Ο Τάσος Αποστολίδης είναι μία θρυλική μορφή των ελληνικών κόμικς. Από τα χέρια κάθε παιδιού έχει περάσει κάποια απ’ τις διασκευές των αριστοφανικών κωμωδιών με τον Γιώργο Ακοκαλίδη, ενώ ο δημιουργικός του οίστρος μέχρι και σήμερα είναι ασταμάτητος. Πριν δύο χρόνια κυκλοφόρησε ο «Αριστοτέλης» του σε συνεργασία με τον Αλέκο Παπαδάτο, ο οποίος εκδόθηκε παράλληλα στα γαλλικά απ’ τις εκδόσεις Dargaud και στα ελληνικά απ’ τις εκδόσεις Ίκαρος, ενώ κυκλοφορεί επίσης στα Γερμανικά, Κινέζικα και Πορτογαλικά ενώ θα ακολουθήσουν εκδόσεις στα Λιθουανικά, Κορεάτικα και Τουρκικά. Για το σύνολο του έργου του ο Τάσος Αποστολίδης τιμήθηκε απ’ την Ελληνική Ακαδημία Κόμικς κατά τη διάρκεια της απονομής των Ελληνικών Βραβείων Κόμικς 2024 στο πλαίσιο του Comicdom-Con Athens 2024, όπου παρέστη διαδικτυακά προκειμένου να ευχαριστήσει τα μέλη της Ακαδημίας και το κοινό που τον καταχειροκρότησε.
Πριν μερικούς μήνες μάς υποδέχτηκε στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να μιλήσουμε για την συνολική του πορεία στα κόμικς, με έμφαση στις Κωμωδίες του Αριστοφάνη και στο πιο πρόσφατο έργο του, τον Αριστοτέλη. Στη συζήτησή μας αναφέρθηκε στα παιδικά του χρόνια, στην φιλαναγνωσία που ανέπτυξε στο σχολείο χάρις στους δασκάλους του, στις πρώτες του αναγνωστικές εμπειρίες και στα πρώτα κόμικς που διάβασε, στις πρώτες προκλήσεις που αντιμετώπισαν με τον Ακοκαλίδη στη δημιουργία των κόμικς, αλλά και στην ξεχωριστή συνεργασία του με την Dargaud, τον εκδοτικό οίκο της σειράς του Αστερίξ. Εκτενώς συζητήσαμε και για τον «Αριστοτέλη», το πιο πρόσφατο έργο του σε συνεργασία με τον Αλέκο Παπαδάτο, όπου αναφέρθηκε στην επικαιρότητα της φιλοσοφικής του σκέψης, στις δυσκολίες της εκλαΐκευσης, ενώ αποκάλυψε την αγαπημένη του στιγμή.
Δυστυχώς, λόγω ορισμένων τεχνικών δυσκολιών καθυστερήσαμε όλους αυτούς τους μήνες να δημοσιεύσουμε το βίντεο της συνέντευξης και θα θέλαμε να ζητήσουμε και δημόσια συγνώμη για αυτή την καθυστέρηση. Σήμερα δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος της συνέντευξης, το οποίο ακόμη και σήμερα δεν θα είχαμε καταφέρει να μοντάρουμε (και να κουμαντάρουμε) χωρίς την ανεκτίμητη βοήθεια του Κώστα, τον οποίο ευχαριστούμε εγκάρδια για την πολύτιμη βοήθεια. Θα ακολουθήσει ένα δεύτερο μέρος, στο οποίο η συζήτηση επικεντρώθηκε στις Κωμωδίες του Αριστοφάνη και στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, στην οποία κυκλοφόρησαν. Ακολουθούν εκτενή αποσπάσματα του πρώτου μέρους της συνέντευξης.
«Με την αρχαιότητα έχω ένα κράτημα, μία ιδιαίτερη αδυναμία»
– Αναπολώντας τη μακρόχρονη πορεία σας στη συγγραφή σεναρίων κόμικς, θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς διατηρείτε και πώς ανανεώνετε το δημιουργικό ενδιαφέρον σας για τη συγγραφή και ιδιαίτερα για το είδος των κόμικς;
– Το 2023 συμπλήρωσα 50 χρόνια από την έκδοση του πρώτου μου βιβλίου, το οποίο είχε κείμενα και μικρές εικονοϊστορίες. Ήταν λίγο κόμικ, αλλά και δεν ήταν. Το ‘83 κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του Αριστοφάνη. Οπότε, το 2023 ήταν επετειακό, καθώς συμπλήρωσα και 40 χρόνια από την έκδοση του πρώτου τεύχους της σειράς του Αριστοφάνη, που ήταν η Λυσιστράτη. Με την αρχαιότητα έχω ένα κράτημα, έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία. Έχω σπουδάσει μαθηματικά και δούλεψα για 40 χρόνια ως μαθηματικός στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το πάθος μου, όμως, ήταν πάντα η αρχαιότητα. Ό,τι έφθανε στα χέρια μου και με ενδιέφερε, πάντα το διάβαζα. Αυτό το έκανα από παιδί, σχεδόν από μαθητής Γυμνασίου. Και από όταν ήμουν φοιτητής είχα μία διάθεση να γράφω (σε εφημερίδες, σε περιοδικά, διάφορα χρονογραφήματα κλπ.). Επομένως, ήταν μία φυσική εξέλιξη να ασχοληθώ θεματικά με την αρχαιότητα. Αυτό ξεκίνησε με τον Αριστοφάνη. Και η επιτυχία του μου έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθώ και με άλλα θέματα που έχουν σχέση με την αρχαιότητα: τους μύθους του Αισώπου, τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα, την Οδύσσεια, τους Άθλους του Βούγδουπου (μια σειρά 4 τευχών που δυστυχώς μόνο τα 2 κυκλοφόρησαν) και μετά βέβαια τον Αριστοτέλη.
