Blacksad: Τα Πάντα Καταρρέουν (Μέρος Α’) – Σωματεία και συνδικάτα σε νουάρ τοπία

Ίωνας Αγγελής Από Ίωνας Αγγελής 6 Λεπτά Ανάγνωσης

«Η πόλη αποτελεί την ύψιστη έκφραση συλλογικού θριάμβου. Εκατομμύρια άνθρωποι οργανωμένοι, υπηρεσίες για όλο τον κόσμο… Μια μηχανή καλοστημένη, στρωτή σαν τις γραμμές του πενταγράμμου… Η οποία, όπως κάθε μηχάνημα, είναι επιρρεπής στις βλάβες.»   

Ο μύθος της μαύρης γάτας λέει πως μαζί της φέρνει μιζέρια και κακοτυχία, εξού και συνήθως συνδέεται με δυσοίωνες καταστάσεις. Στην περίπτωση του John Blacksad, της ανθρωπόμορφης μαύρης γάτας – ντετέκτιβ, η γραμμή δεν είναι τόσο ξεκάθαρη. Πατώντας ανάμεσα στο λευκό και το μαύρο, στο φως και το σκοτάδι, στο «καλό» και το «κακό», ο μύθος αυτός κατά μία έννοια καταρρίπτεται. Με αυτό το λυρισμό ο Juan Diaz Canales στο σενάριο και ο Juanjo Guarnido στο σχέδιο δημιούργησαν το 2000 ένα από τα δημοφιλέστερα ευρωπαϊκά κόμικς -και ένα από τα πιο βραβευμένα, με τον τίτλο να έχει στα ράφια του ακόμα και βραβείο Eisner– φτάνοντας την δημοσίευση 6 άλμπουμ, με το πιο πρόσφατο- το πρώτο μέρος της ιστορίας Τα Πάντα Καταρρέουν– να κυκλοφορεί τώρα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως σε μετάφραση της Τατιάνας Ραπακούλια.  

Στην ιστορία, βρίσκουμε τον ιδιωτικό ντετέκτιβ John Blacksad και τον ρεπόρτερ φίλο του, Γούικλι, μπροστά σε μια ιδιαίτερα ακανθώδη υπόθεση, που περιηγείται από τον πανέμορφο κόσμο ενός δημόσιου θεάτρου της Νέας Υόρκης στις θορυβώδεις υπόγειες περιοχές του σιδηροδρόμου της πόλης, όπου κατεξοχήν οι εγκληματίες δρουν και επεκτείνονται. Ο Blacksad αναλαμβάνει την προστασία του προέδρου ενός σωματείου, ο οποίος φαινεται να έχει ύποπτες σχέσεις με τη μαφία. Η δολοφονία του δεν είναι κάτι άλλο παρά ένα βολικό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι εξέχοντες βιομήχανοι παράλληλα προωθούν ένα σχέδιο για τη σύνδεση διαφόρων συνοικιών της Νέας Υόρκης. Πάνω απ’ όλα δεσπόζει η φιγούρα του Σολομόντα, ενός μεγιστάνα που βρίσκεται στο δρόμο του για την ανοικοδόμηση των διαφόρων συνοικιών. Ο «χρόνος είναι χρήμα», όπως λένε, και δεν χρειάζονται κάτι σαν ενοχλητικές απεργίες ή οτιδήποτε εμποδίζει την «πρόοδο» . Ο Blacksad αισθάνεται προσωπικά υπεύθυνος για τον θάνατο και λόγω ενοχών- αλλά και την γνωστή περιέργεια της γάτας– έχει ορκιστεί να εξιχνιάσει σε βάθος την υπόθεση.  

Για όσους δεν γνωρίζουν τι εστί Blacksad, πρόκειται για ένα κόμικ νουάρ, που δομικά ακολουθεί και εμπνέεται από τη νουάρ παράδοση τόσο της λογοτεχνίας όσο και του κινηματογράφου. Έχουμε σε κάθε ιστορία τον ήρωα που προσπαθεί να ξεδιαλύνει ένα μυστήριο. Έχουμε την ύπαρξη ενός καλού φίλου και συνεργάτη, όπως και ενός κεντρικού κακού που αποκαλύπτεται στο φινάλε. Στη ροή της ιστορίας εμφανίζονται μία πλειάδα χαρακτήρων είτε ως συνεργοί του εχθρού είτε δρώντας με δικά τους ιδιοτελή κίνητρα, ακόμα και όταν βοηθούν τον ήρωα να φτάσει στη λύση. Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής δεν ακολουθεί μια ουδέτερη – παθητική στάση, αλλά αντιθέτως αρκετά ενεργητική, καθώς γίνεται συχνά έρμαιο των συναισθημάτων του, θέτει τους δικούς του κανόνες, ενώ δεν μένει πιστός στα λεγόμενα του του νόμου – φτάνοντας ακόμα και σε περιπτώσεις να τον παραβαίνει. Όταν τελειώνει η ιστορία παραμένει ένα μουντό αίσθημα αδικίας, που ούτε η αστική δικαιοσύνη, ούτε ο εφευρετικός ντετέκτιβ μπορούν να φέρουν κάποιο διαφορετικό/καλύτερο αποτέλεσμα. Τέλος, η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, με τον πρωταγωνιστή να εξιστορεί, συνήθως μέσα από εσωτερικούς του μονολόγους, αποκαλύπτοντας την οπτική του για τον κόσμο και την κοινωνία της εποχής.  

