Αμερική, τέλη 19ου αιώνα: ο Γουίλιαμ Άντριους εγκαταλείπει τις σπουδές του στο Χάρβαρντ, την οικογένειά του στη Βοστώνη και τον ιερωμένο πατέρα του, για να ταξιδέψει προς τη Δύση, εις άγραν εμπειριών που θα τον φέρουν σε επαφή με τον αληθινό εαυτό του. Φτάνει στο Πέρασμα του Μακελάρη, μια μικρή πόλη – ορμητήριο κυνηγών, όπου το κύριο μέσο βιοπορισμού των κατοίκων της είναι η συλλογή και το εμπόριο βουβαλίσιων τομαριών. Εκεί γνωρίζει τον κυνηγό Μίλερ, και μαζί συγκαλούν μια τετραμελή ομάδα που θα ταξιδέψει δυτικά, στα βουνά του Κολοράντο, για να κυνηγήσει ένα πολυπληθές κοπάδι βουβαλιών που χρόνια πριν είχε δει εκεί ο Μίλερ. Όμως, όταν έρθουν αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα και τα ανηλεή στοιχεία της άγριας φύσης, ο Άντριους θα συνειδητοποιήσει πως οι συνθήκες για το ταξίδι αυτογνωσίας του δεν είναι τόσο ευνοϊκές όσο νόμιζε.
Ο John Williams είναι ο καλύτερος συγγραφέας που δεν διάβασες ποτέ – ή, μάλλον, που δεν θα διάβαζες εάν δεν είχε ανακαλυφθεί και επανεκτιμηθεί όψιμα από τα αμερικανικά γράμματα, και δη στην Ελλάδα εάν οι εκδόσεις Gutenberg δεν είχαν επιμεληθεί την έκδοση των κλασικών πλέον μυθιστορημάτων του, από τον Στόουνερ, το αριστούργημά του για την ταπεινή, φαινομενικά πεζή, πλην όμως μεγαλειώδη ζωή ενός ακαδημαϊκού μέχρι τον,βραβευμένο με National Book Award το 1973, Αύγουστο, το επιστολικό, ιστορικό μυθιστόρημά του για τη μετάβαση από τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Συγγραφέας αταξινόμητος, έχοντας επιλέξει εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους λογοτεχνικά είδη για καθένα εκ των τριών μόνο μυθιστορημάτων του (και ένα τέταρτο του οποίου την πατρότητα αρνούνταν), στο Πέρασμα του Μακελάρη, που πρόσφατα κυκλοφόρησε σε μετάφραση – κομψοτέχνημα της Αθηνάς Δημητριάδου, ο Williams θέτει στο μικροσκόπιο το είδος του western, υπηρετεί τις παραδόσεις και τις ειδολογικές συμβάσεις του, μόνο για να τις ανατρέψει και πλήρως αποδομήσει.
Σε μια φανταστική πόλη, σχεδόν ερημική, ανάμεσα σε υπόσκαφα και παραπήγματα, πανδοχεία, βυρσοδεψεία και σαλούν, κινείται ο Άντριους, ο ήρωας του βιβλίου, ο οποίος εγκαταλείπει τις ακαδημαϊκές σπουδές του, τον κόσμο των γραμμάτων και της διανόησης, για να πραγματοποιήσει ένα ενδοσκοπικό ταξίδι στα άδυτα της Αμερικής, αλλά και του ψυχισμού του. Απηχώντας τις διδαχές του Ralp hWaldo Emerson και του Υπερβατισμού του, ο πρωταγωνιστής εγκαταλείπει την πίστη και την οργανωμένη θρησκεία, την εγκόσμια καλλιέργεια και τις σπουδές που έλαβε στο Χάρβαρντ, για να κυνηγήσει το υπερβατικό, το ακαθόριστο, να βρει τον δικό του τόπο και τρόπο λατρείας, μακριά από τα ακαδημαϊκά αμφιθέατρα ή τα εμποτισμένα με τη μυρωδιά της αλκοόλης σαλούν, σε μια απέλπιδα προσπάθεια επανεφεύρεσης του εαυτού του. Ο Άντριους κυριολεκτικά και συμβολικά γυρνά την πλάτη στην Ανατολή και ό,τι αυτή σηματοδοτεί για εκείνον, τις οργανωμένες πόλεις, την εργασία και την κερδοσκοπία, και στρέφει το βλέμμα του προς την Άγρια Δύση, ακατέργαστη, αχαρτογράφητη και επικίνδυνη, και τη σύμφυτη με αυτήν, υλική και ψυχική, ελευθερία.
