Υπομονή Θέλει – Έχοντας χάσει τον έλεγχο

Παναγιώτα Καρβούνη Από Παναγιώτα Καρβούνη 11 Λεπτά Ανάγνωσης

Το comic «Υπομονή Θέλει» που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό απ’ τις εκδόσεις Μικρός Ήρως είναι μία αθόρυβη έκπληξη στις φετινές εκδόσεις της ελληνικής comic σκηνής. Είναι άτυχο γιατί εκδόθηκε μέσα σε μία περίοδο αυστηρού lockdown, κατά την οποία παρέμεινε για ελάχιστο καιρό στα ράφια των βιβλιοπωλείων, μέχρι που αυτά έκλεισαν και είναι άγνωστο, μέχρι στιγμής, το πότε θα ξανανοίξουν. Όμως η συγκυρία έκδοσής του το αδικεί, καθώς είναι ένα comic που αμέσως ξεχωρίζει λόγω της ιδιαίτερης -και δύσκολης- θεματικής του, της ασφυκτικής του ατμόσφαιρας και του συνολικά αρτιότατου καλλιτεχνικού του αποτελέσματος.

Η ιστορία των Μαρίας Παναγιώτη και Θανάση Πέτρου αφορά την ψυχολογική κατάσταση μίας γυναίκας που οδηγείται στην ψυχασθένεια, χωρίς το οικογενειακό και κοινωνικό της περιβάλλον να καταφέρνουν να την βοηθήσουν. Πρόκειται για μία σεναριακή ιδέα της Μαρίας Παπαγεωργίου, που αποτέλεσε αντικείμενο της διπλωματικής της εργασίας κατά τη διάρκεια των γραφιστικών σπουδών της, υπό την επίβλεψη του Θανάση Πέτρου. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Πέτρου στον πρόλογο του βιβλίου, εντυπωσιάστηκε όταν διάβασε το κείμενο της φοιτήτριάς του, τον σόκαρε ο ρεαλισμός και το ύφος των κειμένων της και της ζήτησε να το μεταφέρει σε comic μορφή. Το αποτέλεσμα είναι ένα απ’ τα πιο πειραματικά και ιδιαίτερα comics που έχει κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια στην ελληνική comic σκηνή, ένα comic που διαβάζεται απνευστί μέσα σε λίγη ώρα, αλλά που παραμένει στο νου του αναγνώστη ως μία στιγμή υψηλής έντασης για αρκετό καιρό αργότερα.

