του Παντελή Λιάκα
Η Cloe Mehdi γεννήθηκε το 1992 στα προάστια της Λυών. Από τα εφηβικά της χρόνια ξεκίνησε να γράφει. Το πρώτο της μυθιστόρημα ”Monstres en cavale”, τιμήθηκε με το βραβείο de Beaune 2014.
Το ”Τίποτα δεν χάνεται”, που κυκλοφορεί στα ελληνικά απ’ τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Γιάννη Καυκιά. έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, Prix Mystere de la critique 2017, Prix Dora Suarez 2017, Prix Etudiant du Polar 2016, Prix Blues and Polar, Prix Mille et Une feuilles Noires.
Η υπόθεση του βιβλίου διαδραματίζεται σε ένα μικρό προάστιο του Παρισιού και περιστρέφεται γύρω από το θάνατο ενός δεκαπεντάχρονου αγοριού, του Σαΐντ, κατά την διάρκεια ενός τυπικού αστυνομικού ελέγχου. Αυτό το γεγονός πυροδότησε την ίδια στιγμή μεγάλες αναταραχές και συγκρούσεις σε ολόκληρη την περιοχή. Στους τοίχους της συνοικίας κάποιοι έχουν ζωγραφίσει το πρόσωπο του Σαΐντ, ενώ γκράφιτι με κόκκινη μπογιά και συνθήματα διαμαρτυρίας απαιτούν την παραδειγματική τιμωρία του δολοφόνου και την απόδοση της πολυπόθητης δικαιοσύνης.
Ο Ματιά, είναι ένας εντεκάχρονος μαθητής που κατοικεί σε αυτή τη συνοικία. Γιος ενός κοινωνικού λειτουργού της Λε Βεριέρ, γρήγορα θα ορφανέψει, καθώς ο πατέρας του, έπειτα από αρκετά χρόνια νοσηλείας στην Ψυχιατρική κλινική, έδωσε τέλος στη ζωή του και κρεμάστηκε από το ταβάνι του δωματίου του. Η αυτοκτονία του πατέρα του οδηγεί σταδιακά στο γκρέμισμα της οικογένειάς του. Η μητέρα του και η αδερφή του Ματιά, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξεφύγουν από αυτή την κατάσταση, τον εγκαταλείπουν και εξαφανίζονται, δίνοντάς τον για υιοθεσία σε έναν, επίσης, ψυχικά άρρωστο νυχτοφύλακα, τον Ζε, που συζεί με μια κοπέλα, την Γκαμπριέλ, η οποία αντιμετωπίζει σοβαρότερα ψυχολογικά προβλήματα από εκείνον, και νοσηλεύεται κατά διαστήματα στο ψυχιατρείο για να αντιμετωπίσει, με τα χάπια που της χορηγούν οι γιατροί, τις τάσεις αυτοκτονίας που της στερούν τη ζωή.
Τόσο ο Ζε, όσο και η Γκαμπριέλ, δεν αποτελούν αληθινά πρότυπα για τον Ματιά, αλλά παρέχουν μόνο μια επιφανειακή αίσθηση οικογενειακής ασφάλειας και σταθερότητας. Η ελλιπής φροντίδα και προστασία των θετών γονέων προς το παιδί τους φαίνεται όταν ο Ματιά περνάει τις περισσότερες ώρες του, ιδιαίτερα τις βραδινές, έξω από το σπίτι και περιπλανιέται μόνος του στους δρόμους, αντιμέτωπος με τους κινδύνους της πόλης. Επιπλέον, φαίνεται από την άρνησή του να παρακολουθήσει τα μαθήματα του σχολείου, από τις αδικαιολόγητες απουσίες του και από τα παράπονα της δασκάλας του. Αυτοί είναι μερικοί από τους λόγους που ωθούν τους επιθεωρητές του γραφείου ανηλίκων να σκεφτούν αν πρέπει να διατηρήσουν ή, αντίθετα, να στερήσουν την κηδεμονία τους από τον Ματιά. Ωστόσο, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι σε αρκετές σελίδες του βιβλίου η σκέψη του Ματιά είναι πολύ πιο ώριμη από τη σκέψη ενός εντεκάχρονου παιδιού που μεγαλώνει μέσα στις φυσιολογικές συνθήκες του οικογενειακού του περιβάλλοντος.
Ο Ματιά, φανερά κλονισμένος από την αυτοκτονία του πατέρα του, που έχει αντίκτυπο στην ψυχική του υγεία, την εγκατάλειψη της οικογένειάς του, και την απροσδόκητη συνύπαρξή του με ψυχικά άρρωστους ανθρώπους, προσπαθεί να βρει το φως που κρύβεται πίσω από το σκοτάδι, τον αληθινό του εαυτό μέσα στην εμπιστοσύνη και την αγάπη που του παρέχει ο θετός του γονιός. Στην προσπάθειά του να βρει τους λόγους της εγκατάλειψής του, αλλά και την άκρη του νήματος που οδηγεί στη δολοφονία του ισλαμόφωνου φίλου του, Σαΐντ, έρχεται αντιμέτωπος με την κατάχρηση της αστυνομικής εξουσίας, και την επακόλουθη ατιμωρησία που βασιλεύει στη Γαλλία. Η κραυγή απόγνωσης του Ματιά, είναι η κραυγή απόγνωσης του κάθε παιδιού που κρύβουμε μέσα μας. Του παιδιού που βλέπει και αντιλαμβάνεται μέσα από τα παιδικά του μάτια περισσότερα πράγματα από εκείνα που βλέπουν και αντιλαμβάνονται οι γύρω του και η κοινωνία που ζει. Προσπαθεί, με κάθε τρόπο, να τα διορθώσει. Aρνούμενος να ζήσει μέσα στην ενοχή, προσπαθεί να βρει τις απαραίτητες ενδείξεις που αποκαλύπτουν την αληθινή υπόσταση της πραγματικότητας. Όμως, στο τέλος, μην μπορώντας να αντισταθεί στην ψυχολογική πίεση που δέχεται και στους ακατανίκητους φόβους που τον κατακλύζουν, οπισθοχωρεί πίσω από την αδυναμία του, βιώνει τη μοναξιά μέσα στην απομόνωσή του και συνθλίβεται μέσα στη σιωπή του.
