Το βιβλίο “Το Πρόσωπο που Πρέπει να Πεθάνει” δεν είναι από τις πρόσφατες δουλειές του Ramsey Campbell. Γραμμένο το 1979 συνιστά μια καλτ απεικόνιση της ζωής τη δεκαετία του ’70, γεμάτη με pop διάθεση, ναρκωτικά, κακά τριπ, rock μουσική και σπέρματα της new age φιλοσοφίας που χαρακτηρίζει την ύστερη εποχή των hippies. Επιπλέον, πρόκειται για ένα κλασσικό ανάγνωσμα τρόμου, γραμμένο από τη μεριά του δολοφόνου, που προσφέρει στον αναγνώστη κλειστοφοβικές στιγμές παράνοιας και πανικού. Παρ’ όλα αυτά, στην τελευταία έκδοσή του, όπως αυτή κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οξύ, ο Campbell επιλέγει να δώσει στο έργο του έναν πιο προσωπικό χαρακτήρα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην εισαγωγή του βιβλίου πρόκειται για μια περιήγηση στα βάθη του μυαλού του. Ως εκ τούτου, περιλαμβάνονται αποσπάσματα που δεν υπάρχουν στο αρχικό κείμενο, μέσω των οποίων ο συγγραφέας πραγματοποιεί μια έμμεση εξομολόγηση των εμπειριών και των φόβων του. Με τον τρόπο αυτό, “Το Πρόσωπο που Πρέπει να Πεθάνει” αποκτά εξομολογητική υπόσταση, η οποία αφορμάται από την παιδική ηλικία του Campbell, τις ιδιαίτερες σχέσεις με τους γονείς του και τα κλονιστικά γεγονότα που αυτές συνεπάγονται. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα βιβλίο τόσο σκοτεινό, όσο και οι εμπειρίες από τις οποίες πηγάζει.
Η επανακυκλοφορία, λοιπόν, του συγκεκριμένου έργου είναι το προϊόν μιας βαθύτερης συνειδητοποίησης του συγγραφέα ,παρατηρώντας και ερμηνεύοντας το έργο του και ιδιαίτερα τις ιστορίες που διηγείται στο “The Chimney”, στο “Mackitosh Willy” και στο “Again”. Ως εκ τούτου, ο Campbell, μέσα από μια λαβκραφτική (“εγώ είμαι εκείνο και εκείνο είναι εγώ”) προσέγγιση του του βιβλίου του κατορθώνει να επιδοθεί σε μια διαδικασία ψυχανάλυσης, και απελευθέρωσης από τη δημόσια εικόνα και τις φοβίες του. Με αυτό το τρόπο, ο πρωταγωνιστής του αποτελεί ένα μωσαϊκό προσωπικοτήτων, έχοντας στοιχεία του ίδιου, αλλά και της μητέρας του, χαρακτήρα που επηρέασε ολόκληρη την ενήλικη ζωή του. Επιπλέον, ολόκληρος ο καμβάς του έργου, από την κλειστοφοβική πολυκατοικία, στην οποία κατά μεγάλο μέρος διαδραματίζεται η ιστορία και λαμβάνουν χώρα οι φόνοι, μέχρι την ομοφοβία του δολοφόνου και το χώρο δράσης του, που δεν είναι άλλος από τις φτωχογειτονιές του Λίβερπουλ, ανάγονται σε συμβολικές οντότητες ψυχαναλυτικής συμμετρίας.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι “Το πρόσωπο που πρέπει να πεθάνει” δεν είναι απλά ένα ακόμα βιβλίο τρόμου, με γκροτέσκο περιεχόμενο και γλαφυρές αφηγήσεις τεμαχισμών και gore φρικαλεοτήτων. Αντίθετα, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του έργου αυτού είναι η παράλληλη εξιστόρηση των γεγονότων -ιδιαίτερα των φόνων – από τον δολοφόνο και άλλους χαρακτήρες, με αποτέλεσμα η οπτική γωνία να μεταβάλλεται συνεχώς, προκαλώντας στον αναγνώστη αίσθημα ναυτίας και παλινδρόμησης, ενώ παράλληλα η πραγματικότητα μετατρέπεται σε έναν εφιάλτη, από τον οποίο δε μπορείς να ξυπνήσεις. Παράλληλα, ιδιαίτερη πηγή τρόμου είναι ο ίδιος ο δολοφόνος. Πράγματι, πρόκειται για ένα άτομο τόσο παρανοϊκό και ψυχικά ασταθές, που μετατρέπει τα πάντα γύρω του σε συνωμοσία και διαστρέβλωση. Πολύ περισσότερο, ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το μυαλό του, όντας παράλληλα σε θέση παρατηρητή και παρατηρούμενου, επιτρέπει τη συνεχή επίβλεψη όλων, ακόμα και του αναγνώστη, στοιχειοθετώντας το κλασσικό σχήμα του Πανοπτικού και προκαλώντας αίσθημα ασφυξίας και αδυναμίας διαφυγής, παρόμοιο με εκείνο που βιώνει κανείς βλέποντας τον “Εφιάλτη στο δρόμο με τις λεύκες”. Τέλος, το προσωπικό βίωμα, η δυσπλασία του δολοφόνου, καθώς και το εφιαλτικό φινάλε ανοίγουν γέφυρες επικοινωνίας και με άλλα κλασσικά έργα, όπως είναι το “Παρασκευή και 13”.
Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με την άψογη επιμέλεια και μετάφραση των εκδόσεων Οξύ συνθέτουν ένα κλασσικό και ειλικρινές βιβλίο τρόμου που παγιδεύει τον αναγνώστη σε έναν σκοτεινό ιστό φρίκης, ασφυξίας και μαζοχιστικής απόλαυσης. Θα σας παγώσει το αίμα!