Η περίοδος που κυκλοφόρησε το comic ήταν (και συνεχίζει να είναι) έντονα φορτισμένη, αφού η πανδημία του covid-19, μετρούσε περισσότερο από μισό χρόνο στην Ελλάδα. Έχει ήδη παρατηρηθεί ότι καθ’ όλο αυτό το διάστημα της πανδημίας υπήρξε σημαντική αύξηση των ποσοστών κατάθλιψης του εγχώριου και παγκόσμιου πληθυσμού, όπως μαρτυρούν και τα σχετικά δεδομένα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.). Στις ημέρες μας η θεματική του «Υπομονή θέλει» -όπως διαφαίνεται ακόμα και από τον τίτλο- γίνεται ίσως πιο επίκαιρη από ποτέ. Η «υπομονή» συνήθως έχει διττή σημασία, για πολλούς θεωρείται αρετή, ενώ για άλλους μία αόριστη παρότρυνση που καταλήγει σε μορφή ψυχολογικής και υλικής καταπίεσης. Η ερμηνεία της έννοιας εξαρτάται από το υποκείμενο και το μήνυμα που αυτό θέλει να μεταδώσει. Η «υπομονή» είναι η κατ’ εξοχήν κλισέ λέξη της εποχής, αφού λόγω της κατάστασης με αυτόν τον τρόπο ελπίζουμε να βγούμε νικητές από αυτήν την πρωτόγνωρη πραγματικότητα. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η λέξη αυτή ίσως κρύβει και μια πινελιά αισιοδοξίας. Η εποχή αυτή πάντως, ως επί το πλείστον χαρακτηρίζεται από συναισθήματα όπως ο φόβος, η απόγνωση, η ματαιοδοξία, η παραίτηση και η θλίψη. Συναισθήματα που εξαιτίας αυτού του απότομου και συνεχούς εγκλεισμού και της γενικότερης κοινωνικής απομόνωσης όλοι μας  λίγο – πολύ έχουμε βιώσει. Τα συναισθήματα αυτά σύμφωνα με έρευνες, είναι ακόμα πιο εμφανή και έντονα στους νέους ενήλικες (και ιδιαίτερα στις γυναίκες), και αυτό διότι αφ’ ενός τα όνειρα και τα σχέδια τους έχουν πάει πίσω, ενώ η ανεργία μαστίζει, καθιστώντας έτσι δύσκολη ακόμα και την επιβίωσή τους. Αφετέρου ο φόβος μην χάσουν κάποιο δικό τους μεγαλύτερο ηλικιακά πρόσωπο δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την ήδη διαταραγμένη ψυχολογική τους κατάσταση τους. Όλη αυτή η κατάσταση που επικρατεί, αντανακλάται και στο «Υπομονή θέλει» μέσα από ένα καταπληκτικό σενάριο, το οποίο βέβαια είχε γραφτεί πολύ νωρίτερα απ’ όλη αυτή την τραγική κατάσταση, το 2019. Play https://22bet-in.org/ in India for fun and real money

Το κείμενο της Μαρίας Παναγιώτου, χαρακτηρίζεται από τον κοφτό λόγο με μία εκτεταμένη χρήση σημείων στίξεως. Είναι ένας λόγος συναισθηματικά φορτισμένος, λιτός, γεμάτος νοήματα. Πρωταγωνίστρια είναι μία γυναίκα που έχει μεγαλώσει με μία αυταρχική μητέρα η οποία προσπαθεί να τη χειραγωγεί και να ελέγχει τη ζωή της. Από την αρχή γίνεται εμφανής η στερεοτυπική εμμονή του κοινωνικού της περίγυρου για τη θέση της γυναίκας. Μία γυναίκα πρέπει να παντρευτεί, να κάνει παιδιά αλλιώς είναι ένα «τίποτα», μια «γεροντοκόρη». Με αυτόν τον τρόπο η πρωταγωνίστρια καταπιέζεται και αναγκάζεται να κάνει δεύτερες σκέψεις σχετικά με το μέλλον της. Αντί να εμβαθύνει στις δικές της ανάγκες και να πάρει τις δικές της αποφάσεις, προσπαθεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες της μητέρας της, πράγμα και το οποίο τελικά κάνει. Η ίδια φαίνεται να μην έχει συνειδητοποιήσει τον τοξικό δεσμό με τη μητέρα της. Ανίκανη να ακολουθήσει αυτό που η ίδια επιθυμεί, κουβαλάει μέσα της το τραύμα αυτής της ιδιάζουσας σχέσης. Όσο η ίδια εξακολουθεί να υποτάσσεται στην εξουσία της μητέρας, το τραύμα μεγαλώνει και η ψυχολογική της κατάσταση αποσταθεροποιείται. Όταν τελικά, ικανοποιεί τα σχέδια της μητέρας της και παντρεύεται, ακολουθεί και μετακομίζει στο νησί του συζύγου της. Με αυτόν τον τρόπο, απομονώνεται από τις κοινωνικές της συναναστροφές και γενικότερα τον έξω κόσμο, αφού επιπλέον έχει πάψει να εργάζεται. Ξαφνικά βρίσκεται μόνη σε μία κλειστή κοινωνία. Εκεί αρχίζει και αντιλαμβάνεται τις «λάθος αποφάσεις της ζωής της». Αντί όμως να στραφεί σε άτομα που μπορούν να τη βοηθήσουν, εκείνη στρέφεται στην «ασφάλεια» και τη «σιγουριά» της μητέρας της.