Σε ένα τυπικό έλεγχο ταυτότητας, ο Σαΐντ θα αντισταθεί με όλες του τις δυνάμεις, με αποτέλεσμα να βιώσει την ακραία αστυνομική βία, η οποία, τελικά, θα τον οδηγήσει στο θάνατο. Ο αστυνομικός που τον πυροβόλησε, έπειτα από λίγο καιρό θα αθωωθεί, καθώς ισχυρίστηκε μπροστά στους δικαστές ότι ο Σα’ί’ντ ήταν εκείνος που του επιτέθηκε πρώτος, και, έτσι, αναγκάστηκε να αμυνθεί μέχρι θανάτου. Παρότι κάτι τέτοιο ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας του αστυνομικού, ο αστυνομικός θα καταφέρει να κερδίσει τις εντυπώσεις και να διατηρήσει τη θέση του στην αστυνομία. Για αρκετό καιρό θα απομακρυνθεί από την περιοχή, προκειμένου να πέσουν οι τόνοι και να ξεχαστεί το θέμα. Όταν ξαναγυρίσει πίσω, οι τύψεις θα τον οδηγήσουν να διαβεί τις πύλες του νεκροταφείου. Τη στιγμή που στέκεται πάνω από τον τάφο του Σα’ί’ντ, ένα μέλος της οικογένειας του Σα’ί’ντ θα μπει στο νεκροταφείο και θα αναγνωρίσει στο πρόσωπο του αστυνομικού το δολοφόνο του Σα’ί’ντ. Μετά από αυτό το γεγονός, η είδηση της επιστροφής του αστυνομικού θα κυκλοφορήσει γρήγορα στην περιοχή. Εντέλει, η κοινωνική κατακραυγή, το μίσος και η εκδίκηση από τα μέλη του στενού οικογενειακού κύκλου του αποθανόντος, ή, με άλλα λόγια, τα συνθήματα που βλέπουμε γραμμένα με κόκκινη μπογιά στους τοίχους της συνοικίας, θα επαληθευτούν, αποκαθιστώντας την τάξη δικαίου στην περιοχή.
Η συγγραφέας, σε αυτό το κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα, εμβαθύνει στα ψυχικά χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών, όπως τα συναισθήματα, τις αδυναμίες, τις ψυχικές ασθένειες και διαταραχές, και αποτυπώνει εξαίσια το πνεύμα της εποχής, πραγματευόμενη με απαράμιλλο τρόπο τα καίρια κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Γαλλία, όπως ο ρατσισμός, η αστυνομική βία, η κατάχρηση της εξουσίας, και η ατιμωρησία του δικαστικού συστήματος. Σε μια σκοτεινή κοινωνία όπου η βία είναι σύνηθες φαινόμενο, η συμπόνια και η ανθρωπιά κάτι ξένο, και ο ρατσισμός κάτι το διαδεδομένο, βλέπουμε να κυριαρχεί τελικά μια αχτίδα ελπίδας για κάποιους ανθρώπους που ζητούν την αναγέννηση μέσα στην αλλαγή. H συγγραφέας έχει τον τρόπο να τα μεταφέρει όλα αυτά μέσω μιας ρέουσας, απλής, και νηφάλιας γλώσσας που μαγνητίζει και προκαλεί από την πρώτη στιγμή το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η εξέλιξη των γεγονότων είναι αστραπιαία, ο ρυθμός ταχύτατος και οι ανατροπές διαδέχονται η μια την άλλη, μέχρι την τελική κορύφωση που θα επέλθει στο τέλος του βιβλίου.
Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι ο τίτλος του βιβλίου αντικατοπτρίζει το μήνυμα που θέλει να περάσει η συγγραφέας μέσα από αυτή την πολυεπίπεδη ιστορία. Μας καλεί να ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε όλα αυτά τα μικρά, καθημερινά πράγματα που καταστρέφουν τη ζωή μας και σαπίζουν εκ θεμελίων την κοινωνία μας. Με άλλα λόγια, να συνειδητοποιήσουμε ότι η φτώχεια, ο ρατσισμός, η βία, οι αδικίες, η ανισότητα, το ταξικό χάσμα, οι ψυχικές ασθένειες, οι εξεγέρσεις, τα εγκλήματα της αστυνομίας και η ατιμωρησία του δικαστικού συστήματος, δεν θα χαθούν ποτέ, αλλά, αντίθετα, θα παραμένουν για πάντα διαχρονικά φαινόμενα της εποχής τους.