Η ύπαρξη του Watchmen, των Alan Moore και Dave Gibbons, έχει απλώσει τη σκιά της στον χώρο της ποπ κουλτούρας γενικά, και των κόμικς ειδικά. Κάθε απόπειρα της DC να “πειράξει” το υλικό, είτε με την κυκλοφορία prequels (BEFORE WATCHMEN), είτε με συνέχειες (Doomsday Clock) μοιάζει με άλλη μια απόπειρα ξεζουμίσματος μιας επιδραστικότατης ιστορίας. Η ιστορία του Moore όμως κέντρισε το ενδιαφέρον διάφορων δημιουργών έξω από το χώρο των κόμικς, οι οποίοι επιδίωξαν να την μεταφέρουν στον κινηματογράφο. Εκείνος που κατάφερε να πραγματοποιήσει τελικά τον άθλο της κινηματογραφικής μεταφοράς ήταν ο Zack Snyder, ο οποίος προσέγγισε το υλικό με πρωτοφανή ευλάβεια, μεταφέροντας σχεδόν καρέ-καρέ το κόμικ στη μεγάλη οθόνη. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, έγινε εμφανές πως η ταινία έμοιαζε με απλή σύνοψη μιας ιστορίας γεμάτης συμβολισμούς και πλούσιες θεματικές που ήταν αδύνατο να χωρέσουν στους στενούς χρονικούς περιορισμούς μιας εμπορικής ταινίας.
Με την τηλεόραση να έχει ωριμάσει πλέον ως αφηγηματικό μέσο ήταν επόμενο κάποια στιγμή να δούμε μια σειρά βασισμένη με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο ιερό δισκοπότηρο των κόμικς, ως μια απόπειρα να αποτυπωθεί σε όλο της το μεγαλείο η ιστορία του Moore. Αυτή η στιγμή ήρθε φέτος, με τη DC και να το ΗΒΟ να φορτώνουν τον Damon Lindelof με το βάρος να συνεχίσει μια τόσο επιδραστική ιστορία. Ωστόσο, η μοίρα της σειράς έμοιαζε θολή, αφού το τηλεοπτικό παρελθόν του Lindelof μας έχει αποδείξει πως είναι ένας δημιουργός ικανός για τα καλύτερα (Leftovers), αλλά και για τα χειρότερα (Lost). Ευτυχώς, όμως, τα πρώτα επεισόδια της νέας πολυαναμενόμενης σειράς του HBO μας έπεισαν πως επρόκειτο για το κατάλληλο άτομο, αφού αυτό το ιδιαίτερο remix νέων και παλιών ιδεών που μας είχε υποσχεθεί ο Damon, φαίνεται να δουλεύει ιδανικά.
Ο Lindelof και η ομάδα του έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να συνδυάσουν αποτελεσματικά τις δικιές τους σεναριακές ευαισθησίες (όπως το mystery box) με την θεματική περιπλοκότητα του αρχικού υλικού, στο οποίο κλείνουν διαρκώς το μάτι, αλλά με πραγματικά ευφυή και οργανικό τρόπο που δεν λειτουργεί εις βάρος της βασικής πλοκής. Όπως και το κόμικ, έτσι και η σειρά ξεκινάει με μια δολοφονία, πίσω από την οποία ίσως κρύβεται μια ακροδεξιά οργάνωση, η Seventh Kavalry (7K), που εμπνέεται απ’ τις άκρως συντηρητικές ιδέες του Rorschach. Παρ’ όλα αυτά, η πραγματική δύναμη της σειράς δεν εντοπίζεται τόσο στο μυστήριο ή στις περιορισμένες σκηνές δράσης. Η πραγματική μαγεία της κρύβεται στο προσεγμένο χτίσιμο κόσμου, το οποίο σέβεται, αλλά και επεκτείνει τον κόσμο που ξεπήδησε απ’ τη φαντασία του Moore. Έτσι, στο εναλλακτικό παρόν της σειράς, οι υπερήρωες παραμένουν παράνομοι, οι αστυνομικοί -που είναι ο, τι πιο κοντινό μπορεί να βρει κανείς σε υπερήρωα- κυκλοφορούν με μάσκες για να προστατέψουν τις ταυτότητες τους από οργανώσεις όπως οι 7Κ, ενώ ο Robert Redford ολοκληρώνει μια σπουδαία πολύχρονη θητεία ως πρόεδρος των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της οποίας ακολούθησε μια πραγματικά προοδευτική ατζέντα.