Περιστοιχίζεται δε από ένα συνονθύλευμα αρχετυπικών για το είδος του western χαρακτήρων, από τον λιγομίλητο, σκληροτράχηλο κυνηγό Μίλερ μέχρι τον θεοσεβούμενο μονόχειρα Τσάρλι Χοτζ και τον αδίστακτο, καιροσκόπο γδάρτη Σνάιντερ. Οι άντρες στο Πέρασμα του Μακελάρη περιπλανώνται χαμένοι, μοναχικοί, δίχως αίσθηση προσανατολισμού ή και σκοπού, από την υποτυπώδη πόλη εν αναμονή της έλευσης του σιδηρόδρομου στα λιβάδια, τις κοιλάδες και τα βουνά της Δύσης. Μοναδική νοηματοδότηση της ύπαρξής τους το ατέρμονο κυνήγι, του κέρδους, του Θεού, με μια Βίβλο λερωμένη από αίμα, ενός φανταστικού, υπερμεγέθους κοπαδιού βουβαλιών, του δικού τους Μόμπυ Ντικ.
Όμως, και κόντρα στην ενδόμυχη πεποίθηση του Άντριους, η Φύση δεν θα σταθεί συνοδοιπόρος τους στην αναζήτησή τους αυτή, αλλά απέναντί τους, στον ρόλο του εχθρού και του συμβολικού (βιβλικού) τιμωρού για την αμαρτία της απληστίας τους. Με ωμή, βίαιη αφήγηση, ο Williamsπεριγράφει τις πάσης φύσεως κακουχίες και δοκιμασίες που περνούν οι ήρωές του, τη μάχη τους με τις ίδιες τους τις σωματικές ανάγκες, με την πείνα και τη δίψα, με την αμείλικτη, βάναυση Φύση, τις χιονοθύελλες και τα χειμαρρώδη ποτάμια, και το κάνει με λεπτομέρειες τόσο παραστατικές, που καθιστούν τον αναγνώστη κοινωνό κάθε αντιξοότητας, κάθε σωματικής διεργασίας. Στη μέση δε της αφήγησης, δεσπόζει το αιμοδιψές, θηριώδες, αναιτιολόγητο μακελειό χιλιάδων βουβαλιών και η, γλαφυρά ωμή, περιγραφή του ξετομαριάσματός τους, πλάσματα ανήμπορα και αβοήθητα απέναντι στον σπισισμό και την ανθρώπινη απληστία – όμως, η τίσις, η (θεία) τιμωρία δεν αργεί να επέλθει.
Στον αντίποδα των ανδρικών χαρακτήρων του βιβλίου, στέκει η Φρανσίν, αρχετυπική γυναικεία φιγούρα πόρνης, όμορφης, αγγελικής και αγνής μέσα στην (υποτιθέμενη) ανοσιότητά της, η οποία ποθεί τον Άντριους ακριβώς για την παιδικότητά του, επειδή είναι «νεός και μαλακός, όχι σαν τους άλλους άντρες». Στην πορεία, όμως, εκείνος απεκδύεται τον πρότερο εαυτό του, αυτόν που ήθελε η Φρανσίν, τον νέο και αμόλυντο, με τα μαλακά χέρια, που δεν επιτελούσε το φύλο του με τον πατροπαράδοτο, μάτσο αρρενωπό τρόπο, και αναγεννάται ως η σκληροτράχηλη ανδρική φιγούρα με το αργασμένο δέρμα και τα μάτια που έχουν αντικρίσει εικόνες ωμής, άκρατης βίας – και ο Williams στέκεται κριτικά απέναντι σε αυτήν τη μετάβαση, βάζοντας τη Φρανσίν του να μην απορρίπτει μεν τον Άντριους, όμως να μην νιώθει πια το ίδιο για αυτόν.
Το Πέρασμα του Μακελάρη είναι μια λυρική ελεγεία για τη βία ή μια εκ των έσω αποδόμηση του ανδρισμού και της τοξικής αρρενωπότητας, ένας φόρος τιμής στο είδος του western ή μια υπονόμευσή του; Αυτή η αμφισημία, το αναπάντητο αυτών των ερωτημάτων, είναι ακριβώς η μαγεία του κειμένου του Williams, και παρ’ όλο που το βιβλίο αυτό δεν αγγίζει την αρτιότητα και την οικουμενική διαχρονικότητα του Στόουνερ, καθ’ ότι αυστηρά μυθιστόρημα είδους, δεν παύει να κατέχει επάξια μια θέση στο λογοτεχνικό πάνθεον των western, μαζί με τον Ματωμένο Μεσημβρινό του McCarthy, το πνευματικό τέκνο του, και να αποτελεί ένα βιβλίο που σίγουρα οι λάτρεις του είδους θα απολαύσουν, αλλά και του οποίου τη λογοτεχνική αξία σύσσωμο το αναγνωστικό κοινό θα εκτιμήσει.