Το φετινό καλοκαίρι ήταν γενικότερα φτωχό από blockbuster. Βάλε σε αυτή την “έρημο¨ των επιλογών και την απόφαση να φέρουν στις ελληνικές αίθουσες το πολυαναμένομενο Suicide Squad 20 (!) μέρες από την πρεμιέρα του, λόγω της γενικότερης θερινής ραστώνης που επικρατεί ακόμα στα ταμεία, είναι λογικό η ανυπομονησία για αυτή την ταινία να έχει εκτοξευτεί στα ύψη. Πολλέ φορές μέσα στην χρονιά κοιτάζαμε τα trailer και το τρομερό marketing και πιάναμε τον εαυτό μας να εύχεται αυτή η ταινία να είναι επιτέλους η αρχή της “καλής” DC, της σειράς ταινιών που δεν θα μας κάνει να ντραπούμε για τις comic book ταινίες (Man of Steel) ούτε θα αφήσει τόσες αμφιβολίες και τεχνικά θέματα που θάβουν τα οποιαδήποτε θετικά (Batman Vs Superman: Dawn of Justice) . Οι κριτικές που διαβάσαμε έσβησαν γρήγορα αυτή την ελπίδα και την αντικατέστησαν με ένα τεράστιο debate που εν τέλει μετέθεσε αλλού το βάρος της συζήτησης (όπως έχουμε δει και εδώ). Έτσι η ελπίδα και η προσμονή έγιναν φόβος και άγχος, συναισθήματα που ποτέ κανείς δεν πρέπει να φέρνει μαζί του στην κινηματογραφική αίθουσα.
Τελικά, το Suicide Squad, ακολούθησε την παράδοση των προκατόχων του: Μια ταινία γεμάτη προβλήματα πλοκής, σεναρίου, χαρακτήρων και σκηνοθετικές ελλείψεις που μπορεί να τις περιμένει κανείς από έναν τόσο αυτιστικά προσκολημένο στα στυλιζαρισμένα πλάνα σκηνοθέτη όπως ο Zack Snyder, αλλά δεν συγχωρούνται από έναν δημιουργό που έχει αποδείξει πως μπορεί να παραδώσει μια πραγματικά σφικτή ταινία όπως ο David Ayer (Fury, Training Day), ο οποίος μάλιστα υπέγραψε και το παιδαριώδες σενάριο.
Ωστόσο, ήταν μια ταινία που άξιζε το θάψιμο που έφαγε; Σίγουρα όχι, ειδικά σε σύγκριση με την αδικαιολόγητη μίρλα του Man of Steel και την σοβαροφάνεια του Batman Vs Superman: Dawn of Justice. Ο Ayer, χωρίς να καταφέρει να αποδιώξει το άγχος και τον πανικό της Warner Bros από πάνω του – παράγοντας που φέρει μεγάλο ποσοστό ευθύνης για το τελικό αποτέλεσμα – καταφέρνει και παραδίδει μια ταινία που αν μη τι άλλο, είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα από την κενή σκοτεινιά των δύο προηγούμενων, ένα τεχνητό και σε πολλά σημεία του αφύσικο υβρίδιο, που προσπαθεί να συνδυάσει το χιούμορ και την πιο ανάλαφρη πλευρά της Marvel με επιτηδευμένη ακρότητα, την οποία αρέσκεται η DC να μπερδεύει με ωριμότητα. Το αποτέλεσμα, παρόλο που σε πολλά το σημεία βρωμάει κλισεδιά και Hollywood statistics, τελικά καταφέρνει να κατευνάσει το comic book κοινό.
Η ταινία του David Ayer δεν ξεκινά χωρίς φιλοδοξίες. Η αρχική σεκάνς αμέσως κερδίζει τον θεατή και τον κάνει να πιστέψει πως ίσως όλες οι κριτικές και τα σχόλια ήταν κακοπροαίρετα. Ταυτόχρονα, φαίνεται πως ένα τμήμα της επιτυχίας του Deadpool κατάφερε να τον επηρεάσει και έτσι προσπάθησε να ενσωματώσει αυτή την τρελή, καθαρά μεταμοντέρνα άποψη για την δομή και την παρουσίαση του χαρακτήρα, χωρίς όμως να καταφέρει να την ελέγξει πλήρως, και έτσι απογυμνώνεται σε ένα στείρο who is who, για να μπει γρήγορα στο κλίμα ο θεατής και να έχει ένα καλό εργαλείο το τμήμα του marketing. Και εκεί σταματούν τα καλά και αρχίζει ολόκληρη η δομή να καταρρεί. Το μεγαλύτερο μέρος των χαρακτήρων απομένει χωρίς στήριγμα και πολύ γρήγορα είτε ξεχνιέται είτε μειώνεται σε ένα απλό plot device. Oυσιαστικά θα μπορούσε να πει κανείς πως αυτό είναι και μία από τις μεγαλύτερες αδυναμίες της ταινίας, η παντελής ανικανότητα του Ayer να ελέγξει τους χαρακτήρες και να τους δέσει σε μια πραγματική ομάδα. Σε όλη την διάρκεια της ταινίας ασχολείται μόνο με τα πολύ βαριά του χαρτιά, όπως την Harley Quinn και τον Deadshot, ενώ δίνεται και μεγάλος χώρος στον Rick Flag, έναν χαρακτήρα που η ανάπτυξη του εξαντλείται στο όνομα του και απλά βαραίνει την ταινία με μια κενή, σχεδόν ρατσιστική ρητορική. Αυτοί είναι και οι μόνοι χαρακτήρες που αναπτύσσονται, ο καθένας χωριστά, χωρίς ποτέ να δίνεται η αίσθηση πως δένουν σε μια ομάδα, παρά τις εξωτερικές προσπάθειες της ταινίας να πείσει για το αντίθετο. Ενδεικτικά μόνο, ο Κiller Croc εχει σχεδόν 3 ατάκες, ενώ ο Boomerang μειώνεται σε ένα πυροτεχνικού τύπου comic relief.
