποτύπωση της καθημερινότητας σε μια συντηρητική ακαδημία του Βερμόντ. Η έλευση ενός καθηγητή με σχεδόν αναρχικές αντιλήψεις για την ζωή και η ζύμωσή του με τους υπάκουους (μέχρι εκείνη τη στιγμή) μαθητές του θα αλλάξει τα πάντα στην ακαδημία.
Όσοι είχαν την τύχη να δουν αυτή την ταινία ενώ πήγαιναν σχολείο συνέδεσαν την μορφή του Ρόμπιν Γουίλιαμς, ο οποίος στην πιο συγκινητική στιγμή της καριέρας του υποδύεται τον καθηγητή Κίτινγκ, με την ενεργοποίηση των πρώτων συνειδητών ενστίκτων ανυπακοής της ζωής τους. Ο υπέροχος κύριος Κίτινγκ, ο καθηγητής που παροτρύνει τους μαθητές να «αδράξουν την ημέρα» και να σκίσουν τις σελίδες των σχολικών βιβλίων «που είναι για τα σκουπίδια», έρχεται σε σύγκρουση με όλο το κατεστημένο της ακαδημίας και τελικά, όπως αναμενόταν, θα ηττηθεί από το σύστημα.
Δυστυχώς, κανένα μεμονωμένο άτομο, όπως ο κύριος Κίτινγκ δεν μπορεί να νικήσει έναν ολόκληρο μηχανισμό καταπίεσης. Όμως η τελευταία, ανατριχιαστική σκηνή της ταινίας είναι η εκδίκηση της συλλογικότητας, που τελικά πετυχαίνει εκεί που το άτομο αποτυγχάνει. Όσο σκληροί και αν είναι οι νόμοι που επιβάλλονται από πάνω, η συλλογική βούληση θα τους ανατρέψει. Όσο στιβαροί και απροσπέλαστοι και αν μοιάζουν οι θεσμοί, η ανθρωπότητα δεν θα κάτσει σκυφτή και μουγκή στην καρέκλα της, θα σηκωθεί όρθια, θα υψωθεί πάνω από τους θεσμούς που την καταπιέζουν και ο φαινομενικά ηττημένος κύριος Κίτινγκ θα φύγει περήφανος από την αίθουσα.
Μια τεράστια ταινία…
«Κάπτεν Χουκ» (1991) του Στίβεν Σπίλμπεργκ
Σε διάφορα παραμύθια υπάρχουν αλληγορίες που το παιδικό κοινό στο οποίο απευθύνονται δεν μπορεί να αντιληφθεί. Στον «Πίτερ Παν», ο ομώνυμος κεντρικός ήρωας ζει και δρα στη Χώρα του Ποτέ-Ποτέ, μια χώρα όπου τα παιδιά δεν μεγαλώνουν ποτέ και αρνείται πεισματικά να την παρατήσει γιατί δεν γουστάρει καθόλου να γίνει μεγάλος. Η συγκεκριμένη χώρα δεν έχει τυχαία αυτό το όνομα. Είναι μια χώρα από την οποία άμα φύγεις και ενηλικιωθείς δεν υπάρχει γυρισμός. Ακόμα και αν γυρίσεις σε αυτή δεν θα ξαναγίνεις παιδί ποτέ, μα ποτέ. Και αν για τα πιτσιρίκια που ακούν αυτή την ιστορία ο συμβολισμός δεν τους λέει τίποτα, για τους μεγάλους που τους την διαβάζουν είναι η αφορμή για μελαγχολικές σκέψεις.
Ο «μεγάλος παραμυθάς» του Χόλιγουντ, Στίβεν Σπίλμπεργκ φαίνεται πως ζήλευε τόσο πολύ τον Πίτερ Παν για το ξεχωριστό του προνόμιο να είναι για πάντα παιδί, που αποφάσισε να τον εκδικηθεί. Στο «Κάπτεν Χουκ», ο Πίτερ Παν έχει φύγει εδώ και χρόνια από αυτό τον φανταστικό τόπο. Έχει μεγαλώσει, έχει παντρευτεί, έχει παιδιά και υποχρεώσεις και πλέον λέγεται Πίτερ Μπάνινγκ. Και τη Χώρα του Ποτέ Ποτέ τη θυμάται σαν μια ανάμνηση τόσο μακρινή, ώστε να μην είναι καν βέβαιος αν αυτό το μέρος υπάρχει στ’ αλήθεια ή ήταν όνειρο. Μέχρι που ο ορκισμένος εχθρός του, ο πειρατής Κάπτεν Χουκ που πάντοτε μισούσε τον Παν επειδή δεν μπορούσε να είναι και ο ίδιος παιδί, επιστρέφει και απαγάγει την κόρη και τον γιο του. Αν ο Πίτερ θέλει να σώσει τα παιδιά του από τον Κάπτεν Χουκ είναι αναγκασμένος να γυρίσει στη Χώρα του Ποτέ-Ποτέ. Αλλά για να νικήσει τον Χουκ πρέπει πρώτα να καταφέρει το ακατόρθωτο: Να γίνει ξανά παιδί.
