Η πολυαναμενόμενη μεταφορά των εξαιρετικά δημοφιλών βιβλίων φαντασία του Andrzej Sapkowski ήρθε τελικά στο Netflix, από τα χέρια της Lauren Schmidt Hissrich (The Umbrella Academy, The Defenders) στην εκπνοή της δεκαετίας και, ευτυχώς για όλους, ήταν μια μεγάλη επιτυχία. Ευτυχώς για το δίκτυο γιατί χρειαζόταν μια νίκη μετά τις πρόσφατες χλιαρές αντιδράσεις απέναντι στις τηλεοπτικές του παραγωγές όσο προετοιμαζόταν για την εποχή των βραβείων και ευτυχώς για εμάς γιατί μας προσέφερε 8 απολαυστικά επεισόδια τηλεοπτικής, αχαλίνωτης epic fantasy δράσης.
Και ναι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, αυτά τα 8 επεισόδια ήταν ακραία διασκεδαστικά. Οι δημιουργοί έδειξαν μια μεγάλη πίστη στο origin υλικό και πέταξαν από την πρώτη κιόλας στιγμή τους θεατές στα βαθιά με μάχες ενάντια σε τέρατα, προφητείες, δράκους και στρατούς, δημιουργώντας έναν εκστασιασμένο χορό βίας και σπαθασκίας, χωρίς να λογαριάζουν κόστος, αίμα και συνέπειες. Ωστόσο αυτό που κέρδισε γρήγορα τους θεατές δεν ήταν τόσο η καταιγιστική δράση, αλλά περισσότερο οι χαρακτήρες και, για να είμαστε πιο ακριβείς, ο ίδιος ο Henry Cavill (Batman Vs Superman, The Man From Uncle) το casting του οποίου ήταν ένα τρομερό ρίσκο. Τελικά όμως ο Superman κατάφερε και όχι μόνο έφερε εις πέρα τον απαιτητικό ρόλο του Geral of Rivia, αλλά κατάφερε, με το μαγνητικό charisma του να του επιβληθεί απόλυτα, κάνοντας τον δικό του Geralt μια δυναμική προσθήκη στην απεικόνιση του χαρακτήρα, αν και όχι εφάμιλλη με τα εμβληματικά παιχνίδια και το voice acting του Doug Cockle (Horizon Zero Dawn, Block N Load) η φωνή του οποίου αντηχεί στο μυαλό εκατομμυρίων fanς του χαρακτήρα.
Ο Cavill, φανατικός παίκτης και αναγνώστης ο ίδιος, είχε ζητήσει από την αρχή να υποδυθεί τον Geralt και πραγματικά είναι φανερό πως διασκέδασε κάθε hmmm, κάθε fuck και κάθε κίνηση του μπροστά από τις κάμερες, παρασέρνοντας και εμάς στη διαδρομή ανάμεσα σε βασίλεια που βρίσκονται στο χείλος της καταστροφής, ανθρώπους που γίνονται χειρότεροι από τα τέρατα που κυνηγούν και αδιέξοδες επιλογές ζωής.
Την ίδια στιγμή οι δημιουργοί της σειράς έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στο υλικό τους και την επαφή των ανθρώπων με αυτό. Έτσι ξεκινούν την ιστορία… από την πολύ αρχή. Για την ακρίβεια όλη η σειρά δεν αποτελεί παρά σκόρπιες ιστορίες και περιπέτειες από την πορεία των τριών πρωταγωνιστικών χαρακτήρων, οι οποίοι μόνο στο τέλος συναντιούνται.
Αυτές δεν αποτελούν μέρος της βασικής πενταλογίας του συγγραφέα, αλλά έχουν κυκλοφορήσει αργότερα, σε ξεχωριστά βιβλία. Χωρίς όμως αυτή τη γνώση, ο θεατής πετάγεται σε έναν κυκεώνα πληροφοριών, χωρίς να έχει εικόνα ποιος, που και, το πλέον βασικό, πότε, συμβαίνουν όλα αυτά.
Οι συνδέσεις μεταξύ των χαρακτήρων και των χρονικών αυτών γραμμών που ακολουθεί ο καθένας γίνονται ανεπαίσθητα, διακριτικά, με μερικά πλάνα, με την αναφορά σε ένα όνομα ή γεγονός που από το ένα επεισόδιο στο άλλο πηδά 10 χρόνια στο μέλλον, και εντείνονται βαθμιαία μέχρι τον τελικό συγχρονισμό. Όπως έχουν αναφέρει και οι ίδιοι, η σειρά θα κρατήσει… 7 seasons, οπότε και η λογική του να συγκρατήσουν υλικό έχει νόημα, αλλά και μια έπαρση.
