Το ότι το Ηοllywood αρνείται πεισματικά να ρισκάρει και να αξιοποιήσει καινούργιες ιδέες είναι δυστυχώς γνωστό. Αυτή η τάση μπορεί, περιστασιακά να δώσει και μια φρέσκια πνοή σε κάποιο παλαιότερο έργο, όπως το εξαιρετικό Jungles Book του Favreau, συνήθως όμως καταλήγει σε ανέπνευστα και πραγματικά αχρείαστα sequel επί sequel και remake. Το Magnificent 7, ήδη από την αρχή του, φαίνεται πως ανήκει κάπου στην μέση. Δεν αποτελεί ένα ντροπιαστικό χάσιμο ώρα, όπως το πρόσφατο Ben-Hur, αλλά ούτε μπορεί να προσφέρει κάτι νέο στον κλασσικό μύθο που θεμελίωσε ο τεράστιος Αkira Kurosawa το μακρινό 1954.
Η ταινία αυτή αποτέλεσε την αρχή ενός ταξιδιού, τόσο στην Ιαπωνία, όσο και στις ΗΠΑ, αφού 6 μόλις χρόνια αργότερα γυρίστηκε και η αμερικάνικη απάντηση, το πολύ δυνατό The Magnificent Seven του John Sturges (και μάλιστα χωρίς αναφορά στο έργο του Αkira Kurosawa). H ιστορία προφανώς και είχε επιτυχία, κυρίως στην Ευρώπη και πολύ γρήγορα γυρίστηκαν 3 sequel, το Return of the Seven (1966), Guns of the Magnificent Seven (1969) και το The Magnificent Seven Ride (1972), κανένα από τα οποία δεν έφτασε την επιτυχία του πρώτου. Ο δρόμος όμως είχε ανοίξει, και τώρα, στις επoχες των ισχνών αγελάδων της έμπνευσης, ο Fuqua (Training Day, Equalizer) φιλοδοξεί να ξαναπιάσει το νήμα και να παρουσιάσει κάτι αντάξιο του πρώτου Magnificent Seven, ή ίσως ακόμα και του Kurosawa.
Γιατί είναι ξεκάθαρο πως ο Fuqua έχει φιλοδοξίες και, πολύ περισσότερο, κατεύθυνση για την ταινία. Τα γενικά του πλάνα, με τις απλανείς, σχεδόν νοσταλγικές λήψεις, σκιαγραφούν ένανπανέμορφο φυσικό περιβάλλον και μια μια σκληρή, αλλά περήφανη κοινωνική ζωή που χωρά τέλεια στα στενά πλαίσια που έχουν οι Αμερικάνοι για την εθνική τους φαντασιακή ταυτότητα: Οι τίμιοι εργάτες που κατακτούν σιγά- σιγά την σκληρή φύση, που υποτάσσουν τα βουνά, τις λίμνες καιτ τα ποτάμια στην θέληση τους και σφυρηλατούν το μεγάλο Αμερικανικό έθνος με τον ιδρώτα τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ως εχθρός δεν τίθεται κάποιος ληστής ή κάποιος Μεξικάνος, όπως στις παλαιότερες ταινίες, αλλά ένας πλούσιος επιχειρηματίας που μάλιστα κάνει και κήρυγμα για την θεική φύση του καπιταλισμού! Ο (καθαρά καρτουνίστικος) Bartholomew Bogue (Peter Sarsgaard) παρουσιάζεται βέβαια ως εχθρός όχι μόνο των κατοίκων του μικρού χωριού, αλλά και της περιουσίας και του νόμου ως έννοιες, ομοιάζοντας έτσι πολύ περισσότερο σε φεουδάρχη παρά σε καπιταλιστή, αλλά κάπως έπρεπε να κινητοποιηθούν τα κοινωνικά στοιχεία του φιλμ.
