Η Άννα Βουλφ, μια χωρισμένη μητέρα και συγγραφέας, παλεύει με το συγγραφικό μπλοκάρισμα, και με την ίδια τη μοναξιά της, στο Λονδίνο της δεκαετίας του ’50. Για να μη χάσει το ήδη υπό διάλυση μυαλό της, αποφασίζει να διαχωρίσει τη ζωή και τα βιώματά της σε τέσσερα σημειωματάρια: το μαύρο για τη συγγραφική της ζωή, το κόκκινο για τις πολιτικές της απόψεις, το κίτρινο για τα συναισθήματα και τις ενδότερες σκέψεις της, το μπλε για την καθημερινότητά της. Όσο, όμως, το νήμα της αφήγησης ξεδιαλύνεται, ο ψυχοσυναισθηματικός της κατακερματισμός γίνεται ολοένα και πιο φανερός και μόνο σε ένα πέμπτο σημειωματάριο, το χρυσό, θα μπορέσει να συνθέσει το ενιαίο πορτρέτο του εαυτού της.
Μια από τις σημαντικότερες, πολυγραφότατες γυναίκες συγγραφείς, η Βρετανίδα Νομπελίστρια Doris Lessing επανεκδίδεται τώρα στη χώρα μας με το σπουδαιότερο, μνημειώδες έργο της, Το Χρυσό Σημειωματάριο, από τις εκδόσεις Διόπτρα και σε μετάφραση Έφης Τσιρώνη. Σε αυτό το επικών διαστάσεων, μεγαλεπήβολο και πολυδιάστατο μυθιστόρημα, η Lessing πειραματίζεται με την ίδια τη διάρθρωσή του, υιοθετεί μια ρηξικέλευθη, μεταμοντέρνα δομή – η ίδια η φόρμα λειτουργεί ως σχόλιο για το περιεχόμενο, τον ψυχικό/ηθικό κατακερματισμό της ηρωίδας, αλλά και ως μέσο προώθησης και έκφρασής του, σε μια από τις αρτιότερες συναρμογές μορφής και περιεχομένου που έχουμε συναντήσει στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Ο βασικός κορμός παραδοσιακής, συμβατικής αφήγησης αποτελείται από τις «Ελεύθερες Γυναίκες», μια νουβέλα μορφής θεατρικής, σχεδόν εξ ολοκλήρου διαλογικής, όπου το σκηνικό και οι χαρακτήρες περιγράφονται με αδρές γραμμές, αφαιρετικά, και το αφηγηματικό βάρος δίνεται στις συζητήσεις και τους διαλόγους που διαμείβονται. Κεντρικά πρόσωπα του δράματος, δύο γυναίκες και στενές φίλες, η Άννα Βουλφ και η Μόλι Τζέικομπς, χωρισμένες με παιδιά και οι δύο, καλλιτέχνιδες και οι δύο, η Άννα συγγραφέας και η Μόλι ηθοποιός, αυτοπροσδιορίζονται ως οι ομώνυμες «ελεύθερες γυναίκες», που επέλεξαν να επαναστατήσουν έναντι των εξουσιαστικών δεσμών του θεσμού του γάμου και της πυρηνικής οικογένειας, να αψηφήσουν τις κοινωνικές επιταγές, αλλά και την ίδια τη μοναξιά τους, και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους μόνες – είναι, όμως, έτσι τα πράγματα;
Κομμουνίστριες και οι δύο, αφιέρωσαν τη ζωή τους στο Κόμμα, στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού και σε ιδανικά που σταδιακά κατέρρεαν, αλλά και στην τέχνη τους, σε μια ζωή απαλλαγμένη από την πολυτέλεια, αλλά και την καταπίεση, των υλικών αγαθών και του πλούτου. Στον αντίποδά τους, ο Ρίτσαρντ, πρώην σύζυγος της Μόλι και πατέρας του παιδιού τους, γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας και ζάπλουτος μεγιστάνας των επιχειρήσεων, διατηρεί τη δεύτερη σύζυγό του, την ήσυχη και πράα, διακοσμητική Μάριον, εγκλωβισμένη στο σπίτι και στην ανατροφή των παιδιών τους, ώστε ο ίδιος να διαθέτει αρκετό χρόνο για τις εξωσυζυγικές του σχέσεις. Ο Ρίτσαρντ εκπροσωπεί ό,τι εκείνες απεχθάνονται στη ζωή, την ιδιοκτησιακή θέωρηση της γυναίκας ως συζύγου που νόμιζαν πως γλίτωσαν όταν απαρνήθηκαν τον δεύτερο γάμο και τη ζωή στο πλάι ενός άντρα. Στο μέσον της σύγκρουσης, ο Τόμι, ο γιός της Μόλι και του Ρίτσαρντ, απορρίπτει τις υποσχέσεις υλικής και επαγγελματικής αποκατάστασης που ο πατέρας του εγγυάται, ενώ ταυτόχρονα θα είναι ο πρώτος που θα εγκαλέσει την Άννα για τον ψυχικό της διαχωρισμό μέσα από τα σημειωματάρια, την άρνησή της να αντικρίσει κατάματα την ασχήμια και το (προσωπικό της) χάος, θα την προτρέψει να μην το περιορίσει σε «φάσεις» ή να το εσωκλείσει σε αγκύλες, αλλά να το αντιμετωπίσει ως αυτό που είναι και συνεπακόλουθα να το θεραπεύσει.