Όλα λοιπόν ωραία με το Witcher; Όχι. Γιατί όσο ευχάριστο και αν είναι, τελικά η ίδια αυτή η έπαρση των εμπλεκομένων, αυτή η βαθιά γνώση του αρχικού υλικού μπορεί να δίνει μια εξαιρετική παράσταση, όμως τελικά απομακρύνεται από τη σκληρή, βάναυση και απάνθρωπη ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος, των συνθηκών και, πολύ περισσότερο, του βάρους των επιλογών των χαρακτήρων. Το τηλεοπτικό Witcher, ακόμα και στις πιο δραματικές του στιγμές έχει μια υφή οριακά μελοδράματος, που απέχει παρασάγγας από τον σκληρό, ανατολικοευρωπαικό μεσαίωνα των θρησκευτικών πολέμων, των εθνοκαθάρσεων και της εκμετάλλευσης που μας είχε μάθε το ίδιο το υλικό πάνω στο οποίο βασίστηκε η σειρά. Αυτό προφανώς δεν είναι κακό, ποτέ δε ειπωθεί εδώ το «το βιβλίο ήταν καλύτερο», ωστόσο οφείλει να ομολογήσει κανείς πως το Witcher του Netflix ανά σημεία θυμίζει περισσότερο feel good σειρά δράσης παρά τον Γητευτή.
Ακόμα και η ίδια η εικονογράφηση, η οποία ταλανίζεται από αρκετά φτωχά εφέ ( ψηφιακά και πρακτικά σε αρμονία ευτυχώς) που φέρνουν στον μυαλό τηλεταινίες αλλοτινών εποχών, έχει μια τέτοια κατεύθυνση κενού εντυπωσιασμού.
Κυριαρχούν και εκεί τα (εύκολα τραβηγμένα ή κατασκευασμένα τοπία), τα οποία όμως φαντάζουν νεκρά, αφού μέσα τους υπάρχει πολύ λίγη κίνηση και ζωή. Στο νου κάποιου πιο υποψιασμένου θα ερχόταν, σε επίπεδο εικόνας και αίσθησης, (στο πολύ πιο ακριβό) το Earthsea, ή ακόμα και το υποτιμημένο The 10th Kingdom, για να μην αναφέρουμε παραγωγές πιο κοντά στην ελληνική εμπειρία, όπως το… Χena: Τhe Warrior Princess και το Hercules. Γενικότερα όμως παραγωγές προ-προπερασμένης δεκαετίας.
Αυτή η αίσθηση προσφέρεται επίσης και από ένα μεγάλο μέρος του supporting cast, με πρώτο και καλύτερο το comic relief Jaskier του Joey Batey (Knightfall, Strike), o oποίος είναι υπεύθυνος και για το ακραία catchy και οριακά εθιστικό Toss a Coin to Your Witcher, το οποίο πλέον διάγει μια δική του, meme-ική ζωή στο διαδίκτυο. Επιπλέον η εμφάνιση του αγαπημένα στερεοτυπικού Lars Mikkelsen (House of Cards, Star Wars: Rebells), της γνωστής οικογενείας βεβαίως βεβαίως ήταν ένα απογοητευτικά ταιριαστό κερασάκι στην τούρτα.
Το ίδιο ελαφρό, αν και στη μελοδραματική του πλευρά, στοιχείo εκφράζει όχι με τον ρόλο, αλλά με την ερμηνεία της, η Yennefer της Anya Chalotra (Sherwood, Wanderlust). Παράλληλα, για να oλοκληρωθεί η τριάδα των βασικών χαρακτήρων τους οποίους παρακολουθούμε (Geralt, Yennefer και Ciri) οφείλουμε να πούμε πως η Ciri της Freya Allan (Into the Badlands, The War of the Worlds) φάνηκε εντελώς άχρωμη αλλά κατάφερε, έστω και τυπικά, να θέσει κάποια θεμέλια για την μετεξέλιξη της σε Lady of Space and Time.
To Witcher δεν απογοητεύει. Ωστόσο θυμίζει περισσότερο feel good σειρές του παρελθόντος παρά το έπος που θα αντικαταστήσει το Game of Thrones, μια αξίωση που μέχρι και το… ίδιο το Game of Thrones απέτυχε να υλοποιήσει. Ας το ευχαριστηθούμε λοιπόν, ανώδυνα, για αυτό που είναι και όχι για αυτό που βαυκαλίζεται πως είναι.