«Μεγάλωσα σε μία εποχή που είχαμε μυθοποιήσει λιγάκι παραπάνω ό,τι είχε σχέση με την αρχαιότητα»
– Τι σας παρακινούσε από τα παιδικά σας χρόνια να διαβάζετε βιβλία για την αρχαιότητα και την αρχαία Ελλάδα;
– Είχα δύο τύχες όταν ήμουνα μικρός. Γεννήθηκα λίγο πιο πάνω από το σημερινό μου σπίτι, στην πλατεία Ιπποδρομίου. Το Δημοτικό στο οποίο πηγαίναμε οι Ιπποδρομίτες ήταν το 40ο Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης. Ένα πολύ αυστηρό σχολείο με εξαιρετικούς δασκάλους, οι οποίοι πέρα από το μάθημα και το αναλυτικό πρόγραμμα, με διάφορες αφορμές και ευκαιρίες μας δίδασκαν πράγματα «εκτός ύλης» θα λέγαμε. Πράγματα που είχαν σχέση με την ιστορία, με τη μυθολογία, με την ιστορία της πόλης μας (η Θεσσαλονίκη είναι γεμάτη αρχαιολογικά και βυζαντινά μνημεία).Έτσι, φεύγοντας από το δημοτικό ήξερα πάρα πολλά πράγματα για την αρχαιότητα της πόλης μου και την αρχαιότητα γενικότερα, που δεν ήξεραν ίσως άλλα παιδάκια που τελείωσαν κάποιο άλλο σχολείο. Συνεχίζω τις σπουδές μου στο 5ο Γυμνάσιο Αρρένων Θεσσαλονίκης, ένα επίσης διάσημο σχολείο. Όχι μόνο γιατί έβγαλε τον Σαββόπουλο, τον Χατζηνάσιο και άλλους πολλούς καλλιτέχνες. Αλλά και επειδή είχε επίσης εξαιρετικούς καθηγητές, οι οποίοι είχαν το θάρρος να κλείνουν το βιβλίο και να μας διδάσκουν πράγματα «εκτός βιβλίου». Ας πούμε, ο καθηγητής της ιστορίας αφιέρωνε ολόκληρες διδακτικές ώρες για να μας μάθει ευρωπαϊκή ζωγραφική, να μας μάθει την αναγεννησιακή ζωγραφική και να μας δείχνει προβολές (με δύσκολα μέσα τότε), χωρίς όλα αυτά να περιλαμβάνονται στην ύλη κανενός βιβλίου. Το σχολείο είχε επίσης μία καταπληκτική βιβλιοθήκη, όπου ήμασταν υποχρεωμένοι να δανειζόμαστε ένα βιβλίο το μήνα. Εγώ, βέβαια, δανειζόμουν δύο την εβδομάδα! Και άρχισε σιγά – σιγά όλο αυτό να μου δημιουργεί έναν θαυμασμό για τον τόπο που ζω, για τη χώρα που ζω, για το παρελθόν της χώρας. Ήταν και η εποχή που είχαμε μυθοποιήσει λιγάκι παραπάνω ό,τι είχε σχέση με την αρχαιότητα. Για έναν έφηβο, τουλάχιστον για εμένα, η γέννηση της Δημοκρατίας και όλα αυτά ήταν πράγματα που άξιζε τον κόπο να ασχοληθεί κανείς. Έτσι διάβαζα ό τι έπεφτε στο χέρι μου που είχε σχέση με την αρχαιότητα και προφανώς με την Αθήνα, με την ένδοξη Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., αλλά και πράγματα που συνέβησαν στην Αθήνα και στην μετέπειτα παρακμή της. Οι συμμαθητές μου στο πρακτικό τμήμα δεν ήθελαν να ακούσουν καν για τα θέματα που εγώ εντυπωσιαζόμουν και τους μιλούσα. Αλλά εγώ τα λάτρευα.
– Είχατε και οικογενειακές εμπειρίες; Πηγαίνατε οικογενειακές εκδρομές σε τόπους με αρχαία μνημεία;
– Όχι, όχι. Εκδρομές πηγαίναμε με τα σχολεία. Με την οικογένειά μου όχι. Ήταν μια φτωχική οικογένεια εργατών, η οποία δεν είχε τέτοια δυνατότητα. Αλλά με τα σχολεία πηγαίναμε πολλές φορές εκδρομές και φυσικά πήγαινα και αργότερα με φίλους, όταν είχα πια μεγαλώσει και είχα την ανεξαρτησία και την οικονομική δυνατότητα.