Η ταύτιση του Σπίλμπεργκ με την ζήλια του Χουκ είναι τόσο έντονη που επιλέγει να δώσει στην ταινία το όνομα του κακού πειρατή και αυτό που υπονοεί το σενάριό του είναι πως ο Χουκ, έστω και μέσα από την κακία του, στην πραγματικότητα έκανε χάρη στον Πίτερ διότι τον «σπρώχνει» να διεκδικήσει αυτό που δεν θα επιχειρούσε να διεκδικήσει ποτέ. Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς φαίνεται πως διασκεδάζει αφάνταστα στον ρόλο του Πίτερ Παν και τα επόμενα χρόνια θα πρωταγωνιστεί και σε άλλες ταινίες που απευθύνονται αποκλειστικά σε παιδιά (και θα τις διασκεδάσει και αυτές). Δίπλα στον Γουίλιαμς, μεγαλουργεί με απολαυστικό τρόπο και ο Ντάστιν Χόφμαν σαν Χουκ και οι δυο τους σε συνδυασμό με το παραμυθένιο σκηνικό που στήνει ο Σπίλμπεργκ συνθέτουν μια ιστορική ταινία.
Για τη γενιά που σήμερα πλησιάζει τα 30, το «Κάπτεν Χουκ» είναι άμεσα συνδεδεμένο με τα παιδικά μας χρόνια (για κάποιους από εμάς ήταν και η πρώτη ταινία που είδαμε στο σινεμά). Και αν η θέαση της ταινίας σήμερα μας προκαλεί μελαγχολία, η σύγκρουση που επιχειρεί ο Ρόμπιν Γουίλιαμς σαν Πίτερ Παν με τον Κάπτεν Χουκ έρχεται να μας υπενθυμίσει πως δεν υπάρχει τίποτα πιο γοητευτικό από το να κυνηγάς το ακατόρθωτο…
«Ο Ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ» (1997) του Γκας Βαν Σαντ
Ο Ματ Ντέιμον και ο Μπεν Άφλεκ ανήκουν πάνω-κάτω στην ίδια γενιά με τον Ίθακ Χοκ. Για τους δυο πρώτους η ανάδειξη στο Χόλιγουντ ήρθε περίπου μια δεκαετία μετά από τον τελευταίο. Για την ακρίβεια, οκτώ χρόνια. Όσα απείχε δηλαδή ο «Ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ» από τον «Κύκλο των Χαμένων Ποιητών». Ο κοινός παρονομαστής άκουγε στο όνομα του Ρόμπιν Γουίλιαμς. Θα έλεγε κανείς πως οι Μπεν Άφλεκ και Ματ Ντέιμον, που υπέγραφαν το σενάριο, σε συνεργασία με τον Γκας Βαν Σαντ που βρέθηκε στο σκηνοθετικό τιμόνι, προσπάθησαν να δανειστούν από την ταινία του Γουάιρ τα δύο βασικά της στοιχεία: Την κεντρική της φιλοσοφία και τον βασικό της πρωταγωνιστή.
Και αν η αδυναμία τους να δομήσουν μια αντίστοιχη ατμόσφαιρα και φιλοσοφία με την ταινία του Γουάιρ είναι εμφανής, με αποτέλεσμα να καταλήγουν σε ηθικοπλαστικές ευκολίες (χωρίς πάντως να αναιρείται το γεγονός ότι κατά τα άλλα η ταινία είναι πολύ δυνατή), πετυχαίνουν διάνα στην επένδυσή τους στον Ρόμπιν Γουίλιαμς. Ο Γουίλ Χάντινγκ, που «ζωντανεύει» από τον Ματ Ντέιμον, ο ιδιοφυής αλητάκος που σφουγγαρίζει τους διαδρόμους και τις αίθουσες ενός πανεπιστημίου, θα μπορούσε πολύ εύκολα να εργάζεται στο σνομπ περιβάλλον της ακαδημίας του «Κύκλου των Χαμένων Ποιητών», ενώ ο Ρόμπιν Γουίλιαμς στον ρόλο του χαρισματικού ψυχολόγου του θα μπορούσε εξίσου εύκολα να είναι ο κύριος Κίτινγκ, λίγο μεγαλύτερος και λίγο πιο κουρασμένος αλλά το ίδιο μελαγχολικός και αντίστοιχα «πατρικός».
Η εμφανής χημεία ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές απογειώνει την ταινία. Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς βρίσκεται στην καλύτερη υποκριτική περίοδο της καριέρας του και παίζει με ευκολία τον γλυκόπικρο χαρακτήρα του ψυχολόγου, ένα στυλ χαρακτήρα που θαρρείς και δημιουργήθηκε αποκλειστικά για τον ίδιο. Ο Ματ Ντέιμον, με το πάθος του αστεριού που μόλις αναδύεται, δένει άψογα δίπλα στον Γουίλιαμς, η αλληλοσυμπλήρωσή τους είναι για σεμινάριο και οι δυο τους μας χαρίζουν ορισμένες σκηνές πραγματικής υποκριτικής ανθολογίας.
Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς, για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του, θα πάρει το Όσκαρ για την ερμηνεία του σε μια πράξη απονομής δικαιοσύνης από την πλευρά της ακαδημίας των Όσκαρ για το γεγονός ότι δεν του το έδωσαν οκτώ χρόνια πριν. Αυτό ωστόσο δεν έχει και πάρα πολύ μεγάλη σημασία. Άλλωστε είναι δεδομένο ότι οι οπαδοί του Ρόμπιν Γουίλιαμς θα τον θυμούνται μοιρασμένοι, άλλοι σαν παθιασμένο καθηγητή στον «Κύκλο των Χαμένων Ποιητών» και άλλοι σαν μελαγχολικό ψυχολόγο στον «Ξεχωριστό Γουίλ Χάντινγκ».