Μια γυναίκα αναθυμάται την εφηβική της ηλικία ως εσωτερική οικότροφος στη Γενεύη και τη γνωριμία της με τη Σοράγια, μια θαρραλέα Ιρανή έφηβη που ωθούσε τα όρια και τη σεξουαλικότητά της στα άκρα. Μια άλλη, επιστρέφοντας στο Τελ Αβίβ, στην τελευταία κατοικία όπου διέμενε ο πατέρας της προτού πεθάνει, βρίσκει εκεί έναν άγνωστό της άντρα που αρνείται να αποχωρήσει. Ένας συνταξιούχος, μετά από μια σχεδόν επιθανάτια εμπειρία, αναθεωρεί κάθε σταθερά της έως τότε ζωής του, ενώ μια κόρη, διαζευγμένη μητέρα δύο παιδιών, προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την αναπάντεχη έλευση ενός νέου συζύγου στη ζωή της μητέρας της· όλα αυτά σε μια συλλογή διηγημάτων – σπουδή στο φύλο, τη σεξουαλικότητα, τη ζωή και τον θάνατο, τη μοναξιά, και τις ανθρώπινες σχέσεις εν γένει.
Η πολυβραβευμένη Αμερικανίδα συγγραφέας Nicole Krauss, με την πρώτη της συλλογή διηγημάτων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Ιωάννας Ηλιάδη, εξερευνά Τι σημαίνει να είσαι άντρας, πάντα όμως μέσα από το πρίσμα του γυναικείου βιώματος, δεν εστιάζει δε αποκλειστικά στο φύλο, όπως θα ανέμενε κανείς διαβάζοντας τον τίτλο του βιβλίου, αλλά στην ανθρώπινη εμπειρία στο σύνολο της οικουμενικότητάς της.
Μερικά από τα διηγήματα, όπως το πρώτο, Ελβετία, και ένα από τα αρτιότερα της συλλογής, διατηρούν φεμινιστική, αμιγώς πολιτικοποιημένη ματιά απέναντι στα έμφυλα ζητήματα: οι γυναίκες ηρωίδες υφίστανται την ανδρική ματιά, γίνονται θύματα ανδρών – predators, ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιούν την απεριόριστη δύναμη που τους δίνει η σεξουαλικότητά τους. Αντικειμενοποιούν οι ίδιες τον εαυτό τους, χειραφετούνται σεξουαλικά, ακροβατούν ανάμεσα στη σεξουαλική παρέκκλιση και την κακοποίηση, αισθάνονται ατρόμητες και άτρωτες απέναντι στο αδηφάγο ανδρικό βλέμμα – αλλά και αντιλαμβάνονται τα εγγενή όρια της δύναμης που διαθέτουν ως αντικείμενα του πόθου εντός της πατριαρχίας.
Η Krauss γράφει για την εύθραυστη αρρενωπότητα, για τον ανδρισμό που εκφράζεται μέσα από την ανάγκη σωματικής επιβολής, τον ανταγωνισμό και τη βία, για την άρρηκτη σύνδεσή του με τον μιλιταρισμό, σε μια κοινωνία όπως αυτή του Ισραήλ (τόπο που, λόγω της εβραϊκής καταγωγής της, απασχολεί την πλειονότητα των διηγημάτων της), που έχει δομηθεί πάνω στην εθνικιστική γαλούχηση και, μέσω αυτής, διατράνωση του ανδρικού φύλου. Γράφει για άντρες ως υποκείμενα επιθυμίας, που λαχταρούν διαρκώς την ελευθερία τους, πρωτίστως σεξουαλική, σωματική και κοινωνική, μόνο για να βυθιστούν στην ευαλωτότητα και την ανασφάλεια μόλις την αποκτήσουν.
Πρωτεύων ρόλο στις αφηγήσεις της κατέχει η εβραϊκότητα, η θρησκεία, η κουλτούρα, τα ήθη και τα έθιμά της – καταλήγοντας, όμως, συχνά μονοθεματική. Στο δεύτερο διήγημα, Ο Ζούσια στη στέγη, ο καθηγητής Μπρόντμαν, μετά από ένα κώμα και μια μεταιχμιακή ενατένιση της ανυπαρξίας, αναμετράται με τα ίδια τα δεσμά του, τους περιορισμούς της οικογένειας, της ακαδημαϊκής αφοσίωσης, αλλά και της εβραϊκής πίστης, της μνήμης και της κληρονομιάς που επί μια ολόκληρη ζωή βάσταζε αδιάλειπτα. Μετά, όμως, από την πρόσκαιρη παραμονή του στον κόσμο των νεκρών και τη μέθεξη της σοφίας τους, αποτινάσσει τον περιοριστικό ζυγό της καταπίεσης και του καθήκοντος, θρησκευτικού, κοινωνικού, πολιτισμικού και οικογενειακού, αποκηρύσσει την πίστη του και θέτει τον εαυτό του στην ύστατη πορεία επιτέλεσης της αληθινής του φύσης, σε ένα από τα δυνατότερα διηγήματα της συλλογής. Στο τρίτο, Εγώ κοιμόμουν, μα ξαγρύπνα μου η καρδιά, μια γυναίκα πενθεί τον χαμό του πατέρα της επιστρέφοντας στην πατρογονική γη του Τελ Αβίβ και εντοπίζει τους άρρηκτους δεσμούς που, παρά τη χιλιομετρική απόσταση, διατηρεί με την εβραϊκότητα, με την ιστορία, την πατρίδα και την κληρονομιά της.