– Εκείνη την εποχή τα ενδιαφέροντά σας, πέραν των αρχαίων ελληνικών, ποια ήταν; Τι άλλο διαβάζατε;
– Κόμικς! Νομίζω ήμουν από τους πρώτους αναγνώστες του Μίκυ Μάους στην Ελλάδα, το οποίο κυκλοφόρησε νομίζω γύρω στο ‘52 και το πρώτο κόμικ που κυκλοφόρησε στα περίπτερα της Θεσσαλονίκης μου το έφερε ο πατέρας μου στο σπίτι. Βέβαια, ό,τι υπήρχε εικονογραφημενο, όπως όλα τα παιδιά, το διάβαζα, παράλληλα με την κλασική μου, τέλος πάντων, λογοτεχνία. Διάβαζα πολύ, μου άρεσε πάρα πολύ το διάβασμα. Αλλά για να μην κάνουμε τώρα τους σπουδαίους και τους ήρωες, να σημειώσω ότι δεν είχαμε πειρασμούς τότε. Τηλεόραση δεν υπήρχε, προφανώς ούτε ίντερνετ. Δεν υπήρχαν άλλα πράγματα που απασχολούν σήμερα τους νέους και τα παιδιά. Τότε είχαμε τα σχολειά μας, τη βιβλιοθήκη και ό,τι έπεφτε στα χέρια μας· φτηνό από το περίπτερο ή ακριβό από το βιβλιοπωλείο ή το δανειζόμασταν απ’ τη βιβλιοθήκη της ΧΑΝΘ, η οποία είναι επίσης κοντά στο σπίτι που γεννήθηκα. Οπότε αυτές ήταν οι ελεύθερες ώρες, εκτός από το παιχνίδι στις αλάνες όταν ο καιρός τότε το επέτρεπε. Τι να κάνεις σπίτι; Ήμουνα και μοναχοπαίδι. Δεν είχα αδέρφια. Οπότε διάβαζα για να περνάει και η ώρα, αφού τα μαθήματα του σχολείου τα τελείωνα μέσα σε μια ώρα. Είχα αρκετά βιβλία. Δηλαδή στις μετακομίσεις που κάναμε έλεγε η μαμά μου «μα τόσα πολλά βιβλία ρε παιδί μου γιατί τα κουβαλάς, ας τα αφήσουμε». Λάτρευα τα κόμικς βέβαια. Δεν ντρεπόμουν αργότερα. Ήμουν φοιτητής όταν κυκλοφόρησε ο Αστερίξ. Έπαιρνα απ’ το περίπτερο την εφημερίδα μου και τον Αστερίξ και πήγαινα σπίτι μου. Αντιθέτως, οι μεγάλοι τότε έκρυβαν τα Αστερίξ, τα έβαζαν μέσα στην εφημερίδα για να μη φανεί ότι διαβάζουν κόμιξ. Ήταν λίγο ντροπή ή τέλος πάντων παλιμπαιδισμός. Εγώ, όμως, όχι, διάβαζα κανονικά και το σύστηνα και στους φίλους μου να διαβάζουν Αστερίξ. Μετά, η δεκαετία του ‘70 έφερε τίτλους απ’ έξω. Ήταν η πρώτη φορά που μεταφράστηκαν στην Ελλάδα μεγάλα κόμικς, όπως του Hugo Pratt. Ήταν η χρυσή εποχή των ξένων κόμικς στην Ελλάδα. Ύστερα ήρθε βέβαια και σαβούρα, που ακόμη έρχεται. Όμως, τότε, εκείνα τα άλμπουμ ήταν τόσο φροντισμένα, τόσο καλλιτεχνικά άρτια που σε εντυπωσίαζαν ακόμη και αν δεν σου άρεσε το θέμα τους αυτό καθεαυτό.
– Στο σχολείο σας δεν αντιμετώπιζαν στερεοτυπικά τότε τα κόμικς σαν παραλογοτεχνία; Πώς δεν σας επηρέασε αυτό;
– Το Δημοτικό
μου ήταν ένα ανοιχτόμυαλο σχολείο, όμως δεν προέρχονταν από εκεί τα κόμικς αλλά
από τον μπαμπά μου, απ’ το περίπτερο. Και τα Κλασσικά Εικονογραφημένα ακόμα, τα
πουλούσε το ψιλικατζίδικο στη γειτονιά. Οπότε και αυτά έμπαιναν απ’ την οικογένεια,
όχι απ’ το σχολείο, παρόλο που το σχολείο δεν μας είχε απαγορέψει ποτέ να διαβάσουμε
κόμικς. Ίσως είχαν κάποια αντίρρηση και ανησυχούσαν τους γονείς μας να μην
διαβάζουμε κάποια περιοδικά, όπως τη Μάσκα, που ήταν λίγο γκαγκστερικά και λίγο
αστυνομικά. Αυτά, έτσι κι αλλιώς, εμένα δεν με γοήτευαν ποτέ κι έτσι δεν
ασχολήθηκα μαζί τους. Αντιμετωπίσαμε αυτή τη φόρτιση των κόμικς ότι έχουν
σχέση με την παραλογοτεχνία και με την υποκουλτούρα ή ότι έχουν σχέση με την λεξιπενία
και άλλες τέτοιες ανοησίες, στα πρώτα χρόνια του Αριστοφάνη. Αλλά πολύ γρήγορα,
ήδη όταν είχαμε βγάλει το τέταρτο τεύχος και ο Κακριδής και ο Τσολάκης, δύο
μεγάλοι καθηγητές στο πεδίο της γλωσσολογίας, ανέπτυξαν σε άρθρα (και ο
Τσολάκης σε διαλέξεις) την ωφελιμότητα των κόμικς, αν είναι σωστά τα ελληνικά
βέβαια. Και απενοχοποίησαν, κατά κάποιο τρόπο, το είδος. Βέβαια,
ήρθα μετά κι άλλοι γλωσσολόγοι και άλλοι καθηγητές κι έτσι άρχισε κάπως να
λειαίνεται αυτή η κατάσταση. Δεν το αντιμετωπίσαμε προσωπικά, δεν μας μάλωσε
