Οι συνεργασίες όσον αφορά τον γραπτό λόγο είναι δύσκολες, καθώς χρειάζεται απόλυτη ισορροπία και πολύ δουλειά προκειμένου το τελικό αποτέλεσμα να μη μοιάζει με μια χίμαιρα από ετερόκλητα μέρη αλλά κάτι ουσιαστικό και με τον δικό του χαρακτήρα. Το να γίνεται αυτή η συνεργασία από ένα παντρεμένο ζευγάρι σίγουρα δημιουργεί άλλου είδους προσδοκίες. Ωστόσο, οι Chryss Brookmyre και Marissa Heitzman φαίνεται πως έχουν ξεπεράσει κατά πολύ αυτό το πρόβλημα και το όνομα που μπαίνει στα έργα τους, το Ambroose Parry, καταφέρνει να είναι τελικά κάτι πολύ μεγαλύτερο από τα μέρη του.
Οι δύο Σκωτσέζοι λοιπόν μας παραδίδουν Το Πεπρωμένο της Σάρκας (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα και σε μετάφραση του Χρήστου Μπαρουξή) και καταβυθίζουν το μυαλό μας στον ματωμένο κόσμο του Εδιμβούργου του 19ου αιώνα, στα σπάργανα της σύγχρονης ιατρικής και μια καθηλωτική ιστορία μυστηρίου.
Ο (ή οι) Parry δίνουν εξαρχής τον τόνο της ατμόσφαιρας που επιδιώκουν, ήδη από την πρώτη παράγραφο. Ειρωνική, αιματηρή και κοινωνική. Το βιβλίο ρέει εξεζητημένα και σπιρτόζικα γύρω από την αναζήτηση ενός δολοφόνου στα κακόφημα στενά του υπόκοσμου της σκωτσέζικης πρωτεύουσας. Οι δύο πρωταγωνιστές του, ο Γουίλ Ρέιβεν και η Σάρα Φίσερ, πλάθονται από τα ίδια υλικά και τελικά μας παρουσιάζονται ως δύο προσεγμένους, τρισδιάστατους χαρακτήρες, με τα δικά τους όνειρα και, κυρίως, προβλήματα που πρέπει να ξεπεράσουν για να εξελιχθούν.
Βέβαια, στην περίπτωση της Φίσερ, τα προβλήματα δεν είναι μόνο προσωπικά. Το βιβλίο βγαίνει πολλές φορές από τον δρόμο του απλού αστυνομικού, για να υποδείξει τις συνθήκες εργασίας και ζωής των γυναικών στη Βρετανία τότε (και, ως ηχώ, τώρα). Ζωές αόρατες, που η ανδρική κοινωνία αντιμετωπίζει ως εργαλεία, θηράματα ή και πειράματα, σε μια βάναυση και σαδιστική αναζήτηση που βαυκαλίζεται την επιστημονική. Δεν είναι τυχαίο που το κλισέ μιας νεκρής ιερόδουλης καυτηριάζεται ήδη από την πρώτη παράγραφο του βιβλίου.
Με την ίδια προσοχή το ζευγάρι καταπιάνεται και μια ελαφρά μεν, αλλά υπαρκτή δε, κριτική της ιατρικής και των πειραματικών μεθόδων της, ειδικά στην αρχή. Είναι αλήθεια ότι όντως στα μέσα του 19ου αιώνα έγιναν άλματα στον τομέα, όμως με τι κόστος; Πόσοι πέθαναν στα χειρουργικά τραπέζια, που τότε δεν είχαν και τεράστια διαφορά από αυτά των χασάπηδων; Ποια πρόοδος μπορεί να δικαιολογήσει αυτό το κόστος, ακόμα και να ενίσταται πως είναι τελικά για το συμφέρον όλων. Kαι οι λίγοι όμως έχουν ονόματα, σάρκα, αίμα.
Και εδώ το βιβλίο εστιάζει με πάθος, δίνοντας μερικές πραγματικά φρικτά ρεαλιστικές περιγραφές. Ο αναγνώστης νιώθει γύρω του τη μυρωδιά του αίματος, μπορεί σχεδόν να δει το χειρουργικό τραπέζι και το ματωμένο νυστέρι. Εξίσου λεπτομερείς είναι και οι περιγραφές του τρίτου πρωταγωνιστή, της ίδιας της πόλης του Εδιμβούργου, το οποίο ακόμα και σήμερα διατηρεί πολλά από τα χαρακτηριστικά που είχε το 1847. Οι λιθόστρωτοι δρόμοι, τα αψιδωτά, κρυμμένα σχεδόν σοκάκια, τα παλαιά σπίτια που στέκουν ακόμα στην Παλιά Πόλη. Αλλά και τα ανήλιαγα υπόγεια των λαθρέμπορων, τα «κόκκινα« σπίτια, τον κόσμο του περιθωρίου. Ο Parry περιδιαβαίνει με άνεση το παρελθόν και το μέλλον της πόλης και αυτή φανερώνεται μπροστά μας σε όλη της την σκοτεινή ομορφιά.
Η μετάφραση του Χρήστου Μπαρουξή εδώ φαίνεται ανεκτίμητη, καθώς μεταφέρει ακριβώς τη βδελυρή και πνιγηρή ατμόσφαιρα του Parry. Είναι μάλιστα τόσο διαυγής που αποκαλύπτει και τα ψεγάδια του βιβλίου, σε συγγραφικό επίπεδο.
Στην προσπάθεια τους να κριτικάρουν και να ειρωνευτούν, πολλές φορές οι Parry ξεπέφτουν σε αναχρονισμούς, ανοίκειες εκφράσεις και μια γλώσσα που ξενίζει και χαλά αυτή τη μαγική ψευδαίσθηση του αναγνώστη, εκτινάσσοντας τον στον δικό του κόσμο. Επιπλέον, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του το μυστήριο είναι καλοδουλεμένο, περιστασιακά εμφανίζονται κάποια άτσαλα δοσμένα στοιχεία. Ωστόσο τίποτα από αυτά δε χαλά τη συνολική του εικόνα.
Ενώ σίγουρα δεν ανακαλύπτει τον τροχό, το Πεπρωμένο της Σάρκας είναι ένα πολύ καλό ντεμπούτο, το οποίο και ανοίγει την όρεξη του αναγνώστη για περισσότερες δουλειές του ζευγαρίου. Οι φίλοι των βίαιων μυστηρίων σίγουρα θα βρουν κάτι θετικό, οι ελαφρόκαρδοι… μάλλον όχι.
ΥΓ: με τον ίδιο τίτλο (The Way of All Flesh) κυκλοφορεί ένα κλασσικό βιβλίο του Samuel Butler, το οποίο επιτίθεται ανηλεώς στην υποκρισία της βικτωριανής ηθικής.