Ένα από τα χαρακτηριστικά της γαλλικής noir σχολής, είναι αν μη τι άλλο η έντονη παρουσία κοινωνικών και πολιτικών στοιχείων. Πολλές φορές η αστυνομική πλοκή είναι δευτερεύουσα, αλλά η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι αυτή που κερδίζει τον αναγνώστη. Η Cloé Mehdi (1992), μία από τις πλέον νέες φωνές του γαλλικού μυθιστορήματος, δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση για τα παραπάνω. Σε λίγα χρόνια έχει κυκλοφορήσει δύο μυθιστορήματα, έχοντας και τα δύο κερδίσει ουκ ολίγα βραβεία και διακρίσεις. Στο ελληνικό κοινό συστήνεται τον Μάιο του 2020 με το Τίποτε δεν χάνεται, το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Γιάννη Καυκιά.
Η Cloé Mehdi θέτει την ιστορία σε ένα Banlieue, το οποίο σημαίνει προάστιο, δείχνοντας έτσι ότι η ζωή στα προάστια των γαλλικών πόλεων έχει πολλά κοινά αναμεταξύ των. Το συγκεκριμένο Banlieue, όπως τόσα άλλα, βρίθει από πολυπολιτισμική ζωή με την παρουσία μεταναστών και προσφύγων να είναι κάτι παραπάνω από σημαντική. Επιπλέον μέσα στα πλαίσια του εξευγενισμού (gentrification) που παρατηρείται τα τελευταία αρκετά χρόνια σε πολλές μεγαλουπόλεις της Ευρώπης, οι παλιές κατοικίες και πάρκα του προαστίου αυτού αρχίζουν να κατεδαφίζονται, ώστε να δώσουν τη θέση τους σε μοντέρνα κτήρια κυρίως για επιχειρηματικές και τουριστικές χρήσεις.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο πρωταγωνιστής και αφηγητής, είναι ο 11χρονος Ματιά, ο οποίος βρίσκεται σε μία βίαιη και απότομη πορεία προς την ενηλικίωσή του, πολύ νωρίτερα απ’ ότι άλλοι συνομήλικοι του. Έχοντας μεγαλώσει σε μία οικογένεια με πολλών ειδών προβλήματα, πλέον ζει με τον κηδεμόνα του Ζε και την αυτοκτονική σύντροφό του Γκαμπριέλ. Η Cloé Mehdi προσπαθεί, και σε μεγάλο βαθμό καταφέρνει, να μπει στο πετσί και το ρόλο του 11χρονου Ματιά, δείχνοντας έναν νέο άνθρωπο, ένα παιδί, να βρίσκεται αντιμέτωπος με προβλήματα που άλλοι συνομήλικοί του δεν έχουν αναγκαστεί να αντιμετωπίσουν. Η συγγραφέας, ως προς αυτό το κομμάτι, παρουσιάζει πολύ όμορφα τις ψυχικές ασθένειες που πολλές φορές είναι ικανές να τραβήξουν στη δίνη τους, μεγάλους αλλά και μικρούς.
Παράλληλα, από την αρχή της ιστορίας, φαίνεται να υπάρχει μια δευτερεύουσα ιστορία και έχει να κάνει με την δολοφονία ενός εφήβου από έναν αστυνομικό, λίγα χρόνια πριν τη γέννηση του Ματιά. Οι εξεγέρσεις που συνέβησαν τότε, αλλά και τα graffiti που γεμίζουν δεκαπέντε χρόνια την περιοχή, οδηγούν τον Ματιά να δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για την συγκεκριμένη ιστορία. Παρόλο που στην αρχή φαίνεται να μην έχει σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα, η δολοφονία αυτή σταδιακά αποκτάει μεγάλη βαρύτητα.
Η συγγραφέας για ακόμα μια φορά καυτηριάζει ένα πολύ σημαντικό θέμα. Αυτή τη φορά στο μικροσκόπιο μπαίνει η αστυνομική βία καθώς και η ατιμωρησία που την ακολουθεί. Μέσα από τα μάτια ενός 11χρονου παρακολουθείται η ζωή σε μία κοινωνία που χρόνια μετά δε μπορεί να ξεπεράσει μια τέτοια δολοφονία, όσο και αν όπως γίνεται φανερό, η αστυνομική βία και οι δολοφονίες από αστυνομικούς κάθε άλλο παρά σπάνιες είναι. Είτε το θύμα λέγεται Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος και Ζακ Κωστόπουλος -μεταξύ πολλών άλλων στην Ελλάδα- είτε George Floyd στην Minneapolis των ΗΠΑ -μεταξύ πολλών άλλων στις ΗΠΑ- είτε Σαΐντ όπως στο εν λόγω μυθιστόρημα, είναι εμφανές ότι η αστυνομική βία, καθώς και η ατιμωρησία των θυτών, είναι ζητήματα διαχρονικά που δεν πρέπει να θάβονται. Αντιθέτως, πρέπει να ακούγονται, και αυτό πετυχαίνει η Cloé Mehdi.
Σε αυτό το σημείο, οφείλει να γίνει αναφορά στην εξαιρετική μετάφραση του Γιάννη Καυκιά, για μία ακόμα φορά, καθώς και για τις σημειώσεις του στο τέλος του βιβλίου, που αν και λιγότερες από άλλες φορές, είναι πάντα κάτι παραπάνω από χρήσιμες.
Εν κατακλείδι, με το Τίποτε δεν χάνεται συστήνεται στο ελληνικό κοινό μία νέα συγγραφική φωνή όπως η Cloé Mehdi, δείχνοντας πως όλο το μέλλον της ανήκει. Το μυθιστόρημα αυτό, μέσα από μία noir ατμόσφαιρα καταφέρνει και φέρνει σπαρακτικά στο προσκήνιο ζητήματα όπως οι ψυχικές ασθένειες και η αστυνομική βία. Ζητήματα που όσα χρόνια και αν περάσουν δε θα πάψουν να χρήζουν προσοχής. Και τελικά το Τίποτε δε χάνεται είναι ένα εξαιρετικό δείγμα ενός κοινωνικού noir μυθιστορήματος, που σίγουρα αξίζει προσοχής.