Η «φροντίδα» όμως της μητέρας αποδεικνύεται καταστροφική. Η στάση της μητέρας  ξαφνικά αλλάζει. Τάσσεται με τις παράλογες ιδέες της κόρης της. Την επηρεάζει αρνητικά και την οδηγεί στην παραφροσύνη. Η κόρη αρνείται να δεχτεί οποιαδήποτε βοήθεια από άλλα πρόσωπα, πεπεισμένη από τα λόγια της μητέρας ότι θέλουν να την τρελάνουν. Η αδερφή της της εξηγεί πως είναι αναγκαίο να μιλήσει με κάποιον ειδικό, με έναν ψυχαναλυτή (αφορμώμενη από τη δική της θετική εμπειρία με την ψυχοθεραπεία) εξηγώντας της πως ο λόγος που μάλλον αντιδρά έτσι είναι ο τρόπος που η μητέρα τους τις μεγάλωσε, εκείνη πάλι, το αρνείται. Η άρνηση, η καταπίεση και η απομόνωση της επιβεβαιώνουν τους φόβους του συζύγου και της αδερφής της και τελικά οδηγείται σε ακραία επεισόδια, τα οποία πάλι αδυνατεί να τα αντιληφθεί πλήρως και να τα ερμηνεύσει ορθά. Πλέον έχει χάσει τον έλεγχο του εαυτού της.

Η φράση του τίτλου «υπομονή θέλει» εντοπίζεται στο κείμενο ως μία αποστροφή του λόγου της μητέρας. Η μητέρα, ζητά από την κόρη να «υπομείνει» καταστάσεις που η ίδια δεν επιθυμεί, επιβεβαιώνοντάς της ότι όλα θα φτιάξουν. Τελικά, επειδή ακριβώς «υπομένει», μένει πίσω, δεν ακολουθεί τα δικά της βήματα αλλά τις επιθυμίες της μητέρας της, τις επιθυμίες άλλων. Βασίζεται σε αυτούς τους άλλους δημιουργώντας ανισορροπίες στον ψυχισμό της, καταστρέφοντας την ιδιοσυγκρασία της, φτάνοντας στο σημείο της παράνοιας. Όλη αυτή η κατάσταση δεν έχει αντίκτυπο μόνο στον εαυτό της αλλά και στα άτομα που πραγματικά ενδιαφέρονται για εκείνην, την αδερφή της, τον σύζυγό της και το παιδί της. Τελικά, εκείνη καταλήγει να αποκόβεται από το περιβάλλον της, να κινείται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Η «υπομονή» δεν αρκεί. Χρειάζεται ψυχολογική βοήθεια από έναν ειδικό, όσο κι αν το αρνείται, λόγω του στίγματος που την έχει πείσει ο κοινωνικός της περίγυρος ότι αυτή συνεπάγεται.

