Μια υποψηφιότητα των Όσκαρ σε 13 από τις συνολικά 17 κατηγορίες θα περίμενε κανείς να είναι ουσιαστικά ένα κινηματογραφικό θαύμα και όχι άδικα. Το «The Shape of Water» κρατάει ρεκόρ υποψηφιοτήτων μαζί με ταινίες-μεγαθήρια όπως το πρώτο «Lord of the Rings», «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ» και «Όσα παίρνει ο άνεμος». Ο κανόνας δεν φαίνεται να ισχύει για αυτή την ταινία, ας δούμε λοιπόν γιατί (ελάχιστα spoiler).
Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Βαλτιμόρη του 1962, εν εξελίξει του Ψυχρού Πολέμοτ. Σε ένα μυστικό εργαστήριο της αμερικάνικης κυβέρνησης δουλεύει καθαρίστρια μια κοπέλα που δεν μπορεί να μιλήσει. Παράλληλα, φροντίζει τον γείτονα που περνά δύσκολα και εργάζεται ως εικονογράφος σε διαφημίσεις. Μαζί της δουλεύει μια φλύαρη νέγρα, που υποδύεται καταπληκτικά η Octavia Spencer από τις «Υπηρέτριες». Η ζωή της παίρνει μια απροσδόκητη τροπή όταν στο εργαστήριο φέρνουν ένα τέρας που ζει στο νερό για να το μελετήσουν. Υπεύθυνος του στρατού για το εξωτικό πλάσμα είναι ο σκληρός και αυταρχικός Αμερικάνος στρατηγός, που χαίρεται να βασανίζει την μέχρι πρότινος θεότητα μιας φυλής στον Αμαζόνιο. Μεταξύ της κοπέλας και του πλάσματος, θα αναπτυχθεί μια ερωτική σχέση που αν και δεν στηρίζεται στην γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας, παραμένει εξίσου-ίσως και περισσότερο- δυνατή.
Στα θετικά της ταινίας συγκαταλέγεται σίγουρα η ευαισθησία που χειρίζεται ζητήματα φιλίας και έρωτα, τη στιγμή που αναφερόμαστε σε ένα άτομο που επικοινωνεί με την νοηματική. Σαν χαρακτήρας στην ταινία δεν υποβαθμίζεται ούτε μια στιγμή από τους φίλους της, που την θαυμάζουν για την υπομονή και την καρτερικότητά της. Αν και αρχικά υποτιμάται από τον στενοκέφαλο στρατηγό, η κοπέλα καταφέρνει όχι μόνο να επικοινωνήσει με το πλάσμα αλλά και να σκαρφιστεί σχέδιο να το σώσει. Ο έρωτας ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης φύσης και αυτό διαπερνά όλο το φιλμ. Η νουάρ ατμόσφαιρα που δημιουργείται αβίαστα μέσα στ’ άλλα δίνει μια πιο μυστηριακή υπόσταση στο έργο.
Είναι επίσης σαφές ότι η ταινία βρίθει κλισέ μοτίβων, σε σημείο που να αναρωτιέσαι αν πράγματι τοποθετήθηκε η τάδε λεπτομέρεια εκεί επίτηδες. Γιατί δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς πώς χωράνε τόσα πλάνα μελαγχολίας αλά «Αμελί», συνοδευόμενα από ακορντεόν την ώρα που βρισκόμαστε στην Βαλτιμόρη. Ούτε επίσης το γεγονός ότι το διαμέρισμα της συμπαθέστατης πρωταγωνίστριας βρίσκεται πάνω από ένα γραφικό σινεμά, του οποίου ο ιδιοκτήτης μιλά με ξένη προφορά και στις προβολές πηγαίνουν ελάχιστοι άνθρωποι. Η σύγκριση του «The Shape of Water» με τον «Λαβύρινθο του Πάνα» αν και αναπόφευκτη λόγω της παρόμοιας προσέγγισης, καταλήγει να λειτουργεί κατά της δεύτερης. Είναι απορίας άξιο το πώς οδηγήθηκε ο Guillermo Del Toro σε αυτό το αποτέλεσμα, δεδομένου ότι έχει αναμετρηθεί και με πολύ εμπορικές ταινίες, ακόμα και του υπερηρωικού είδους-before it was cool, βλέπε Hellboy.
H πιο πιθανή εξήγηση είναι, μιας και αναφερθήκαμε στα Όσκαρ που έχουν ιστορικό κακών επιλογών, το “Oscar bait”, που αναφέρεται σε ταινίες που παράγονται με μόνη επιδίωξη να κερδίσουν Όσκαρ. Αυτές λοιπόν βγαίνουν χρονικά κοντά στο κλείσιμο της ημερομηνίας για τις υποψηφιότητες, έχουν τουλάχιστον ένα ηθοποιό ή σκηνοθέτη που να έχει κερδίσει έστω μια φορά και αν τοποθετούνται στο παρελθόν, είναι δράμα εποχής με εξαιρετικά κουστούμια, μακιγιάζ και σκηνογραφία, ενώ αν τοποθετούνται στο παρόν, έχουν συνήθως κύριο χαρακτήρα με σωματική ή ψυχική αναπηρία. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα παραπάνω κριτήρια, ταινίες όπως ο «Λόγος του Βασιλιά» ή το «Good Will Hunting» αρχίζουν να μας φαίνονται υπερτιμημένες…