Ο Μάαλι Αλμέιντα, κατά δήλωσή του επαγγελματίας φωτογράφος, τζογαδόρος και πουτάνα, ξυπνά σε μια αίθουσα αναμονής, με γκισέ όπου φιδογυριστές ουρές εκατοντάδων ανθρώπων αναμένουν στωικά τη σειρά τους. Αμέσως νομίζει πως ονειρεύεται, πως τριπάρει με ένα από τα χαζοχάπια της κολλητής και συγκατοίκου του, Τζάκι, όμως σύντομα θα ανακαλύψει πως όχι: είναι νεκρός, αυτή είναι η μεταθανάτια ζωή, και του απομένουν εφτά φεγγάρια, εφτά μερόνυχτα, για να ολοκληρώσει τη γραφειοκρατική διαδικασία και να βρει τον δρόμο του προς το Φως. Όμως, μια σκιώδης φιγούρα, ένας μετά θάνατον επαναστάτης, θα δελεάσει τον Μάαλι να εγκαταλείψει την πορεία του προς την κάθαρση, για το Ενδιάμεσο, για να επιστρέψει στον κόσμο των ζωντανών ως φάντασμα, στη Σρι Λάνκα του 1989 που μαστίζεται από τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Ταμίλ και Σινγκαλέζων, από απαγωγές και εκτελέσεις αθώων, πυρπολήσεις και σφαγές αμάχων. Εκεί, ο Μάαλι θα βρεθεί σε μια ιλιγγιώδη τροχιά προσπαθώντας να εντοπίσει τον δολοφόνο του, να βρει ένα κουτί με πολεμικές φωτογραφίες που τράβηξε, με συνέπειες δυνητικά καταστροφικές για σύσσωμο το πολιτικό σύστημα της Σρι Λάνκα, και, κυρίως, να προστατεύσει εκείνους που αγαπά.
Ο πολύκροτος στην πατρίδα του Λανκανός συγγραφέας Shehan Karunatilaka έγινε ευρύτερα γνωστός στο διεθνές λογοτεχνικό στερέωμα μετά τη βράβευσή του με το Booker 2022 για το μυθιστόρημά του, Τα Εφτά Φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα. Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Gutenberg στη σειρά Aldina τους και σε μετάφραση Ρένας Χατχούτ, είναι μια καλειδοσκοπική κατάβαση στην Κόλαση, ένα μυθιστορηματικό υβρίδιο που αιωρείται ανάμεσα στα είδη και τις συμβάσεις τους, ανάμεσα στο αστυνομικό νουάρ και τη μαύρη κωμωδία, το ρεαλιστικό και το μεταφυσικό.
Ο Karunatilaka οραματίζεται το, κατά Δάντη, καθαρτήριο, τη μετά θάνατον ζωή, Όπως Εδώ Αλλά Χειρότερα, σαν μια ατέρμονη, αρτηριοσκληρωτική γραφειοκρατία όπου οι άρτι αφιχθέντες νεκροί έχουν εφτά φεγγάρια για να κάνουν τον απολογισμό τους, να καταμετρήσουν τα τραύματα, τις ενοχές και τις αμαρτίες τους, και να διασφαλίσουν την είσοδό τους στο Φως – τον παράδεισο, τη μετενσάρκωση, τη λήθη και ανυπαρξία, ό,τι αυτοί επιλέξουν να είναι. Εναλλακτικά, να ακολουθήσουν τα πλάσματα με τις μαύρες σκουπιδοσακούλες για κουκούλα, να απορρίψουν την αστική δομή και δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία του μεταθανάτιου γραφειοκρατικού κατεστημένου και να επιστρέψουν στο Ενδιάμεσο, στον κόσμο των ζωντανών ως αιωρούμενες, φασματικές παρουσίες.
Ο Μάαλι Αλμέιντα επιλέγει το δεύτερο και επιστρέφει πίσω στη Σρι Λάνκα και σε ένα Κολόμπο βουτηγμένο στο αίμα, την πολιτική διαφθορά, τις δωροδοκίες και τους αλληλοσκοτωμούς, όπου μετά την εξαφάνισή του διεξάγεται αστυνομική έρευνα για να βρεθεί, κινούμενη από τα τρία σημαντικότερα άτομα της ζωής του: την Αμμά, τη μητέρα του, που τον αγαπούσε παρότι του απέκρυπτε τις προσπάθειες επικοινωνίας του απόντα πατέρα του, την Τζάκι, κολλητή φίλη και συγκάτοικό του, που πάντα επιθυμούσε περισσότερα από όσα μπορούσε να της δώσει, και τον Ντι-Ντα, ξάδελφο της Τζάκι και γιό σημαίνοντος υπουργού της χώρας, εραστή και έρωτα της ζωής του, παρότι ο Μάαλι δεν δίσταζε να τον προδίδει και να τον εξαπατά καθημερινά. Αμοραλιστής, καιροσκόπος και οπορτουνιστής, ο Μάαλι Αλμέιντα δεν ακολουθεί τις ηθικές επιταγές καμίας θρησκείας, καμίας πολιτικής φράξιας και καμίας κατηγορικής προσταγής, φωτογραφίζει τα αποτρόπαια τεκταινόμενα της χώρας του και πουλά τις φωτογραφίες στον υψηλότερο πλειοδότη, παίζει τα κέρδη του στη ρουλέτα, το μπλακτζάκ και το μπακαρά, χαυνώνει τη συνείδησή του στο αλκοόλ και στις αγκαλιές όμορφων αγοριών σε σκοτεινά σοκάκια. Είναι ένας χαρακτήρας queer και υπερσεξουαλικός, προτάσσει τον ηδονισμό και την ικανοποίηση των επιθυμιών της σάρκας έναντι των περιορισμών του φύλου και της ετεροκανονικότητας, πάντοτε όμως closeted σε μια Σρι Λάνκα συντηρητική και βαθιά ομοφοβική, που περιθωριοποιεί και εκλαμβάνει ως κίνδυνο για την κοινωνική ευημερία τους ομοφυλόφιλους.