Το πρόβλημα της ταινίας ξεκινά αμέσως μόλις τελειώσει η εισαγωγή της. Ο Fuqua, είναι κατεξοχήν σκηνοθέτης φθηνών ταινιών δράσης, και έτσι τείνει προς αυτή την κατεύθυνσης. Όση καλή πρόσθεση και να έχει, φαίνεται πως δεν μπορεί να διαχειριστεί ούτε τον μύθο, ούτε την έκταση του, αφού πέρα από την εισαγωγή δεν ξαναγίνεται λόγος για κανένα κοινωνικό ή πολιτικό στοιχείο. Η ταινία δομεί την δεύτερη πράξη της με κλισέ: Ο καλός στρατιώτης που βοηθά από τύψεις, ο γόης με την χρυσή καρδιά που ακολουθεί απρόθυμα αλλά δένεται και ένα σωρό ακόμα φορμάτ χαρακτήρων και σκηνών που έχουμε δει και ξαναδει. Οι αλλαγές τους είναι μόνο εξωτερικές, όπςω λόγου χάρη η προσθήκη ενός Ινδιάνου και ενός Ασιάτη στους 7, ή ακόμα και η ανάληψη του ρόλου του αρχηγού από τον Denzel Washington. Ωστόσο, ο Fuqua ποτέ δε προχωρά σε αυτό το βήμα παραπέρα που υπόσχεται. Ταυτόχρονα, όσο προχωρά η ταινία εστιάζει τόσο στην δράση και τις εκρήξεις που ξεχνά να δώσει χρόνο ακόμα και στους χαρακτήρες της. Κάποιους τους αφήνει στις 3 ατάκες, αδιαφορώντας για κάτι παραπάνω. Στο τέλος οι πρωταγωνιστές, αλλά και το χωριού που προστατεύουν μειώνονται σε φιγούρες μάχης, χωρίς κανένα ενδιαφέρον από μεριάς του θεατή για το αν θα ζήσουν ή θα πεθάνουν στις, ομολογούμενως πολύ εντυπωσιακές μάχες που περιέχει η ταινία.
Από πλευράς ερμηνειών, είναι φανερό πως οι ηθοποιοί έκαναν ότι καλύτερο μπορούσαν με ότι τους δόθηκε. Ο παλιός γνώριμος του σκηνοθέτη, ο Denzel Washington (Training Day, Equalizer) φορά με άνεση το κοστούμι του συμπονετικού αρχηγού, ακολουθώντας την μανιέρα που έχει καλλιεργήσει τα τελευταία χρόνια ενώ ο χαρισματικός Chris Pratt (Guardians of the Galaxy,Parks and Recreation) κάνει πάλι τα κλασσικά του κόλπα προκειμένου να γοητεύσει. O μοναδικός ίσως που τολμά να δοκιμασει κάτι νέο είναι ο Ethan Hawke (Gattaca, Before Sunrise), χωρίς εντελει να το καταφέρνει. Σε κάθε περίπτωση όμως αποδεικνύει πως είναι μαρκάν ο καλύτερος ηθοποιός της ταινίας. Ο Vincent D’Onofrio (Daredevil, Jurassic World) είναι ένας ήρωας στα όρια του camp και δεν μπορεί ούτε στιγμή να πάρει σοβαρά την ταινία ή τον εαυτό του, ενώ οι Byung-hun Lee (G.I. Joe) και ο Martin Sensmeier (Lilin’s Brood. False Memory Syndrome) είναι εντυπωσιακοί ως παρουσίες και physic αλλά τίποτα πέρα από αυτό. Θετική έκπληξη ήταν ο Manuel Garcia-Rulfo (Cake, 180) ενώ αντίθετα η σωσίας της Jennifer Lawrence, Haley Bennett (Hardcore Henry, Equalizer) ήταν τόσο άνευρη και πλαστική που ρουφούσε την ζωή από τα πλάνα.
Συμπερασματικά, το The Magnificent Seven του 2016 δεν είναι μια ταινία που θα επιζήσει 40 χρόνια. Βασικά δεν θα επιζήσει ούτε 4. Θα ξεχαστεί όταν βγει το επόμενο κενό blockbuster. Ωστόσο, εάν θέλετε κάτι χαλαρό, μπορείτε να δοκιμάσετε ένα ταξίδι μέχρι μια Δύση λιγότερο άγρια, λιγότερο πολιτική, αλλά με τον Chris Pratt.