Το Παραμύθι των Παραμυθιών (ή Τale of Tales, ή Il Racconto Dei Racconti όπως είναι ο τίτλος στα Ιταλικά), του Matteo Garrone (Gomora, L’imbalsamatore), είναι ίσως μια από τις πιο όμορφες ταινίες φαντασίας του τελευταίου καιρού. Μια απίστευτη ονειρική ατμόσφαιρα συναντά μια αψεγάδιαστη και στιβαρή σκηνοθεσία και όλα αυτά για να μας παρουσιάσουν ιστορίες κατευθείαν από το ασυνείδητο της ευρωπαϊκής φολκλορικής παράδοσης, γεμάτες γνήσιο και αμακιγιάριστο ερωτισμό, οικογενειακές νευρώσεις και ερμηνείες με ιδιαίτερη άποψη. Ο ίδιος ο Garrone αποδεικνύει έτσι πως το fantasy cinema μπορεί να είναι artsy, δύσκολο και thought- provoking, χωρίς να απαιτείται να γίνει ένας νέος Άρχοντας των Δακτυλιδιών ή Game of Thrones.
Η πλοκή της ταινίας, που βασίζεται στα παραμύθια του Giambattista Basile, ενός Ναπολιτάνου λογίου του 17ου αιώνα, αφηγείται τρεις ιστορίες που συνδέονται μονάχα χαλαρά μεταξύ τους. Σε αυτές εμπλέκονται βασιλιάδες με κατοικίδια ψύλλους, θαλάσσια τέρατα, ogres, δίδυμοι αλμπίνοι, νεκρομάντες, άνθρωποι που γδέρνονται οικειοθελώς, αλλά και οικογενειακές διαστροφές, κρίσεις υπερπροστατευτικότητας και αιμομιξίας, πράγματα που μιλούν απευθείας στην καρδιά της μεταμοντέρνας αντίληψη της παράδοσης.
Ο Garrone εμφανίζεται βαθύτατα επηρεασμένος από τον μεγάλο συμπατριώτη του, τον Michelangelo Antonioni καθώς και αισθητικές ταινιών όπως το The Company of Wolve, αλλά και μια ευρεία γκάμα άλλων, αντιθετικών μεταξύ τους films, από το Excalibur του John Boorman, το Alice in Wonderland αλλά και μια υποψία… Shrek. Μέσα από αυτά τα ερεθίσματα ο σκηνοθέτης καταφέρνει να βρει τον δικό του δρόμο εξοστρακίζοντας τον ρεαλισμό και αγκαλιάζοντας με όλη του την δημιουργικότητα το γκροτέσκο.
Ο Ιταλός σκηνοθέτης καταφέρνει και διαχειρίζεται με εξαιρετικό τρόπο τόσο το υλικό της ιστορίας, το οποίο το δένει με πλάνα απίστευτης δύναμης και αισθητικής, από μεγαλόπνοα τοπία μέχρι ιδιοφυώς στημένες κινήσεις, όσο και κάθε λεπτομέρεια της ταινίας, από τα αναγεννησιακά κοστούμια μέχρι το μαγευτικό soundtrack του Alexandre Desplat . To ίδιο κλίμα ίσχυσε και για τους ηθοποιούς, για τους οποίους η αποκήρυξη του ρεαλισμού στο φέρσιμο και η υιοθέτηση της παραμυθένιας, αμήχανης αφήγησης πρέπει να ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, παρά την θητεία τους στον κινηματογράφο γενικά, αλλά και στο χώρο της φαντασίας ειδικότερα
.
Πράγματι οι ηθοποιοί που επιλέχθηκαν για τους βασικούς ρόλους των βασιλέων δεν ήταν τυχαίοι. Η Salma Hayek (From Dusk Till Dawn, Frida) που ερμηνεύει την βασίλισσα του Longtrellis φαινόταν ότι είχε το μεγαλύτερο πρόβλημα με αυτήν την σκηνοθετική προσέγγιση, χωρίς να σημαίνει πως στην πορεία δεν το κατέκτησε, ενώ ο γόης Vincent Cassel (To Μίσος, Shrek) που υποδυόταν τον σεξομανή βασιλιά του Longclif ήταν πολύ περισσότερο άνετος, προφανώς αξιοποιώντας εμπειρίες που κατέκτησε στον χώρο της φαντασίας.
Ο μεγάλος νικητής όμως όσον αφορά τις ερμηνείες ήταν ο «δικός μας» Toby Jones (Captain America, Harry Poter, Hunger Games) o οποίος πραγματικά βρίσκεται στο στοιχείο του και η άνεση χαρακτηρίζει κάθε του κίνηση ως βασιλιά του Highhills με το ελαφρώς κωμικό αλλά κρίσιμο και πολύπλευρο ρόλο του! Επίσης να σημειωθεί πως ο ρόλος του John C. Reilly αν και σύντομος υπήρξε καθοριστικός, ενώ μεγάλα εύσημα ανήκουν και στην Bebe Cave για την ανάδειξη του πολύ δύσκολου κομματιού της Violet και γενικότερα μιας πιο παραδοσιακής αντίληψης του φεμινισμού που πάντοτε εκτιμάμε!
Πολλοί θα χαρακτήριζαν το πολυπολιτισμικό casting λάθος, ο Garrone όμως κατάφερε και ταίριαξε διαφορετικούς μεταξύ τους χαρακτήρες και ερμηνευτικές παραδόσεις, ενώ την ίδια στιγμή δεν θυσίασε τίποτα από τον τόνο ή τον παγκόσμιο χαρακτήρα της ταινίας, εκφράζοντας και σε αυτόν τον τομέα την δυναμική του ως δημιουργού.
Επιλογικά, όπως ίσως καταλάβατε, το Tale of Tales είναι μια επιλογή που αξίζει την προσοχή και τον χρόνο σας, καθώς σπάνια μόνο μπορείτε να πληρώσετε για να δείτε ένα τόσο ανατριχιαστικό και ανθρώπινο παραμύθι!