Το σύμπαν του Μάαλι Αλμέιντα είναι ένα σύμπαν ακολασίας και διαφθοράς, χαρτοπαιξίας και τυχοδιωκτισμού, όπου οι χαρακτήρες κινούνται ανάμεσα σε καζίνα και οίκους ανοχής, παίζουν καθημερινά τη μοίρα τους στα ζάρια και τη ρουλέτα, βυθίζουν τη μνήμη και το συνειδητό τους στη λήθη μέσα σε αβαθή μπουκάλια ουίσκι, ένα σύμπαν που ειδολογικά εντάσσεται στο pulp και το νουάρ. Ένα κουτί με την ονομασία Ντάμα, που περιέχει φωτογραφίες οι οποίες μπορούν «να ρίξουν την κυβέρνηση, να σταματήσουν τον πόλεμο», να φέρουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς για μερικές από τις μεγαλύτερες σφαγές στην ιστορία του εμφυλίου της Σρι Λάνκα, θα αποτελέσει την έριδα που θα εξαπολύσει ένα ανθρωποκυνηγητό για την εύρεσή του, από δωροδοκημένους μπάτσους και ΜΚΟ με απώτερα συμφέροντα μέχρι διεφθαρμένους πολιτικούς και στρατηγούς.
Η σύλληψη του Karunatilaka είναι ευφάνταστη, ρηξικέλευθη και καινοτόμα, η αφηγηματική κατασκευή του παραισθησιογόνα και ψυχεδελική, η πρόζα του ρέει σαν ψυχοτρόπος ουσία που σταλάζει στις νευρωνικές συνάψεις, επεκτείνοντας και αναπλάθοντας τα όρια της αντίληψης και της ενσυνειδητότητας. Η πορεία του ήρωα του είναι υπαρξιακή, το ενδοσκοπικό ταξίδι ενός άσωτου υιού που διήγε βίο ακόλαστο, ενός άθεου που δεν πίστευε στα φληναφήματα των εκάστοτε θρησκειών περί μεταθανάτιας ζωής, παραδείσου και αναγέννησης, που ζούσε δίχως να υπακούει σε κανέναν ηθικό κώδικα, μόνο για να έρθει μετά θάνατον αντιμέτωπος με τα ίδια του τα κρίματα και ανομήματα.
Ταυτόχρονα, ο Karunatilaka συνθέτει μια τοιχογραφία της Σρι Λάνκα του εμφυλίου, μιας κοινωνίας βίας, διαφθοράς, παρανομίας, όπου οι κυβερνητικοί αντιφρονούντες οδηγούνται στο εκτελεστικό απόσπασμα, οι εχθροί των Ταμίλ δολοφονούνται εν ψυχρώ από εξτρεμιστικές ομάδες, πτώματα, όπως αυτό του Μάαλι, τεμαχίζονται και απορρίπτονται στη λίμνη Μπέιρα, χωνευτήρι ανθρώπινων ψυχών, αντανάκλαση και αντικαθρεφτισμός της αποσύνθεσης μιας ολόκληρης χώρας. Ο Karunatilaka ρίχνει λογοτεχνικό φως σε ένα εν πολλοίς άγνωστο κομμάτι της παγκόσμιας ιστορίας, τον εμφύλιο πόλεμο της Σρι Λάνκα μεταξύ Ταμίλ και Σινγκαλέζων, τις μαζικές δολοφονίες και τον αλληλοσπαραγμό μεταξύ της Σινγκαλέζικης κυβέρνησης και των Τίγρεων, των Ταμίλ εξτρεμιστών, την ανάμειξη των μαρξιστών αντιστασιαστών και της Ινδικής Ειρηνευτικής Δύναμης – μόνο μειονέκτημα της αφήγησης, οι συνεχείς αναφορές υπαρκτών πολιτικών προσώπων και συμβάντων και η συχνά μονολιθική, ομφαλοσκοπική εμβύθιση στην ιστορία και μικροπολιτική του εμφυλίου πολέμου, ένα πολύπλοκο οικοδόμημα πολιτικών και εθνολογικών συσχετισμών συχνά δυσνόητο στον αδαή για την ιστορία της χώρας αναγνώστη. Η αφήγηση του Karunatilaka είναι πολύ πιο άρτια και επιτυχημένη όταν ξεστρατίζει σε μεταφυσικά, θεολογικά και υπαρξιακά, θεματικά μονοπάτια, παρά όταν εγκλωβίζεται στις συμβάσεις του αστυνομικού νουάρ και της πολιτικής σάτιρας.