Μεσούσης της κύριας αφήγησης, παρεμβάλλονται τα τέσσερα σημειωματάρια, αποσπασματικά και κατακερματισμένα, αντανάκλαση και αλληγορία της ψυχοσύνθεσης της ηρωίδας. Στο μαύρο σημειωματάριο, η Άννα γράφει για την καλλιτεχνική δημιουργία και ελευθερία, την προσπάθειά της να διατηρήσει την ακεραιότητα της τέχνης της, αλλά και τον εγγενή φόβο για το ευτελές αυτής. Αφηγείται την αληθινή, προσωπική της ιστορία, στην οποία είναι βασισμένο το μοναδικό μυθιστόρημά της, τα «Σύνορα Πολέμου»: τις εμπειρίες της από τη ζωή σε μια αποικία στην Αφρική και τη συμμετοχή της σε μια τοπική κομμουνιστική οργάνωση. Καταγγέλλει, με λόγο δηκτικό και πολιτικά αιχμηρό, την υποκρισία των αστών κομμουνιστών, την έμφυλη ιεραρχία και στερεότυπα εντός των ψευδεπίγραφα προοδευτικών ομάδων, την εσφαλμένη πολιτική γραμμή των δυτικών κομμουνιστών στις αποικίες, που στρέφουν τη στόχευσή τους αποκλειστικά στις ταξικές διεκδικήσεις, αποτυγχάνοντας έτσι να αφουγκραστούν τις αληθινές ανάγκες του λαού, την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων και την αποτίναξη του λευκού αποικιοκρατικού ζυγού.
Το κόκκινο σημειωματάριο, με χρώμα συμβολικό της κομμουνιστικής ιδεολογίας της, είναι το πολιτικό σημειωματάριο, εκείνο όπου καταγράφει τους ενδοιασμούς και τις διαφωνίες της με τις πρακτικές του βρετανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, στο οποίο είχε προσχωρήσει, αλλά και με τα τεκταινόμενα στη Σοβιετική Ένωση εν γένει. Η βίαιη καταστολή στην Πράγα και ο αυταρχισμός στο Ανατολικό Βερολίνο, το 20ο συνέδριο και η συνεπακόλουθή του συλλογική απογοήτευση, οι καταγγελίες για τα εγκλήματα πολέμου, τις φυλακίσεις, τους βασανισμούς και τις εκτελέσεις, όλες οι αντιφάσεις και αυτοαναιρέσεις στις οποίες οι κομμουνιστές της εποχής υποπίπτουν, σηματοδοτούν την ύστατη κατάρρευση κάθε εναπομείνασας, φρούδας ελπίδας συσπείρωσης και ενότητας.
