Το κορεάτικο Squid Game βρέθηκε ξαφνικά στην κορυφή του Netflix. Όπως δημοσιοποίησε και η ίδια η πλατφόρμα ( η οποία είναι συνήθως μυστικοπαθής με τις μετρήσεις της), το είδαν περισσότεροι από 111 εκατομμύρια άνθρωποι, κάτι που αυτόματα το έχρισε ως την πιο πετυχημένη σειρά του Netflix από τη δημιουργία του. Τι ήταν όμως αυτό που έστειλε μια, κακά τα ψέματα, όχι ιδιαίτερα πρωτότυπη ιδέα στο νούμερο 1 τόσο διαφορετικών μεταξύ τους πολιτισμικά χωρών σε Ανατολή και Δύση και μάλιστα τόσο γρήγορα, ακόμα και με την κριτική για κακή μεταγλώττιση / υποτιτλισμό που σε σημεία αλλοίωνε το νόημα.
Όπως είχε αναφέρει και ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης του Parasite Bong Joon Ho, «ο καπιταλισμός είναι μια παγκόσμια γλώσσα» με την έννοια του ότι όντας ένα παγκόσμιο, τοξικό σύστημα, τα προβλήματα που δημιουργεί είναι, λίγο πολύ, κοινά σε κάθε χώρα που έχει μολύνει. Έννοιες όπως «οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι», η αρπαγή της εργατικής υπεραξίας και η δηλητηριώδης θέσπιση μιας έωλης «αριστείας» εκ μέρους των εχόντων είναι πράγματα που μπορεί να καταλάβει ο οποιοσδήποτε στη Γη.
Ακόμα, ο έντονος ανταγωνισμός, οριακά κανιβαλισμός, μεταξύ ανθρώπων που ουσιαστικά δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, ο οποίος καλλιεργείται συστηματικά από τους «άριστους» είναι, ξανά, παγκόσμιος, με διαφορετική ένταση ανάλογα και το πολιτισμικό πλαίσιο κάθε χώρας. Σε χώρες όπως η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία λόγου χάρη, όπου η κοινωνική περιχαράκωση είναι πιο έντονη και η έννοιας της εργασίας πολύ διαφορετικά δομημένη, τέτοια έργα βρίσκουν και την πιο βίαια έκφρασή τους. Τέτοια είναι, λόγου χάρη, το Battle Royale, και δεκάδες άλλα πριν και μετά από αυτό. Μάλιστα πολλές, πιο έξυπνες ή εντυπωσιακές μπορούν να βρεθούν και ως παραγωγές του Netflix (Alice in Borderland πχ).
Ωστόσο καμία από αυτές δεν έφτασε το άλμα του Squid Game. Η σειρά του Hwang Dong-hyuk (My Father, The Fortress)καταφέρνει να κάνει τη δική της συνεισφορά σε αυτό το είδος πατώντας σε δύο κυρίως βάρκες και ισορροπώντας μέχρι το τέλος της εκεί. Από τη μία μια πολύ έντονη αλλά τελικά ρηχή αντικαπιταλιστική έκφραση (όχι κριτική) και από την άλλη μια ακόμα πιο έντονη αισθητικοποίηση της βίας του συστήματος και του ανταγωνισμού που αυτό γεννά.
Η σειρά δεν προσπαθεί να είναι ούτε διακριτική, ούτε βαθιά ούτε βαθυστόχαστη: ο αντικαπιταλισμός της είναι πολύ περισσότερο μια κραυγή πόνου παρά μια φωνή που να εξηγεί τι και πώς ή να καλεί σε μια μορφή πάλης εναντίον του προβλήματος. Όλα τα στοιχεία του καπιταλισμού είναι εδώ, είναι όμως απλοποιημένα, νερωμένα για μια μαζική κατανάλωση: η εξαθλίωση των χαμηλότερων τάξεων (εργατών και λούμπεν προλεταριάτου), η τεράστια διαφορά επιπέδου ζωής με τους προνομιούχους και η σταδιακή απανθρωποποίηση που προκύπτει από τη συνεχόμενη πάλη για επιβίωση και τον κοινωνικό ανταγωνισμό είναι όλα δομικά στοιχεία της σειράς.
Η ρηχότητα αυτής της κριτικής μπορεί να φανεί και στο γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι οι οποίοι είναι από την «άλλη μπάντα» (ισαποστάκηδες κεντρώοι, νεοφιλελεύθεροι κτλπ) ευχαριστήθηκαν δεόντως τη σειρά, λέγοντας πως «έτσι είναι ο κόσμος και η σειρά το δείχνει πολύ καλά αυτό». Από την άλλη, το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τα χειροκροτήματα στα Όσκαρ, υπάρχει όμως η ειδοποιός διαφορά πως τώρα μιλάμε για σειρά και όχι για ταινία και, κυρίως, μια σειρά μαζικότερης απεύθυνσης.