Ο Karunatilaka γράφει αιχμηρά, πολιτικά, η οργή και το δριμύ κατηγορώ για το παρελθόν της πατρίδας του εναλλάσσεται διαρκώς με το οξυδερκές χιούμορ, τη σαρδόνια πολιτική σάτιρα και την ανηλεή ειρωνεία. Η αφήγησή του είναι δευτεροπρόσωπη, ο Μάαλι απευθύνεται στον ίδιο του τον εαυτό, επιχειρεί μια καταβύθιση στο δικό του μνημονικό, στις τύψεις και τις ενοχές του, τα κίνητρα και τα λάθη του – ή, μήπως, τον λόγο έχουν τα πνεύματα, που ψιθυρίζουν στο αυτί του και υπαγορεύουν τη σκέψη του; Μόνο μετά θάνατον αποκαλύπτονται στον άναυδο ήρωα οι παρουσίες που συνυπάρχουν με τους ζωντανούς, πλάσματα αλλόκοσμα, μεταφυσικά, φαντάσματα και τερατόμορφοι δαίμονες, ακέφαλα και πυρπολημένα πτώματα, υπάρξεις δαιμονικές που καταβροχθίζουν ψυχές, όλες παροικούντες την επίγεια κόλαση, ένα υπαρξιακό μεταίχμιο καταδικασμένο στην αέναη απελπισία, σε μια γκροτέσκα όσο και αριστοτεχνική συνύφανση του νουάρ με την ανατολίτικη μυθολογική και θρησκευτική παράδοση.
Τα Εφτά Φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα είναι μια πολυεπίπεδη πολιτική αλληγορία για τη λήθη και την αντίσταση, τη συμμόρφωση και την ανυπακοή – οι νεκρές ψυχές που επιλέγουν να οδεύσουν προς το Φως, επιλέγουν και να λησμονήσουν, να συγχωρήσουν τους εξουσιαστές και τους εκτελεστές τους, τη βία και την αδικία που υπέστησαν στην εγκόσμια ζωή, ενώ όσοι γυρνούν την πλάτη τους στο Φως, κυνηγούν τους εχθρούς τους και αποδίδουν μεταθανάτια εκδίκηση. Η (θρησκευτική) συγχώρεση ως μέθοδος καθυπόταξης του πνεύματος από την άρχουσα τάξη ή ως μόνη εφικτή οδός προς την υπαρξιακή γαλήνη, η μετά θάνατον εξέγερση ως αντίσταση στο οικοδόμημα κρατικής ολιγωρίας και διαφθοράς ή ως εγκλωβισμός σε έναν αέναο βρόχο βίας και ρεβανσισμού;
Η απάντηση στα ερωτήματα που θέτει ο Karunatilaka, θρησκευτικά, φιλοσοφικά, πολιτικά, ηθικά, δεν είναι εύκολη, και ο ίδιος αρνείται να τη δώσει διδακτικά και προπαγανδιστικά, παρά τα θέτει επί τάπητος, τα ανατέμνει και τα επανεξετάζει. Το επιμύθιο, το τελικό συμπέρασμα στο οποίο ο ήρωας φαίνεται να καταλήγει, είναι πως σε έναν κόσμο άκρατης βίας, φαυλότητας και αναλγησίας, όπου οι άνθρωποι πατούν επί πτωμάτων και τρέφονται από τις σάρκες των νεκρών τους, όπου διεφθαρμένοι πολιτικοί και σαδιστές παραστρατιωτικοί μπορούν να είναι πολύ μοχθηρότεροι από πάσα δαιμονική οντότητα, όπου ο Θεός, οποιασδήποτε θρησκείας, οποιασδήποτε φυλετικής ομάδας και πολιτισμού, είναι απών και το Κακό βρίσκεται εξ ολοκλήρου σε ανθρώπινα χέρια, εκεί όπου η Κόλαση είναι οι Άλλοι, η ύστατη πράξη αντίστασης και αντικομφορμισμού είναι η ενσυναίσθηση και ο αλτρουισμός, η προσωπική θυσία προκειμένου να σωθούν αυτοί που αγαπάς.
Ο Shehan Karunatilaka στα Εφτά Φεγγάρια του διαρρηγνύει τη στερεή υφή της πραγματικότητας όπως τη γνωρίζουμε, θολώνει και εξαλείφει τα συμπαγή όρια μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, ρεαλιστικού και μεταφυσικού, μυθοπλασίας και ιστορικής καταγραφής, δυτικής λογοτεχνίας και ανατολικής μυθολογικής παράδοσης, σε ένα λογοτεχνικό πείραμα, ριψοκίνδυνο στη σύλληψή του, όμως απόλυτα επιτυχημένο στην εκτέλεσή του.