Kάθε αρχή και δύσκολη λένε και για αυτόν το λόγο προσπαθώντας να μειώσω τη δυσκολία της πρώτης μου κριτικής στο Smassing Culture, αποφάσισα να ασχοληθώ με το νέο (νέο και σε παγκόσμια αλλά και σε ελληνικά δεδομένα) βιβλίο του Stephen King σε συνεργασία με τον Richard Chizmar και αυτό δεν είναι άλλο από τη νουβέλα με τίτλο Η Γκουέντι και το κουτί από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος. Για τον Stephen King δε χρειάζονται συστάσεις (πιστεύω και ελπίζω) αλλά από την άλλη το όνομα του Richard Chizmar είναι σχετικά άγνωστο στο ελληνικό κοινό. Μάλιστα αυτή είναι και η πρώτη φορά που έργο που φέρει την υπογραφή του κυκλοφορεί στα ελληνικά. Ο Richard Chizmar λοιπόν είναι κυρίως γνωστός για την έκδοση του περιοδικού Cemetery Dance από το 1988 καθώς και για τις εκδόσεις Cemetery Dance Publications (με έργα των Clive Barker, Stephen King, Jack Ketchum, Graham Masterton να έχουν εκδοθεί μεταξύ άλλων) οι οποίες όπως μαρτυρά και το όνομα, γεννήθηκαν από το παραπάνω περιοδικό.
Πίσω στα του βιβλίου όμως. Η εν λόγω νουβέλα πρωτοκυκλοφόρησε τον περασμένο Μάιο (μπορείτε να μαντέψετε από ποιον εκδοτικό οίκο) και σε χρόνο ρεκόρ για τα δικά μας εκδοτικά δεδομένα, η ελληνική έκδοση βρισκόταν στα ράφια μόλις ένα μήνα και κάτι μετά. Και εδώ αξίζει ένα μπράβο στις Εκδόσεις Κλειδάριθμος που ξεκίνησαν ιδανικά τις εκδόσεις τους για τον Stephen King με την Γκουέντι αλλά και το Παζάρι των κακών ονείρων (The Bazaar of Bad Dreams, 2016).
«Ελάτε… προσοχή στα σκαλιά… η ανηφόρα είναι απότομη…
Μόλις φτάσατε στο Καστλ Ροκ του Μέιν. Έχετε ξανάρθει εδώ. Ξέρετε τις παράξενες ιστορίες που κυκλοφορούν γι’ αυτό το μέρος –Κούτζο, Στάσου πλάι μου, Χρήσιμα αντικείμενα… Όμως δεν είχε ειπωθεί ποτέ μέχρι τώρα η ιστορία για την Γκουέντι και το κουτί.»
Κάπως έτσι το οπισθόφυλλο μας καλωσορίζει στο Caslte Rock του Maine, μία από τις τρεις περιοχές που έπλασε ο Stephen King όπως με το Derry και το Jerusalem’s (ή Salem’s) Lot. Στο Castle Rock λοιπόν μένει η Γκουέντι ηλικίας 12 χρονών το 1974, όταν και ξεκινάει η ιστορία, η οποία όντας λίγο παχουλή θέλει να αποτινάξει από πάνω της το παρατσούκλι Goodyear που της είχαν δώσει στο σχολείο και προσπαθεί να το κάνει αυτό τρέχοντας σε μία σκάλα στο χείλος του γκρεμού στον εκεί λόφο.
Σε αυτόν το λόφο την πλησιάζει ένας μυστήριος μαυροφορεμένος άντρας με το καπέλο του, επίσης μαύρο, να τραβάει την προσοχή. Εκείνος λοιπόν δίνει στη Γκουέντι ένα μυστήριο κουτί με οχτώ πολύχρωμα κουμπιά να το στολίζουν και όπως ισχυρίζεται θα την βοηθήσει στη ζωή της αλλά ταυτόχρονα είναι μεγάλη ευθύνη η κατοχή του. Όπως προειδοποιεί άλλωστε ο μυστήριος άντρας τα κουμπιά αυτά έχουν πολύ μεγάλη δύναμη και ειδικά το μαύρο που δεν πρέπει να το πατήσει σε καμία περίπτωση.
Από εκείνη τη στιγμή ξεκινάει το ταξίδι της ωρίμανσης και της ενηλικίωσης της Γκουέντι με πολλές καλές αλλά και πολλές δύσκολες στιγμές, οι οποίες όλες συνδέονται, όπως πιστεύει η Γκουέντι με το κουτί αυτό αλλά και τις μεγάλες ευθύνες που συνεπάγεται η κατοχή του.
Η αλήθεια είναι πως το ταξίδι της ενηλικίωσης της Γκουέντι είχε πολύ ενδιαφέρον αλλά κάτι έλειπε από την γραφή της νουβέλας. Και αυτό ήταν η ανάλυση -υπερβολική μερικές φορές, αλλά πάντα απαραίτητη- που συναντάται στις ιστορίες του Stephen King. Παρόλο που ο κεντρικός χαρακτήρας είχε τα φόντα να αναπτύξει μια σχέση με τον αναγνώστη, ο τρόπος γραφής δεν το επέτρεπε καθώς σε ορισμένα σημεία θύμιζε οδηγίες προς κάποιον σκηνοθέτη και όχι κείμενο που προορίζεται για έναν αναγνώστη. Για παράδειγμα πολλές προτάσεις έμοιαζαν με απλή καταγραφή κινήσεων και σκέψεων χωρίς να έχουν τη συνοχή που απαιτείται σε ένα λογοτέχνημα.
Κάτι επίσης ασυνήθιστο για τον King είναι το ότι οι υπόλοιποι χαρακτήρες που πέρασαν από την ιστορία, υστερούσαν σε βάθος καθώς και οι περιγραφές του χώρου δεν ήταν τόσο ζωντανές ώστε να δημιουργήσουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα για μία νουβέλα τρόμου. Δεν ξέρω αν στα παραπάνω έπαιξε ρόλο η συνεργασία με τον Richard Chizmar και η μεταξύ τους χημεία αλλά μετά το τέλος της ανάγνωσης είχα την εντύπωση ότι η νουβέλα αυτή γράφτηκε βιαστικά.
Εν κατακλείδι δε μπορώ να πω ότι είναι μια ιστορία που κερδίζει τον αναγνώστη και σίγουρα απουσιάζουν πολλά από τα χαρακτηριστικά που έχουν κάνει το Stephen King τόσο μεγάλο. Από την άλλη όμως αυτό δε σημαίνει ότι είναι ένα βιβλίο αδιάφορο ή κουραστικό. Διαβάζεται πολύ εύκολα αλλά του λείπει το κάτι παραπάνω. Οι φίλοι του Stephen King θα το διαβάσουν ούτως ή άλλως, οι υπόλοιποι που δεν έχουν έρθει σε επαφή με το έργο του, ας το κάνουν με κάποιο άλλο βιβλίο του.
Δημήτρης Τζάνογλος