κανείς. Απλά υπήρχε στην ατμόσφαιρα ότι αφού είναι κόμικς είναι «κάτι
παρακατιανό». Όταν όμως, η Λυσιστράτη σε 15 ημέρες από την κυκλοφορία της
είχε πουλήσει 10.000 αντίτυπα (ρεκόρ τότε), άρχισες να σκεφτόσουν αν μπορούσες
να κατηγορήσεις μία τέτοια κατηγορία κόμικς. Κανείς δεν πίστευε δε ότι θα είχαμε
το κουράγιο οι δύο δημιουργοί να ετοιμάσουμε ολόκληρη τη σειρά, δηλαδή και τις 11
κωμωδίες του Αριστοφάνη, με τους ίδιους ρυθμούς παραγωγής αλλά και τους ίδιους αριθμούς
πωλήσεων. Ήταν η πρώτη μεγάλη σειρά κόμικς στην Ελλάδα, η οποία έχει πουλήσει 1.000.000
αντίτυπα!
«Εξελίχθηκα μαζί με την εξέλιξη της τέχνης των κόμικς»
– Ήταν μία χρυσή πενταετία για εμάς αυτή του Αριστοφάνη. Τότε ήμασταν στις ΑΣΕ, τις Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις, μία θυγατρική εταιρεία της Αγροτικής Τράπεζας. Έχει αλλάξει εκδοτικούς από τότε η σειρά, όμως είναι σε διαρκή κυκλοφορία όλα αυτά τα χρόνια, δεν έλειψε ποτέ από τα ράφια και ακόμα διαβάζεται από το κοινό.
– Ποιες ήταν οι προκλήσεις που αντιμετωπίσατε προσπαθώντας για πρώτη φορά να φτιάξετε ένα κόμικ;
– Στη δεκαετία του ‘80 ελάχιστα ελληνικά πράγματα υπήρχαν από κόμικς και βέβαια προέκυψαν πολύ αργότερα οι σχολές που σήμερα διδάσκουν τεχνική γραφής και τεχνική κόμικς. Προς το τέλος της έκδοσης του Αριστοφάνη ανακάλυψα από ξένη βιβλιογραφία τεχνική γραφής σεναρίου για κόμικς, τεχνική που είχε σχέση με την εικονογραφική απόδοση των κόμικς. Αλλά ήταν πια αργά! Ο Αριστοφάνης είχε πια τελειώσει. Οπότε, άρχισα να διαβάζω και να ενημερώνομαι, πλέον, για τα μελλοντικά έργα. Εγώ εξελίχθηκα μαζί με την εξέλιξη της τέχνης των κόμικς. Όταν πρωτοάρχισα να κάνω με τον Ακοκαλίδη τον Αριστοφάνη, ήξερα πάρα πολύ λίγα πράγματα, για το πώς στήνεται ένα κόμικ. Τι σημαίνει σεναριογραφία, τι σημαίνει ντεκουπάζ, πού θα μπει η βινιέτα, πού θα μπουν διάλογοι. Δουλεύαμε ουσιαστικά, χωρίς να ξέρουμε πώς να δουλεύουμε. Εντάξει, ήταν η ηλικία μας (ήμασταν 30 χρονών), ήταν το πάθος, ήταν η αγάπη για τα κόμικς, ήταν η αγάπη για το θέμα, για τον πάντα επίκαιρο Αριστοφάνης που σου προκαλούσε τη διάθεση να σατιρίσεις και σύγχρονα πράγματα. Η δουλειά μας στον Αριστοφάνη, μας έμαθε την τέχνη. Μαθαίναμε άθελά μας, χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Δηλαδή, ήμασταν μαθητές και ταυτόχρονα δημιουργοί ενός είδους που δεν είχε προηγούμενη μεγάλη παραγωγή, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Η πρώτη απόπειρά μου να γράψω το σενάριο για τους Όρνιθες ήταν 300 σελίδες! Αυτό έπρεπε να γίνει τρία τυπογραφικά! Τότε τα κόμικς κυκλοφορούσαν μέχρι 50 σελίδες, δεν έπρεπε να είναι ούτε μεγαλύτερο, ούτε μικρότερο. Συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να κόψω τουλάχιστον το 60% του υλικού! Έπρεπε, λοιπόν, να εφεύρουμε κώδικες μαζί με τον Ακοκαλίδη. Τρόπους οι λέξεις να γίνουν εικόνα και να μας βοηθήσει η εικόνα να πούμε αυτές τις λέξεις. Βρήκαμε μόνοι μας τους κώδικες της εικονογραφήγησης, που είναι πασίγνωστοι σήμερα βέβαια. Αυτήν την κωδικοποίηση γραφής και εικόνας περάσαμε πάνω στους Όρνιθες, μέχρι που βρήκαμε άκρη. Στο δεύτερο ήταν πιο εύκολο, στο τρίτο ακόμη πιο εύκολο κ.ο.κ. Μπήκαμε πλέον στους κανόνες που μόνοι μας είχαμε εφεύρει και που ήταν πασίγνωστοι σε όσους ήξεραν την τέχνη των κόμικς, όμως εμείς δεν την ξέραμε. Αυτό γίνεται και στις σχολές. Η σχολή καλών τεχνών σου μαθαίνει όλα εκείνα που ως καλός ζωγράφος, ακόμα κι αν δεν πήγαινες στην σχολή, θα τα μάθαινες τελικά μόνος σου. Θα είχες την ανάγκη να τα εφεύρεις. Απλώς στη σχολή σου τα δίνουν έτοιμα, υπό την μορφή διδακτέας ύλης κι εσύ προχωράς από εκεί και πέρα.