Ωστόσο, αυτό που κάνει το Blacksad ένα ξεχωριστό και άξια πολυσυζητημένο κόμικ, είναι το πως ντύνει το είδος του νουάρ και το προχωράει ένα βήμα παραπέρα. Η καλλιτεχνική προσέγγιση του κόμικ σπάει την χιουμοριστική προσέγγιση που δίνονταν σε κόμικς με χαρακτήρες ανθρωπόμορφα ζώα (πχ Μίκυ Μάους, Funnyanimals). Αυτό το καταφέρνει με τα νουάρ στοιχεία σαν πρωτοστάτες, αφού δίνουν μια ρεαλιστική και σκοτεινότερη προσέγγιση. Το σεναριακό τρικ βέβαια του Canales είναι πως η ιστορία εμπλουτίζεται με το κοινωνικοπολιτικό στοιχείο της περιόδου, με το Blacksad να διατρέχεται από όλα τα μεγάλα χαρακτηριστικά και γεγονότα της δεκαετίας του ‘50 στην μεταπολεμική Αμερική. Τοποθετούμενο εκείνη τη περίοδο, επιχειρεί να απομυθοποίησει τα λεγόμενα περί «αμερικάνικου ονείρου», με προηγούμενες ιστορίες να εστιάζουν στην ρατσιστική και στην αντικομμουνιστική κουλτούρα, την μεγάλη χρήση ουσιών, την άνοδο της εγκληματικότητας.  

Στην νέα του ιστορία, μπαίνει μπροστά το ζήτημα της ταξικής διαίρεσης, βάζοντας στην συζήτηση τον διαρκή ζήλο των «από πάνω» για ανάπτυξη και πρόοδο στο βάρος των υπολοίπων. Παράλληλα, όμως, δείχνει πως η δυναμική της εργατικής τάξης μέσα από συλλογικούς φορείς (δηλαδή τα σωματεία) μπορεί να κάνει τα αφεντικά και τις κυβερνήσεις να ιδρώνουν. Το πως οι συνδικαλιστές αποτελούν απειλή και εμπόδιο στην επέλαση της αστικής τάξης και των εκάστοτε αναδιαρθρώσεων. Μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η σχέση της μαφίας με τα εργατικά σωματεία, που αποτελεί ιστορικό γεγονός για την Αμερική του ‘50, του πως αναπτύσσεται και δρα μέσω αυτών. 

Το σχέδιο του Guarnido επιστρέφει για έκτη φορά γεμάτο λεπτομέρεια και απαιτεί να στέκεσαι στο κάθε καρέ ώρα, ώστε να αντιληφθείς το μεγαλείο του. Πολύ προσεχτική δουλειά έχει γίνει, επίσης, στον χρωματισμό, που δίνει την κατάλληλη συναισθηματική βαρύτητα στις επιμέρους σκηνές του κόμικ. Η πόλη της Νέας Υόρκης παρουσιάζεται μέσα από τεράστιους ουρανοξύστες, που πνίγουν μια ολόκληρη πόλη και τους πολίτες της. Αξιοσημείωτη και η προσοχή που έχει δοθεί στην επιλογή των ζώων που θα «παίξουν» τους ανθρώπινους χαρακτήρες.  

Μετά από 6 άλμπουμ, το Blacksad δεν φαίνεται να κουράζει το κοινό του, ενώ αντιθέτως παραμένει ένα ποιοτικό κόμικ, και από τα πιο πλούσια σε όλα τα επίπεδα. Αν και αποτελεί μόνο το πρώτο μισό της ιστορίας, το σενάριο είναι αρκετά πλούσιο και δίνει μια καλή γεύση της ιστορίας και του τι θα ακολουθήσει, δίνοντας αρκετό χώρο στον Canales και τον Guarnido να αναπτύξουν την μεγαλύτερη- και πιθανότατα καλύτερη- ιστορία τους.  

Μοιραστείτε το Άρθρο
Οι φοιτητικές και συνδικαλιστικές υποχρεώσεις βαραίνουν την αθεράπευτα nerd ψυχή του Ίωνα. Υπάρχει όσο υπάρχει και το ευρώ στη χώρα μας και περιμένει την ώρα και την στιγμή που οι τρίχες του θα γίνουν γκρι για να γίνει ένα με τη πραγματική του ηλικία.