Αν το χτίσιμο κόσμου είναι το πιο εντυπωσιακό στοιχείο, οι ερμηνείες είναι το πιο απολαυστικό χαρακτηριστικό μιας σειράς που βρίσκει διαρκώς τρόπους να κλέβει τις εντυπώσεις. Ο Jeremy Irons είναι ίσως εκείνος που απολαμβάνει περισσότερο τον ρόλο του ως Andrian Veidt, ερμηνεύοντας τον ρόλο του με τεράστια αποθέματα ενέργειας, πάθους και ανα στιγμές εκνευρισμού και απογοήτευσης. Μάλιστα, η υποπλοκή στην οποία πρωταγωνιστεί είναι αποκομμένη απ’ την υπόλοιπη σειρά, αλλά κάθε φορά είναι πηγή των πιο εκκεντρικών στιγμών της. Εξίσου συναρπαστική είναι και η Jean Smart στο ρόλο της Laurie Blake, δηλαδή της Silk Spectre της δεύτερης, η οποία τόσα χρόνια μετά από το φινάλε του κόμικ μοιάζει να έχει ενστερνιστεί την κοσμοθεωρία και το ειρωνικό χιούμορ του πατέρα της, δουλεύοντας στο FBI, ως κυνηγός υπερηρώων. Από τις νέες προσθήκες, έχει ξεχωρίσει η πρωταγωνίστρια, Angela (Regina King), η οποία ισορροπεί ιδανικά ανάμεσα στις “θηλυκές” υποχρεώσεις της ως σύζυγος και μητέρα, αλλά αποδεικνύεται εξίσου αποτελεσματική, όταν χρειάζεται να τραμπουκίσει διάφορα άτομα ως αστυνομικός. Επίσης, έντονο ενδιαφέρον και αρκετές προοπτικές φαίνεται να έχει ο Looking Glass, ο οποίος ξεχωρίζει για την ιδιοφυή μάσκα του, αλλά μάλλον κρύβει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα με έντονες υπαρξιακές ανησυχίες.
Το Watchmen του HBO αποτελεί υπόδειγμα διασκευής ενός επιδραστικότατου υλικού, δίχως να υποκύπτει στην εύκολη λύση της φθηνής νοσταλγίας. Προσεγγίζει το υλικό με ευλάβεια, αλλά και διάθεση να το προκαλέσει, να το αμφισβητήσει, να το εξελίξει, αγκαλιάζοντας το έντονο πολιτικό του πνεύμα και τη διάθεση του να παρουσιάσει χαρακτήρες που κινούνται στις γκρίζες περιοχές της ηθικής. Αν στην πρωτότυπη ιστορία των Moore και Gibbons ήταν το φάντασμα του Ψυχρού Πολέμου εκείνο που πλανιόταν πάνω από τους πρωταγωνιστές, εδώ είναι το φυλετικό ζήτημα, το οποίο άλλωστε στοιχειώνει την αμερικάνικη κοινωνία ήδη από την ίδρυση της. Μέσα από αυτό το πρίσμα, φιλτράρει την υπερηρωική παράδοση και τα γκρίζα σημεία της αρχικής ιστορίας μέσω του μαύρου τραύματος, αναζητώντας την συλλογική κάθαρση μέσα από την γνώση και όχι την απόκρυψη της Ιστορίας. Τελικά, όπως κάθε σπουδαίο έργο τέχνης, η σειρά δεν διακρίνεται μονάχα για την αδιαμφισβήτη τεχνική της αρτιότητα, για την οποία άλλωστε κέρδισε και 11 βραβεία Emmy, αλλά έπιασε τον παλμό μιας κοινωνίας που ήταν, όπως αποδείχθηκε, ζήτημα χρόνου μέχρι να εκραγεί, κερδίζοντας μια θέση στις καλύτερες σειρές όχι μόνο του είδους, αλλά και ευρύτερα της τηλεοπτικής παραγωγής.