– Αν φανταστούμε ότι βρισκόμαστε στο εργαστήριο που είχατε με τον Ακοκαλίδη, μπορείτε να θυμηθείτε ένα πρόβλημα που αντιμετωπίσατε και να μας διηγηθείτε πώς το λύσατε;
– Κάποια
στιγμή στους Όρνιθες παρουσιάζεται ο Προμηθέας, ο οποίος βγάζει τους Αθηναίους
απ’ τη δύσκολη θέση που βρέθηκαν. Επειδή ο Προμηθέας διευκόλυνε στη λύση του
μύθου ήταν κατά κάποιο τρόπο ο από μηχανής θεός του Ευρυπίδη. Γι’ αυτό κι εμείς
τον εμφανίσαμε πάνω σε μηχανή! Ήρθε ο ήρωας με τις αλυσίδες του κομμένες, με
αποτέλεσμα να δημιουργήσει και τον θαυμασμό του κόσμου. Κι έτσι ο από
μηχανής θεός παρουσιάστηκε πάνω σε μηχανή. Αυτό ήταν ένα εύρημα. Όταν το
κάναμε σκεφτόμασταν αν έπρεπε να το βάλουμε ή όχι. Όλοι θυμόντουσαν απ’ το
κόμικ τον «από μηχανής θεό». Είναι ένα εύρημα που ουσιαστικά κάλυψε
τον υπόλοιπο μύθο και όλες τις άλλες εξυπνάδες που γράφαμε μέσα. Αυτό ήταν
λάθος. Προσπαθήσαμε να μην το επαναλάβουμε στις άλλες κωμωδίες. Ένα πολύ
καλό εύρημα που επικαλύπτει όλα τα άλλα, το κόβεις. Δεν το βάζεις. Όμως ήμασταν
άπειροι τότε κι έτσι αυτό υπάρχει.
Ξεχωριστή η συνεργασία με την Dargaud
– Πώς ήταν η συνεργασία με την Dargaud, τον εκδοτικό οίκο του Αστερίξ;
– Στην Ελλάδα έχω συνεργαστεί με περισσότερους από 10 εκδότες, όλοι τους εξαιρετικοί, όμως κανείς δεν μπορεί να φτάσει στη λεπτομέρεια διαχείρισης του Dargaud. Μπορούσε να γυρίσει πίσω ένα 16σέλιδο, για τέσσερις λέξεις που ήταν ίσως αμφισβητούμενες ή θα μπορούσαν να αποδοθούν με καλύτερο όρο. Επίσης, ο βασικός μεταφραστής μας, που συνεργαζόταν πολύ μαζί μας και με τον Dargaud, έκανε κι αυτός αντίστοιχες παρατηρήσεις. Η λεπτομέρεια στο κείμενο και οι διορθώσεις του κειμένου με εντυπωσίασαν φοβερά. Ο Έλληνας εκδότης στέλνει συνήθως τρεις σελίδες παρατηρήσεις και κάθεσαι σε ένα απόγευμα, συμφωνείς – διαφωνείς και τις τελειώνεις. Όμως, με τις παρατηρήσεις του Dargaud δούλεψα 1,5 χρόνο! Το ίδιο και ο Αλέκος. Του άλλαξαν πόσες φορές, για παράδειγμα, το σχήμα των καρέ. Είχαμε συνεχή επαφή. Ο Αλέκος δούλευε στη Γαλλία τότε, η μεταφράστριά μας επίσης στη Γαλλία, εγώ ήμουν στη Θεσσαλονίκη, ο Dargaud ήταν στις Βρυξέλλες και ο Ίκαρος στην Αθήνα. Και όλοι εμείς επικοινωνούσαμε σχεδόν κάθε μέρα για κάτι! Δεν μου είχε τύχει ποτέ κάτι αντίστοιχο. Συνήθως με τον εικονογράφο δουλεύαμε δίπλα – δίπλα. Και είναι σημαντικό να τον έχεις δίπλα για τις παρατηρήσεις και τις διορθώσεις. Ευτυχώς με τις νέες τεχνολογίες μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, αλλιώς θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο το εγχείρημα.