Το σχέδιο του Θανάση Πέτρου (Οι Όμηροι του Γκαίρλιτς, Γιαννούλης Χαλεπάς, Γρα – Γρου) κινείται σε ρυθμούς άκρως ψυχεδελικούς, εντείνοντας ακόμη περισσότερο τον πυρετώδη ρυθμό της αφήγησης. Η σχέση κειμένων – σχεδίου είναι πλήρως αλληλένδετη στο συγκεκριμένο comic. Ο Πέτρου δεν «εικονογραφεί» απλώς το κείμενο της Παναγιώτου, αλλά με το σχέδιό του συνδιαμορφώνει την ιστορία. Οι ψυχεδελικές πινελιές και οι συνεχείς εναλλαγές στα χρώματα αποτυπώνουν τις συνεχείς ψυχολογικές μεταπτώσεις της πρωταγωνίστριας της ιστορίας. Στις στιγμές που φαίνεται να χάνει τον έλεγχο του εαυτού της η εικόνα θολώνει και τα χρώματα γίνονται εντονότερα, ενώ οι γραμμές σχεδίασης «τρέμουν». Αντίστοιχα στις στιγμές των έντονων κρίσεών της οι εικόνες γίνονται ασπρόμαυρες και μοιάζουν με κραυγές απόγνωσης. Ο Θανάσης Πέτρου αναφέρει στην εισαγωγή του ότι είχε την ελευθερία να πειραματιστεί ανεμπόδιστα πάνω στα κείμενα της Μαρίας Παναγιώτου και το αποτέλεσμα αυτού του πειραματισμού του είναι σοκαριστικό για τον αναγνώστη. Αξίζει επίσης να παρατηρηθεί ότι τα πρόσωπα του comic είναι σχεδιασμένα με αφαιρετικό τρόπο, προκειμένου να αποτυπώνουν περισσότερο φιγούρες παρά συγκεκριμένα άτομα. Εξάλλου όλοι οι χαρακτήρες του έργου παραμένουν ανώνυμοι, προσδιοριζόμενοι είτε από κάποια ιδιότητά τους (μητέρα, αδελφή, φίλες), είτε από αρχικά ονομάτων (Β., Κ.) Είναι φανερό ότι στη θέση των χαρακτήρων της ιστορίας μπορεί να βρεθεί ο καθένας μας, αν νιώσει αδύναμος και το (φιλικό, οικογενειακό, κοινωνικό) περιβάλλον του δεν τον βοηθήσει να καταπολεμήσει τον κίνδυνο της ψυχικής ασθένειας και των συνεπειών της.

Αντί επιλόγου, αξίζει να διαβάσουμε με προσοχή στις πρώτες σελίδες του comic τα σχόλια του ψυχίατρου Λυκούργου Καρατζαφέρη, ενός ειδικού που μας κατατοπίζει στην εισαγωγή του σχετικά με τις θεματικές με τις οποίες καταπιάνονται οι δημιουργοί. Ο ίδιος αναφέρει σχετικά κλείνοντας την εισαγωγή του:

«Η ιστορία που κρατάτε στα χέρια σας δεν είναι μόνο η ιστορία μίας γυναίκας. Είναι μία ιστορία για τις ανθρώπινες σχέσεις και τη δυνατότητα που έχουν να ανθίζουν ή να μαραζώνουν. Είναι μία ιστορία για την τρέλα της καθημερινής ζωής ή όπως έλεγε μία καλή φίλη : «συχνά αναρωτιέμαι αν εγώ είμαι παρανοϊκή ή ο κόσμος στον οποίο ζω». Και μόνο το ερώτημα μπορεί να ανοίξει έναν διάλογο που μας αφορά όλους και όλες μας. Πρόκειται για ένα ερώτημα προσωπικό άρα και πολιτικό, είναι ένα ερώτημα που αφορά την ανάρρωση και τη χειραφέτηση, δηλαδή την ανάκτηση της δύναμης στον δρόμο για την αυτονομία, την απελευθέρωση από την καταπίεση που ασκείται.»

Μοιραστείτε το Άρθρο
Μικρή το ίνδαλμα της ήταν η Lara Croft και ήθελε να ανακαλύψει τη χαμένη Ατλαντίδα. Κάνοντας το πρώτο βήμα και σπουδάζοντας Αρχαιολογία, οι στόχοι της δεν άλλαξαν και πολύ με τα χρόνια, αν εξαιρεθεί ότι σήμερα περισσότερο έχει καταφέρει να μοιάσει στη Monica Geller ενώ παράλληλα είναι πολύ πιθανό να συμμετάσχει και στην μουσική αναβίωση που ετοιμάζουν τα Zουζούνια.