Το λογοτεχνικό ταξίδι που πραγματοποιεί η Krauss, από τη γαλήνια, χιονισμένη Γενεύη στην πολύβουη Νέα Υόρκη και από το ηλιόλουστο Τελ Αβίβ με τις παντός είδους αντιφάσεις του στην κουλτούρα και τις παραδόσεις της Ιαπωνίας, ένα αφηγηματικό οδοιπορικό σε πόλεις, πολιτισμούς και κοινωνικά οικοδομήματα, αναδεικνύει την οικουμενικότητα των θεματικών της και τον κοινό πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης: σεξουαλική επιθυμία, υπαρξιακή αναζήτηση, πίστη και θρησκευτικές αμφιβολίες, αλλά και η εγγενής θλίψη και πικρία στα κατάβαθα της ανθρώπινης ψυχής.
Η Krauss παρατηρεί εξ αποστάσεως τους χαρακτήρες της και τα δράματά τους, ανατέμνει με χειρουργική ακρίβεια τις μικρές, προσωπικές τους τραγωδίες, τα συναισθήματα και τις νευρώσεις τους, δίχως να καταφεύγει σε εξάρσεις και μελοδραματισμούς, αλλά με μια υπόκωφα θλιμμένη, ενδοσκοπική μελαγχολία. Γράφει για τις διαφορετικές αναγνώσεις του ίδιου μας του πόνου, για την εμμονική προσήλωση σε αυτόν που χαρακτηρίζει τη νεότητα και τον εγωκεντρισμό που υποχωρεί με το πέρασμα του χρόνου για μια πιο νηφάλια προσέγγιση στις βασάνους και την οδύνη. Στο Βλέποντας τον Ερσαντί, δύο φίλες βιώνουν επιφοιτήσεις για τις ζωές τους όταν, αφού είδαν τη Γεύση του Κερασιού του Abbas Kiarostami, αρχίζουν να βλέπουν γύρω τους τη στωική, τραγική φιγούρα του πρωταγωνιστή της ταινίας, Homayoun Ershadi – είναι, όμως, ορθή η ερμηνεία που οι ίδιες προσέδωσαν στα οράματά τους, στην ταινία και σε ο,τι ο χαρακτήρας του Ershadi συμβολίζει ή η ερμηνεία αυτή υπόκειται σε μεταβολές όσο οι ίδιες μεγαλώνουν, ωριμάζουν και αποκτούν νέες προσλαμβάνουσες; Οι σινεφιλικές αναφορές συνεχίζονται με το Amour, όπου μια γυναίκα αντικρίζει κατάματα όλους τους λόγους που η σχέση της πρέπει της να τελειώσει, αφού δει την ομώνυμη ταινία του Michael Haneke.
Το διαζύγιο και οι μετασεισμικές δονήσεις που προκαλεί στις ζωές όλων των εμπλεκομένων είναι ακόμα μία από τις θεματικές που απασχολούν την Krauss: στη Συντέλεια του κόσμου, μια έφηβη προσπαθεί να αντεπεξέλθει στη νέα πραγματικότητα του διαζυγίου των γονιών της, όσο οι πυρκαγιές μαίνονται στην πολιτεία της Καλιφόρνια, σηματοδοτώντας αλληγορικά τη συθέμελη εξάλειψη του πρότερου status quo, την εκρίζωση του παρελθόντος και των πεπατημένων του, αλλά και την εκ της στάχτης αναγέννηση. Στις Μελλοντικές έκτακτες ανάγκες, ένα διήγημα που φέρνει έντονα στον νου DeLillo, η Krauss γράφει για την post – 9/11 μαζική υστερία, το διάχυτο αίσθημα υπαρξιακού τρόμου σε καταστάσεις συλλογικής κρίσης, αλλά και τα ρήγματα που η επαπειλούμενη καταστροφή επιφέρει στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Δεν έχουν βέβαια όλες οι ιστορίες το ίδιο ενδιαφέρον και αφηγηματική δύναμη – προς τη μέση του βιβλίου τα διηγήματα κάνουν κοιλιά, το Amour καταφεύγει αναιτιολόγητα στη δυστοπία, ενώ το Στον κήπο είναι βεβιασμένα πολιτικό και μη συνεκτικό με το αφηγηματικό ύφος της υπόλοιπης συλλογής. Παρ’ όλα αυτά, εκείνο που καταφέρνει η Krauss στην πλειονότητα των διηγημάτων της είναι αξιοθαύμαστο: με ψύχραιμο, νηφάλιο τρόπο, διατυπώνει αδιόρατες στο ανεστίαστο μάτι αλήθειες για τις ανθρώπινες σχέσεις, για όσα μας ωθούν να τις συνάψουμε, τα κίνητρα αλλά και τις υποδόριες ανάγκες και νευρώσεις που πηδαλιουχούν τις επιλογές μας, αλλά και για όλα όσα μας χωρίζουν, τις ρήξεις και τις συγκρούσεις που επιφέρουν το τελειωτικό πλήγμα σε σχέσεις ζωής.
Η Nicole Krauss ξύνει την πληγή του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα αλλά επίμονα ενοχλητικά και δυσοίωνα, μέχρι να γδάρει τη σάρκα και να ξεγυμνώσει το κόκαλο των απόκρυφων μυστικών, των ανομολόγητων συναισθημάτων και των ενδόμυχων πόνων της ανθρώπινης ύπαρξης.