– Θυμάστε μια από τις αλλαγές που σας πρότεινε η Dargaud;
– Πολλά
συνέβησαν επειδή δεν καταλάβαιναν σε κάποιες στιγμές το χιούμορ του ελληνικού
κειμένου. Έψαχναν, λοιπόν, να βρουν γιατί εγώ αντιδρούσα έτσι στο κείμενο. Ο Αριστοτέλης, στο σενάριο, δεν θυμόταν στην
αρχή το όνομα του Θεόφραστου και τον έλεγε με διάφορα ονόματα, μέχρι να αποφασίσει
να τον πει Θεόφραστο, που ήταν όνομα που τον βάφτισε ο ίδιος ο Αριστοτέλης. Ένα
από αυτά τα ονόματα χρησιμοποίησε όταν βρέθηκε στην Ακρόπολη στην Άσσο και από
εκεί φαινόταν η Λέσβος απέναντι και λέει στην κοπέλα του και μετέπειτα σύζυγό
του «στη Λέσβο έχω έναν πολύ αγαπημένο φίλο, μαθητή που ήταν ποιητής. Τον
λένε Τυρταίο, αν θυμάμαι καλά». Για να το μεταφράσουν στα γαλλικά έψαχναν
να βρουν Τυρταίο ποιητή που να είναι από τη Λέσβο και δεν μπορούσαν να τον
βρουν. Εγώ έπαιζα με την λέξη Τυρταίος – Τύρταμος – Δίκταμος κλπ. Και μου
στέλνουν μήνυμα μετά από 15 ημέρες έρευνας, ολόκληρο κατεβατό σε ποιες
βιβλιογραφίες ανέτρεξαν και ότι δεν βρήκαν τον ποιητή Τυρταίο από την Μυτιλήνη,
αλλά βρήκαν έναν ποιητή Τυρταίο από αλλού. Τι να τους εξηγήσω; Τους είπαν να
βάλουν όποιον θέλουν αυτοί. Αν δεν το πιάσεις αυτό ότι είναι παιχνίδι… Δεν
πειράζει! Ενώ στα ελληνικά πιάνει το καλαμπούρι, οι Γάλλοι το έχασαν. Συνέβησαν
πολλά τέτοια. Πολλές φορές διαφωνούσαν για το ιστορικό κείμενο που φαινόταν
μεγάλο σε σχέση με τα μεγέθη που έχουν τα κείμενα σε κόμικς ή graphic novels. Ναι αλλά τα κείμενα υπήρχαν
για να διευκρινιστεί στον αναγνώστη πού συμβαίνει τι. Είναι πολύ σημαντικό να
καταλάβει ο αναγνώστης ότι ο Αριστοτέλης είπε τότε αυτά τα πράγματα κι όχι δέκα
χρόνια πριν ή μετά γιατί οι σοφιστές έκαναν ετούτο ή το άλλο. Πρέπει να ξέρουν
ότι στην Αθήνα που δίδασκε ο Αριστοτέλης, ένα 10% του πληθυσμού ήξερε γράμματα
και γι’ αυτό έπρεπε να το ξέρει για να καταλάβει γιατί τους μιλάει ο
Αριστοτέλης έτσι, γιατί απευθύνεται έτσι το απόγευμα στον αγράμματο κόσμο και διαφορετικά
το πρωί στους μαθητές του που ήταν πιο εξοικειωμένοι με τον λόγο του. Γιατί
έπρεπε να απλοποιήσει κάποια πράγματα, αλλιώς θα ήταν ακατάλυπτα. Αλλιώς θα
νόμιζε ο αναγνώστης ότι όλοι οι Αθηναίοι είχαν τελειώσει πανεπιστήμιο, ενώ οι άνθρωποι
δεν ήξεραν γράμματα· ήταν τεχνίτες, έμποροι, αγρότες, ναυτικοί. Είχαμε κι
εκεί διαφωνίες: «-Γιατί λέτε τόσα πολλά; -Λέμε τόσα πολλά γιατί πρέπει να τα πούμε, δεν
εξυπακούονται!».
«Ο Αλέξανδρος συνδύαζε τον κατακτητή με τον πολιτιστικό διακινητή»
– Πώς επιλέξατε να αναπαραστήσετε τον Μέγα Αλέξανδρο στο κόμικ, ο οποίος στη σύγχρονη εθνική εικονοποιία αποτελεί ένα εθνικιστικό και μιλιταριστικό σύμβολο;
– Ο Αλέξανδρος ήταν και τα δύο. Ο Αλέξανδρος, ο κατακτητής ήταν ταυτόχρονα και ο Αλέξανδρος που μετέδωσε πολιτισμό. Ενώ κυνηγούσε να σκοτώσει τον Δαρείο, την οικογένεια του Δαρείου (τη γυναίκα του, τη μητέρα του) τη σεβάστηκε και τους άφησε να ζουν σαν βασιλιάδες όπως πριν. Και όταν βρήκε τελικά τον Δαρείο σκοτωμένο, του έκανε κηδεία αντάξια βασιλέως, κατά τον πολιτισμό των Περσών. Ο ελλαδικός πολιτισμός που εμφυτεύτηκε στον Αλέξανδρο και με τον Αριστοτέλη, προφανώς, ταξίδεψε με τον Αλέξανδρο στην Ανατολή. Όλα αυτά που ξέρουμε για τον Αλέξανδρο πράγματι ήταν έτσι. Ήταν κατακτητής, βάρβαρος, σφαγέας. Αλλά ταυτόχρονα ίδρυσε θέατρα, παίχτηκαν ελληνικές τραγωδίες και κωμωδίες σε θέατρα της Ασίας, υποχρέωσε να μάθουν ελληνικά γράμματα οι άνθρωποι τους οποίους κατακτούσε, σεβόμενος βέβαια τον πολιτισμό τους, τις παραδόσεις και τις αρχές τους. Δεν ήταν ο δικτάτωρ που έβαζε τους δικούς του κανόνες διακυβέρνησης. Άφηνε τους λαούς να αυτοκυβερνηθούν και τους έλεγχε. Συνδύαζε τον κατακτητή με τον πολιτιστικό διακινητή. Εξαρτάται τι θες να τονίσεις ή από ποια πλευρά θες να φέξεις στον Αλέξανδρο. Εμείς φέξαμε περισσότερο ότι ο Αλέξανδρος έβλεπε μία οικουμένη που θα είχε κοινή γλώσσα, κοινό πολιτισμό, που θα υπήρχε ειρήνη, δικαιοσύνη, που δεν θα εκμεταλλεύονταν οι άνθρωποι τους ανθρώπους. Όλα αυτά πέρασαν στον Αλέξανδρο από τον Αριστοτέλη.
