Η Ιταλοκουβανή συγγραφέας Άλμπα Ντε Σέσπεντες στο «Απαγορευμένο τετράδιο» (σε μετάφραση Σταύρου Παπασταύρου, εκδόσεις Πατάκη) υφαίνει με τη γραφή της ένα προφεμινιστικό τοπίο που αφορά τη μεταπολεμική Ιταλία της δεκαετίας του ’50. Το εν λόγω βιβλίο γράφτηκε προκειμένου να δημοσιευθεί σε συνέχειες στο ιταλικό περιοδικό La Settimana Incom Illustrata (Δεκέμβριος 1950-Ιούνιος 1951), πριν κυκλοφορήσει το 1952.
Ως κεντρική ηρωίδα τοποθετεί στο έργο της τη Βαλέρια, ηλικιακά λίγο μετά από τα σαράντα, της οποίας ο μόχθος φαίνεται ατέρμονος, καθώς πέρα από εργαζόμενη σε γραφείο είναι και εργαζόμενη στο σπίτι της, τελώντας την απλήρωτη εργασία που εδώ και τόσες γενιές (οριακά μέχρι και σήμερα) είναι αυτονόητο πως αποτελεί καθήκον της συζύγου και μητέρας. Παντρεμένη από μικρή ηλικία με τον Μικέλε και έχοντας δύο παιδιά, την 20χρονη Μιρέλλα και τον λίγο μεγαλύτερο Ρικάρντο, δεν μπορεί να φανταστεί μια διαφορετική ζωή για τον εαυτό της. Φαίνεται, μάλιστα, να μην την έχει επιθυμήσει ποτέ.
Τα φαινόμενα απατούν όταν αποφασίζει σε μια κρίση αυθορμητισμού να αγοράσει ένα σημειωματάριο που προορίζει για δέκτη των σκέψεών της. Από τη στιγμή εκείνη και καθόλη τη διάρκεια της διήγησης, οι αναγνώστες βλέπουν μια γυναίκα που φέρει μεγάλη ενοχή για την πράξη της να αγοράσει το τετράδιο, πολλώ δε μάλλον να καταγράφει σκέψεις και συναισθήματα της καθημερινότητάς της σε αυτό. Η ίδια το κρύβει σε σημεία που θεωρεί ότι ο σύζυγος και τα παιδιά της δεν θα το βρουν, πράξη που φανερώνει έναν εσωτερικό αναβρασμό πρωτόγνωρο για εκείνη, που γίνεται όλο και μεγαλύτερος όσο εκείνη γεμίζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα τις λευκές σελίδες.
Στο επίκεντρο των αγωνιών της είναι η δύσκολη οικονομική κατάσταση της οικογένειας, η σχέση της κόρης της με έναν 35χρονο δικηγόρο, η ολοένα και αυξανόμενη αδιαφορία του Μικέλε, στου οποίου τα μάτια δεν αντικρίζει πια ερωτισμό για το πρόσωπό της, οι βλέψεις του Ρικάρντο να μεταναστεύσει στην Αργεντινή προκειμένου να βγάζει καλά λεφτά μετά το πέρας των σπουδών του και η αλληλεπίδραση που έχει με το αφεντικό της, τον Γκουίντο. Όσο η Βαλέρια πυρετωδώς γράφει στο τετράδιο, τόσο περισσότερο ο αναγνώστης παρακολουθεί την εξέλιξή της από μια τυπική σύζυγο και γυναίκα έτσι όπως τη θέλει η πατριαρχική κοινωνία της εποχής σε μια γυναίκα με πλούσιο ψυχικό κόσμο τον οποίο έχει μάθει να καταπιέζει, μη γνωρίζοντας το εύρος του.
Νιώθοντας παγιδευμένη στο μεταίχμιο δύο κόσμων, εκεί που συναντιούνται η δική της γενιά με την επόμενη, των παιδιών της, οργίζεται με γεγονότα όπως την ερωτική σχέση της κόρης της, ιδίως όταν μαθαίνει πως ο κατά 15 χρόνια μεγαλύτερος σύντροφός της, Σάντρο, δεν έχει ακόμη πάρει διαζύγιο από τη γυναίκα του μετά από έναν γάμο νεκρό. Οι διαπληκτισμοί μητέρας και κόρης δεν έχουν τέλος, με τη Βαλέρια να αποκαλεί τη Μιρέλλα ανήθικη και ξεδιάντροπη, ενθυμούμενη τη δική της παιδική και εφηβική ηλικία πλάι στγ μητέρα της, μια γυναίκα σκληρή και απροσπέλαστη, για την οποία έπρεπε να τρέφει μόνο σεβασμό. Στην ουσία, τα ήθη μιας εποχής έτοιμη να παρέλθει συγκρούονται μετωπικά με την όρεξη των νέων για μια νέα ζωή, κάτι που μπερδεύει τη Βαλέρια και την αφήνει όλο και πιο αποκαμωμένη ψυχικά να σκέφτεται πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα όταν εκείνη ήταν νέα. Η οργή της μετατρέπεται σε στενοχώρια και στενοχώρια της σε οργή όταν καλείται, αντί να κρύβει κάτω από το χαλί τις σκέψεις της, να της αφήνει ελεύθερες. Σταδιακά αναρωτιέται τι είναι άραγε αυτό που τη συνδέει με τον Μικέλε πέρα από την καθιερωμένη (και σιωπηρά επιβεβλημένη) πεπατημένη της εποχής να παντρευτεί και να κάνει παιδιά. Πού πήγε όλος αυτός ο έρωτας μεταξύ τους, πού πήγαν τα φλογερά γράμματα που εκείνος της έστελνε όσο βρισκόταν στο πολεμικό μέτωπο; Τα συναισθήματά της έχουν σε τέτοιον βαθμό γίνει πια αδερφικά που δε νιώθει να απειλείται ούτε όταν ο σύζυγός της επιδιώκει συνεχώς επαφή με μια φίλη της, την Κλάρα, ηθοποιό, τάχα για να τον βοηθήσει να δώσουν σάρκα και οστά σε ένα σενάριο που ο ίδιος έχει γράψει.
