Ο Φάουστ του Γκαίτε συναντά ένα ψυχαναγκαστικό serial killer στα 70s και το αποτέλεσμα είναι εξίσου κυνικό και φρικιαστικό.
O Lars von Trier δεν κάνει σίγουρα «εύπεπτο» κινηματογράφο. Κάθε νέα του ταινία μοιάζει να είναι πιο επιτηδευμένη από την προηγούμενη, αλλά τι θα μπορούσε πια να ανταγωνιστεί τα δυο «Nymphomaniac», που μάλιστα τον καθιέρωσαν σε ένα ευρύτερο κοινό; Η απάντηση είναι ένα πολυδιάστατο, υπερρεαλιστικό φιλμ δυόμισι ωρών για ένα serial killer που εκλογικεύει κάθε φόνο που διέπραξε στην διάρκεια δώδεκα χρόνων ενώ όλη η ταινία λαμβάνει εξ’ ολοκλήρου χώρα στο Φαντασιακό του.
Ο Jack (Matt Dillon) ανακαλεί πέντε χαρακτηριστικούς φόνους που καθόρισαν την «τέχνη» του, όπως την αποκαλεί. Αυτή λοιπόν αρχίζει με τον πρώτο πίδακα αίματος και τελειώνει με την νεκρική ακαμψία, καθώς με την εκ προθέσεως «άτσαλη» τεχνική του καταφέρνει κάθε φορά να κατακρεουργεί τα θύματα, τα οποία επανατοποθετεί σε θεατρικές πόζες. Παράλληλα με τους φόνους, ως μηχανικός και εν δυνάμει αρχιτέκτονας, προσπαθεί να σχεδιάσει και να χτίσει ένα ξύλινο σπίτι, το οποίο μοιάζει να μην ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του κάθε φορά, οπότε το καταστρέφει και ξανακατασκευάζει με κάθε φόνο.
Ο ήρωας είναι ένα τυπικό παράδειγμα sociopath, χειριστικός και νάρκισσος, αλλά υποφέρει από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (OCD). Έτσι δυσκολεύεται κάθε φορά να καθαρίσει τον τόπο του εγκλήματος, εμφανίζει εμμονές και ψυχαναγκασμούς, που δίνουν κωμικό τόνο μπροστά στο απάνθρωπο σκηνικό της εν ψυχρώ δολοφονίας. Είναι ιδιαίτερα γλαφυρή η παρουσίαση της αυξομείωσης της απόλαυσης που νιώθει μετά τον φόνο και τον ωθεί στον επόμενο, υποδηλώνοντας συμπτώματα κατάθλιψης. Ο serial killer του Lans von Trier δεν είναι κάποιο είδος διάνοιας όπως παρουσιάζεται συνήθως στα ψυχολογικά θρίλερ, αντίθετα είναι υπερβολικά τυχερός λόγω της αδιάφορης τοπικής αστυνομίας. Στην πραγματικότητα, αυτό που αποζητά στα πρόσωπα των κατ’ εξοχήν γυναικείων θυμάτων είναι η αίσθηση της μητέρας-τροφού, γι’ αυτό και στην μόνη γυναίκα που ερωτεύτηκε επιλέγει να την σκοτώσει ακρωτηριάζοντας πρώτα τα στήθη της. Οι αναδρομές στην παιδική ηλικία και η ηθελημένη απουσία της μητέρας από τις αφηγήσεις, δείχνουν ένα καταπιεσμένο άτομο του οποίου η σεξουαλικότητα μοιάζει να μην εξελίχθηκε από εκείνη την εποχή, γι’ αυτό και δεν δείχνει να αποκομίζει σεξουαλική ικανοποίηση από τον θάνατο των γυναικών.
Η ταινία εμφανίζει όλα εκείνα τα σκηνοθετικά τεχνάσματα που διακρίνουν τον Lans von Trier, όπως είναι η ηθελημένα ερασιτεχνική χρήση της κάμερας στο χέρι που κινείται αθρόα από πρόσωπο σε πρόσωπο και οι ατέλειωτοι, συνειρμικοί μονόλογοι σχετικά με διάφορα ιστορικά γεγονότα και γενικού ενδιαφέροντος πληροφορίες που λειτουργούν ως αναλογίες για τα φονικά. Ο Matt Dillon, αειθαλής και με τον αέρα του bad boy βγαλμένο από την εποχή που μεσουρανούσε ως ηθοποιός, δίνει μια αξιοσημείωτη ερμηνεία στα πρότυπα του Wiliam Dafoe στο «Antichrist» και κάνει δυνατή επιστροφή, ενώ η Uma Thurman λάμπει και μας υπενθυμίζει πόσο ταλαντούχα είναι σε ένα Β’ ρόλο πέντε λεπτών.
Πέρα από τον διάχυτο σαδισμό και τις σκληρές σκηνές βίας που σοκάρουν και τον πιο ψύχραιμο θεατή, το αισθητικά αρτιότερο κομμάτι της ταινίας είναι η κατάληξη του Jack και το χρονικό της κατάβασής του στην κόλαση, με τον σπουδαίο Bruno Ganz σε ρόλο έκπληξη. Ουσιαστικό το τελευταίο μισάωρο είναι η απόδειξη γιατί ο Lans von Trier είναι δικαιολογημένα ένας θαυμάσιος καλλιτέχνης. Με σκηνές βγαλμένες από την κόλαση του Δάντη, ο δυσλειτουργικός ήρωας ξεκινά την πορεία προς την λύτρωση, ως αποτέλεσμα της θείας δίκης, της νέμεσης. Η υπόσταση των πράξεών του τον καθιστά τραγικό ήρωα, έναν άλλο Φάουστ που ήρθε η ώρα να πληρώσει το τίμημα της συνδιαλλαγής του με τον Διάβολο.