«Η φιλοσοφία είναι οι ερωτήσεις των παιδιών»
– Γιατί επιλέξατε τον Αριστοτέλη;
– Μια απάντηση στην ερώτηση «γιατί ο Αριστοτέλης;» ή «γιατί η φιλοσοφία σήμερα και πάντα θα ενδιέφερε τον κόσμο;», είναι ότι η φιλοσοφία ουσιαστικά είναι οι ερωτήσεις των παιδιών. Δηλαδή, είναι η κατανόηση της φύσης, η κατανόηση των ανθρώπων και η κατανόηση των κοινωνιών. Και μετά την κατανόηση η διδασκαλία αυτών που κατανοήθηκαν. Έχουμε λοιπόν ένα δάσκαλο που κατανοεί, ερευνά, ψάχνει, διαβάζει, παρατηρεί και εφόσον κατανοήσει ακριβώς και είναι σίγουρος ότι κατέχει το θέμα των διδάσκει. Αυτό λοιπόν ίσχυε πάντα στο παρελθόν. Θα ισχύει πάντως στο παρόν και στο μέλλον, γιατί οι ερωτήσεις του ανθρώπου σε σχέση με το περιβάλλον, με τη φύση, με τη λογική, με την ηθική, με ό,τι μεταφυσικό συμβαίνει, πάντα αυτές οι ερωτήσεις θα απασχολούν τους ανθρώπους όλων των εποχών, όλων των γεωφυσικών τμημάτων και προφανώς όλων των πολιτισμών και των θρησκειών. Αυτή ήταν η αιτία που επέζησαν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, γιατί απαντούσαν στις διαχρονικές ερωτήσεις των ανθρώπων όλων των εποχών.
– Έχετε μιλήσει για την επικαιρότητα του έργου του Αριστοτέλη επιμένοντας στην έννοια της μεσότητας. Πώς αντιλαμβάνεστε την «έλλειψη του μέτρου» στην εποχή μας και τι λύσεις θεωρείτε ότι έχει να προτείνει η αριστοτελική σκέψη;
– Το «παν μέτρον άριστον» ήταν και μια γενικότερη φιλοσοφία και παραδοχή στην αρχαία Ελλάδα, όχι μόνο του Αριστοτέλη. Αυτό τι σήμαινε; Ότι πίστευαν ότι ανάμεσα σε δύο άκρα, τα οποία είναι διαφορετικά για κάθε άνθρωπο, υπάρχει ένα μέσο που είναι η χρυσή ευκαιρία να ακολουθήσει κανείς για να οδηγηθεί στην ευτυχία, στην ευδαιμονία, στην αρετή, στην καλή ζωή. Και λέω ότι είναι διαφορετικά τα άκρα γιατί ο κάθε άνθρωπος ανάλογα με την παιδεία του, με τη σωματική του ρώμη, με το φύλο του, με τη φυλή του, έχει διαφορετικές δυνατότητες να αναπτυχθεί σε ένα θέμα. Οπότε, αν ένας πολύ γεροδεμένος μπορεί να σηκώσει 500 κιλά και ένας πολύ αδύνατος θα μπορούσε να σηκώσει 20 κιλά, ο μέσος όρος αυτών θα ήταν εκείνος που ήταν πολύ καλά να προσπαθήσει να σηκώσει ένας μέσος άνθρωπος. Δηλαδή, δεν μπορούμε να πάρουμε τις αξίες όλων σαν μια αξία και να προσπαθήσουμε να τηρήσουμε έναν κανόνα της μέσης οδού αυτής της αξίας. Αλλιώς γράφει από άνθρωπο σε άνθρωπο η μεσότητα. Όταν ακολουθούμε τη μεσότητα, λοιπόν, είμαστε στο σωστό δρόμο της «αρετής» με την αρχαία έννοια βέβαια. Και η αρετή οδηγεί στην ευδαιμονία που είναι ο υπέρτατος στόχος του ανθρώπου, αφού οι άνθρωποι θέλουν να είναι ευτυχείς και να πεθάνουν ευτυχισμένοι και γι’ αυτό τα κάνουν όλα. Όταν όμως ξεφύγουμε απ’ το μέσο δρόμο και πάμε στις ακρότητες είναι σίγουρο ότι δεν θα κερδίσουμε την ευδαιμονία. Καμία ακρότητα, είτε έχει σχέση με το χρήμα, είτε με τη βία, είτε με το φαγητό, είτε με την κακή διαπαιδαγώγηση· καμία ακρότητα δεν μπορεί να οδηγήσει σε ενάρετη συμπεριφορά και τελικά σε ευτυχία. Το ότι καταφέραμε σήμερα ελάχιστοι να έχουν τα περισσότερα λεφτά στον πλανήτη και οι περισσότεροι να μην έχουν τα αναγκαία για να ζήσουν· το ότι καταφέραμε να φτιάξουμε ένα πλανήτη που κινδυνεύει από τις δικές μας ενέργειες και πράξεις να