Το μυθιστόρημα είναι δομημένο έτσι ώστε να μοιάζει με ημερολόγιο καταγραφής της γυναικείας εναντίωσης στις πατριαρχικές δομές της κοινωνίας. Ενόσω η νέα τάξη πραγμάτων που αναφαίνεται μέσα από την άνοδο του φεμινιστικού κινήματος καλεί τη Βαλέρια, εκείνη αρχίζει και συνειδητοποιεί το μάταιο του συμβατικού γάμου της και την τρομερή κούραση που ο τριπλός της ρόλος ως μάνα, σύζυγος και εργαζόμενη επιφέρει. Η γυναίκα που έχει μάθει να είναι στην υπηρεσία των μελών της οικογένειάς της, έχοντας στη διάθεσή της ελάχιστες στιγμές ξεκούρασης και σχεδόν καθόλου ιδιωτικότητα, έρχεται μέσω του τετραδίου για πρώτη φορά σε επαφή με τον εαυτό της και δειλά-δειλά ανακαλύπτει-δίχως να το αντιλαμβάνεται πλήρως- την αξία και τα δικαιώματά της. Το λιθαράκι για μια εξέγερση έχει ήδη μπει, παρόλο που η Βαλέρια παλεύει διαρκώς με τους δαίμονες της ενοχής και του τρόμου, καθώς μεταξύ άλλων αξιοσημείωτων αλλαγών στην ψυχοσύνθεσή της αναπτύσσει ερωτικά συναισθήματα για το αφεντικό της.
Μπορεί η πρωταγωνίστρια να μην καταφέρνει να πατάξει την καταπίεσή της (πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν ο φεμινισμός ήταν ακόμα απαγορευμένη έννοια εντός των οικογενειών την εποχή εκείνη;), παρόλα αυτά χρησιμοποιεί τη γραφή ως όχημα έκφρασης, αφήνοντας τον εαυτό της λίγο περισσότερο ελεύθερο και ανακαλύπτοντας πως η ζωή δεν χρειάζεται να περικλείεται στα στενά όρια μιας κουραστικής συζυγικής συνύπαρξης. Προσπαθώντας ακόμη με νύχια και με δόντια να διαφυλάξει την ηθική της οικογένειας, που αισθάνεται να της γλιστράει από τα χέρια βλέποντας τις επιλογές των παιδιών της, συλλογίζεται πως όντως τα πράγματα αλλάζουν και ίσως είναι για καλύτερο. Ίσως δεν οφείλει σε κανέναν να κουβαλάει στους ώμους της αυτό το τεράστιο φορτίο ενοχής, μόνο και μόνο επειδή η ενασχόλησή της με το σημειωματάριο φανερώνει πια μια γυναίκα που οδεύει προς τη χειραφέτηση.
Η Άμπα ντε Σέσπεντες, με τη ρεαλιστική της γραφή και το γλαφυρό ύφος του βιβλίου της, καταφέρνει να δημιουργήσει έναν γυναικείο χαρακτήρα σε καμία περίπτωση εξιδανικευμένο. Αντιθέτως, η Βαλέρια πρόκειται για μια γυναίκα με πάθη, με τις εσωτερικές συγκρούσεις μιας θηλυκότητας της εποχής της, με αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε εσωτερικευμένο μισογυνισμό αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από την ταραγμένη ψυχή μιας γυναίκας που δεν έμαθε πώς υπάρχει διαφορετική πορεία πέρα από το να γίνει αφοσιωμένη σύζυγος και μητέρα. Αποτελεί δώρο το ότι η ντε Σέσπεντες έγραψε έναν χαρακτήρα τόσο ανθρώπινο, τόσο προσεγγίσιμο, και ας διακρίνονται ακόμα καθαρά πάνω του οι αυστηρές και άτεγκτες συμβάσεις της εποχής εκείνης. Εν κατακλείδι, το «Απαγορευμένο τετράδιο» είναι ένα απαραίτητο ανάγνωσμα, που δίνει φωνή στη γυναίκα και συμβάλλει στη ανάπτυξη και τη διατήρηση της τόσο χρήσιμης παγκόσμιας φεμινιστικής λογοτεχνίας.