Παράλληλα σημαντικό στοιχείο είναι και ο μύθος της κοινωνικής ανόδου, της ισότητας των ευκαιριών που προσφέρονται. Ότι όλοι μπορούν να γίνουν πλούσιοι αν προσπαθήσουν, πέρα από τα βάρη των χρεών. Αν είναι όμως πρόθυμοι να πατήσουν επί πτωμάτων. Βάσει αυτού του συλλογισμού, όποιος τα κατάφερε είναι άξιος και όποιος όχι είναι κάποιος που δεν αξίζει τίποτα παρά πάνω παρά να είναι πιόνι για στοιχήματα ή, ακόμα περισσότερο προϊόν, στη ζωή και στο θάνατο.
Στο ίδιο μοτίβο βλέπουμε να αποδομείται και ο μύθος της (αστικής) δημοκρατίας, όπου η πλειοψηφία αποφασίζει μεταξύ δύο φαινομενικά μόνο διαφορετικών επιλογών. Γιατί, όταν οι άνθρωποι είναι τόσο επιβαρυμένοι από το άγχος και το άχθος της επιβίωσης, εξαθλιωμένοι και πολύ πιο κάτω από όρια της φτώχιας, η μόνη τους επιλογή είναι να πεθάνουν μέσα ή έξω από παιχνίδι, καμία άλλη.
Η άλλη βάρκα της σειράς είναι η αισθητικοποίηση. Διαστρεβλώνοντας με πολύ έξυπνο τρόπο την έννοια του παιδικού, ισότιμου και τελικά κοινωνιοποιητικού παιχνιδιού, παρουσιάζει ζωντανά χρώματα, γλαφυρή και αποτρόπαια βία και, ορισμένες φορές, οριακά ποιητικούς θανάτους. Την ίδια στιγμή οι γκροτέσκες εικόνες έρχονται σε αρμονία με τη βαθιά κιτς αισθητική των νέων οικονομικών ελίτ (κάτι που στην Ελλάδα μας είναι, δυστυχώς, πολύ οικείο) που με τη σειρά τους, παρουσιάζοντας ως κακέκτυπα και υπερβολικά εύκολοι στόχοι κριτικής. Μπορεί να κρίνονται τα πιόνια, όχι όμως το παιχνίδι.
Στο πεδίο της αισθητικοποίσης θα μπορούσαν μπουν και οι ερμηνείες. Ο υπερβολικός τόνος του πρωταγωνιστή Lee Jung-jae (2036 Apocalypse Earth, Warriors of the Dawn) η απόλυτη στωικότητα και προθυμία να παίξει του Park Hae-soo (Time to Hunt, Legend of the Blue Sea) αλλά και η αποξενωμένη ψυχρότητα της σχετικά πρωτοεμφανιζόμενης Jung Hoyeon ( Lee Hyori: Going Crazy) όλα δοσμένα με απόλυτη επάρκεια και, ανά στιγμές, συναίσθημα, συμβάλουν στο να αποδοθεί κυρίως η αισθητική αυτή πλευρά.
Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι οι ερμηνείες είναι επουσιώδεις ή δεν έχουν η κάθε μία τη δική της λειτουργία. Για παράδειγμα η (δυστυχώς έμμεση και δειλή) σύγκριση που γίνεται μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας έχει τη σειρά καταπιάνεται και σχέσεις φύλου και φυλής ( οι περιπτώσεις των Ali Abdul και Han Mi-nyeo είναι ενδεικτικές).Δυστυχώς όμως αυτές οι διαδικασίες, σεναριακά, μπαίνουν στο περιθώριο μπροστά στη βία και την αισθητική.
Ταυτόχρονα, για έναν προσεκτικό θεατή, το Squid Game είναι διάτρητο από σεναριακές τρύπες και ασυνέχειες στη λογική του. Επεισόδιο το επεισόδιο αυτά συσσωρεύονται και δημιουργούν τελικά μια άρνηση στον θεατή, του δημιουργούν μια ανικανότητα να βυθιστεί στην ιστορίας, σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και το πιο καλοπροαίρετο suspension of disbelief δεν μπορεί να βοηθήσει.
Το Squid Game ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν είναι κακή σειρά. Είναι όμως μια κραυγή που μπορεί πολύ εύκολα όποιος την ακούει να βγάλει διαφορετικά συμπεράσματα και για αυτό φταίει ακριβώς η δική της ρηχότητα και in your face αντιμετώπιση. Σε κάθε περίπτωση αν πρέπει να υπάρχει μια σειρά που να είναι στο νο1, είναι προτιμότερο να είναι μια, έστω αδέξια, κοινωνική κριτική, παρά πχ το La Cassa De Papel. Ακόμα και οι δύο είναι τελικά, στην ψυχή τους, κουλ στολές και μάσκες.