καταστραφεί ή εν πάση περιπτώσει, να βρεθεί σε μια πάρα πολύ δύσκολη θέση για τη ζωή του ανθρώπου· όλα αυτά είναι γιατί ξεχάσαμε το μέτρο και δουλέψαμε πολύ με τις ακρότητες για κάποιους λόγους οικονομικούς, για λόγους συμφέροντος. Εάν καταφέρει ο κόσμος να πειστεί και να εξακολουθήσει να αποζητάει το μέτρο υπάρχει ελπίδα να μην καταστρέψουμε τον πλανήτη, να μην καταστρέψουμε την οικονομία, την υγεία ή την ευτυχία μας και να έχουμε μια καλύτερη ζωή. Αυτό βέβαια δεν το είπαμε εμείς. Το λένε όσοι έχουν ασχοληθεί λίγο παραπάνω με το έργο του Αριστοτέλη και με άλλους φιλοσόφους. Βλέπετε ότι φτάσαμε πια στην εποχή να νιώθουμε αμηχανία μπροστά σε αυτό που έρχεται από τους πολέμους, από την οικονομική κρίση, απ’ την κλιματολογική κρίση του πλανήτη κλπ. Νομίζω ότι τρέχουμε τώρα πίσω από το πρόβλημα. Το πρόβλημά μας έχει πλέον ξεπεράσει. Μακάρι να μπορέσουμε να το ρυθμίσουμε και να μην φτάσουμε σε καταστροφές.
Συνοπτικό βιογραφικό Τάσου Αποστολίδη
Ο Τάσος Αποστολίδης γεννήθηκε το 1947 στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε Μαθηματικά στο Αριστοτέλειο και εργάστηκε για 42 χρόνια στην Δευτεροβάθμια Ιδιωτική Εκπαίδευση, από τα οποία τα 36 στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή Θεσσαλονίκης, ως καθηγητής, διευθυντής και αντιπρόεδρος ακαδημαϊκών θεμάτων. Το ίσης περίπου διάρκειας συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει χρονογραφήματα και ευθυμογραφήματα που δημοσιεύονταν ως το τέλος της δεκαετίας του ’90 σε εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. Το 1973 κυκλοφορεί από τον “Τύπο Ελληνισμού” το πρώτο του βιβλίο με τίτλο “Ευθυμογραφήματα για κατηφείς και ολίγη μυθολογία για αδαείς”.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 γράφει σενάρια και διασκευάζει σε κόμικς ή graphic novels κλασικά έργα της αρχαιότητας, όπως: ΟΙ 11 ΚΩΜΩΔΙΕΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ (μεταφράστηκαν αγγλικά, γαλλικά γερμανικά και τουρκικά), ΟΔΥΣΣΕΙΑ (αγγλικά και κινεζικά), ΑΝΤΙΓΟΝΗ, ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ, ΜΥΘΟΙ ΑΙΣΩΠΟΥ, ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά), ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ- α’ βραβείο σχεδίου από Ελληνική Ακαδημία Κόμικς- (γαλλικά, γερμανικά, πορτογαλικά, κινεζικά ), συνεργαζόμενος με κορυφαίους Έλληνες σχεδιαστές: Γιώργο Ακοκαλίδη, Νάσο Βακάλη, Μαρία-Ηλέκτρα Ζογλοπίτου, Αλέκο Παπαδάτο κ.ά
Έχει γράψει επίσης κείμενα για stand-up comedy, για comic-strips, σενάρια για ταινίες κινουμένων σχεδίων, καθώς και θεατρικά μονόπρακτα. Το 1999 ίδρυσε τον “Αιρετικό Θίασο” και ως το 2002 ήταν αποκλειστικός συγγραφέας και σκηνοθέτης των παραστάσεών του στο πολιτιστικό κέντρο “ΜΥΛΟΣ” στη Θεσσαλονίκη. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, της European Federation F.E.R.A, καθώς και της International Federation Μ.Ε.Ι. Για πολλά χρόνια δίδαξε “Τεχνική γραφής σεναρίου” σε Εργαστήρια Καλών Τεχνών. Διετέλεσε διοργανωτής, επιμελητής, ή σύμβουλος εκθέσεων, φεστιβάλ και εκδηλώσεων σχετικών με το σκίτσο, τη γελοιογραφία και τα κόμικς, ενώ έχει δώσει πλήθος διαλέξεων με αντίστοιχη θεματολογία.
📸 by Παναγιώτα Καρβούνη