Την ίδια στιγμή η ταινία πάσχει σε ανησυχητικό βαθμό στο θέμα του μοντάζ. Ο χρόνος και η αίσθηση που σου αφήνει μεγαλώνουν ή μικραίνουν ανεξέλεγτα και δεν σου μεταδίδει ούτε στιγμή την αίσθηση του επείγοντος, του οποιουδήποτε κινδύνου. Σκηνές ασύνδετες μεταξύ τους παρεισφρύουν στην πλοκή χωρίς να συνεισφέρουν τίποτα και είναι πραγματικα κρίμα, γιατί η ίδια η πλοκή είναι πιο στεγνή και από έρημο το μεσημέρι, καθώς δεν έχει να προσφέρει καμιά συγκίνηση ή έκπληξη στον θεατή. Ένα ακόμα θέμα, που φαίνεται κοινό πλεόν σχεδόν σε όλες τις κομιξοταινίες είναι ο κεντρικός αντίπαλος, ο οποίος στερείται οποιοδήποτε κύρους, στυλ, ακόμα και ονόματος!
Κεφάλαιο Joker
Ενα μεγάλο μέρος του marketing της ταινίας αναλώθηκε στον Joker του Jared Leto (Requiem for a Dream, Dallas Buyers Club), του οποίου η τελική εμφάνιση δεν δικάιωσε τον θόρυβο. Μπορεί να μην είχε τον χρόνο που ήθελε (ο ίδιος ο Leto κατήγγειλε πως οι περισσότερες σκηνές που κόπηκαν), σε κάθε περίπτωση όμως το τελικό αποτέλεσμα δεν δικαίωσε ούτε την ιστορία ούτε την φήμη του χαρακτήρα. Θα μπορούσε να πει κανείς πως αυτός ο Joker ήταν ο λιγότερο Clown και περισσότερο Prince of crime, καθώς θα μπορούσε πολύ εύκολα να αντικατασταθεί με έναν εκκεντρικό μαφιόζο σύγχρονης κοπής. Έχοντας να αντιμετωπίσει την τεράστια σκια τόσο του Heath Ledger όσο και του Jack Nicholson, με τον πρώτο να εστιάζει σε έναν καθαρά φιλοσοφημένο Moore-ικό Joker και τον δεύτερο σε έναν σκληρό, στυλάτο μαφιόζο στο στυλ του Miller, ο Leto θέλησε να παρουσιάσει έναν Grant Morrison-ικού ύφους Joker, χωρίς ωστόσο να φαίνεται να το καταφέρνει. Ίσως στην solo Batman ταινία του Ben Affleck να βρει τον χώρο που θέλει, ωστόσο τα προγνωστικά δεν δείχνουν καλά.
Ωστόσο δεν ήταν όλα μαύρα στην ταινία. Παρά τα τεράστια τεχνικά θέματα, το δυνατό cast (τουλάχιστον στους βασικούς χαρακτήρες) καταφέρνει και κρατά το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τέλος, ή τουλάχιστον εκεί που η στυλαρισμένη βία του δεύτερου μισού της ταινίας το επιτρέπει. Η Margot Robbie (The Legend of Τarzan, Wolf of Wall Street, Big Short) είναι η Harley Quinn που μας αξίζει, καθώς καταφέρνει να εκδηλώσει και την γοητευτική τρέλα του χαρακτήρα, το χιούμορ και την ενέργεια της, αλλά ταυτόχρονα ήταν εξαιρετική και στο σοβαρό κομμάτι, αυτό της ψυχιάτρου. Γενικότερα, αν βγήκε κάτι καλό από αυτή την ταινία, είναι η Margot Robbie. Συχγρόνως, ο Will Smith θυμάται κάτι από την παλιά του γοητεία και μας παραδίδει έναν σαγηνευτικό Deadshot. Ωστόσο, το βαρύ χαρτί από πλευρά ηθοποιίας είναι άλλη μια φορά η Viola Davis (How to get away with murder, The Help), η οποία είναι η πιο προφανής επιλογή για την αδίστακτη και σκληρότερη από διαμάντι Amanda Waller και παραδίδει τις ατάκες με ένα βάρος που σε λυγίζει.
Επιπρόσθετα, η όλη αισθητική προσέγγιση ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, καθαρά επηρεασμένη από σύγχρονο graphic novel και σίγουρα από τα δυνατά χαρτιά της ταινίας. Την ίδια στιγμή βέβαια, η αισθητική αυτή θα μπορούσε να γίνει ακόμα πιο παραγωγική εάν συνδυαζόταν με μια πιο αιματηρή βία, που ίσως είχε κάποιο αντίκτυπο στους θεατές, καθώς η ταινία φώναζε πως ασφυκτιούσε μέσα στο PG 13 που της φόρεσαν ελπίζοντας να διευρύνουν την εμπορική της βάση.
Εν κατακλείδι, τι θα μείνει από το Suicide Squad; Ένα ευχάριστο, αλλά όχι και αλησμόνητο απόγευμα, μια μαγευτική Margot Robbie, που θέλουμε να δούμε σύντομα κάπου όπου να της αξίζει, και ένα τεράστιο άγχος για την DC, που ίσως καταστρέψει και την επόμενη ταινία της…