Το κίτρινο σημειωματάριο, και πλέον ενδιαφέρον εκ των τεσσάρων, τόσο λογοτεχνικά όσο και αμιγώς ερμηνευτικά/ψυχαναλυτικά, αποτελεί τη μέθοδο που η Άννα χρησιμοποιεί για να επεξεργαστεί και να αποκωδικοποιήσει το συναίσθημά της, τη μυθοπλαστική αναπαραγωγή του. Σε ένα μυθιστορηματικό προσχέδιο και σκαρίφημα μιας ιστορίας που η Άννα πλάθει, μας συστήνει την Έλλα, μια γυναίκα διαζευγμένη και μητέρα ενός ανήλικου γιού, ανεστραμμένο είδωλο της Άννα (όπως και η Άννα, με τη σειρά της, της Lessing). Εργάζεται ως συντάκτρια σε ένα λαϊκό γυναικείο περιοδικό της εργατικής τάξης απαντώντας σε γράμματα νευρωτικών γυναικών υπό κατάρρευση, δουλειά την οποία αποστρέφεται – όπως και η Άννα την αντίστοιχη εργασία της για το Κόμμα -, και ταυτόχρονα γράφει ένα μυθιστόρημα για έναν άντρα που ακούσια, δίχως να το συνειδητοποιεί, σχεδιάζει και οργανώνει την αυτοκτονία του, alter-ego της ίδιας, σε ένα ιδιοφυές αφηγηματικό παιχνίδι εγκιβωτισμού από τη Lessing για τα θολά όρια μεταξύ έργου και δημιουργού, μυθοπλασίας και βιώματος. Η Έλλα αισθάνεται έναν διαρκή φόβο και μίσος για το Λονδίνο, εχθρότητα για τα γκρίζα, παγερά του κτίρια, όσο η κατάθλιψη και η απόγνωση βαραίνουν σαν πέπλο πάνω στην ψυχή της, μέχρι τη μέρα που γνωρίζει και συνάπτει σχέση με τον Πολ, έναν παντρεμένο άντρα, και έκτοτε προσπαθεί να χορτάσει με τα ψίχουλα τρυφερότητας που αυτός της παρέχει, μια μυθιστορηματική σχέση – αντικατοπτρισμός της αληθινής της Άννα με τον Μίχαελ, μιας σχέσης συναισθηματικά κακοποιητικής και χειριστικής.
Το μπλε σημειωματάριο είναι και το πιο αυτοβιογραφικό, εκείνο που η Άννα περιγράφει σε ημερολογιακές, βιωματικές καταγραφές περιστατικά της καθημερινής της ζωής. Γράφει για τις συνεδρίες με την ψυχαναλύτριά της, κα. Μαρκς, ευφυής παρήχηση του Καρλ Μαρξ, ινστρούκτορα τον οποίο οφείλει να ακούει και να εμπιστεύεται απαρέγκλιτα, ακόμα και όταν αποτυγχάνει στον ρόλο του. Γράφει για την αδυναμία ενσυναίσθησης και ουσιαστικής σύνδεσής της με άλλα ανθρώπινα όντα, την ανηδονία ως πρώτο σύμπτωμα της ψυχικής ασθένειάς της, τον αποτυχημένο γάμο και την αποτυχημένη σχέση της, το συγγραφικό μπλοκάρισμά της, την ενασχόλησή της με το Κόμμα ως απατηλή ψευδαίσθηση σκοπού και μοναδική διέξοδο από το διαρκές αίσθημα ματαιότητας. Στις καταγραφές παρεμβάλλονται επικολλημένα αποκόμματα εφημερίδων, ειδήσεις και πρωτοσέλιδα για την επικαιρότητα της εποχής, για την ατομική βόμβα, τον Ψυχρό Πόλεμο και την Κορέα, τις αναίτιες φυλακίσεις και βασανισμούς, που επιβεβαιώνουν το δυσοίωνο προαίσθημα της Άννα: ο θάνατος, το μίσος και ο πόλεμος βρίσκονται παντού, έχουν εξαπλωθεί πλέον σε όλη την πλάση, ο ολοκληρωτικός αφανισμός και πορεία του ανθρώπινου είδους προς την εντροπία βρίσκεται προ των πυλών.
Η σχέση ανάμεσα στην ψυχική κατάσταση της Άννα και τα κοινωνικοπολιτικά τεκταινόμενα της εποχής της είναι διαλεκτική: πώς μπορεί εκείνη να παράγει τέχνη όταν παντού γύρω της κυριαρχεί η κτηνωδία, πώς μπορεί να ερωτεύεται, να αναπνέει, να γελά, να είναι ευτυχισμένη όταν η ασφυκτική μέγγενη της δυστυχίας, του χάους και του θανάτου την περικλείει; Η Άννα (και η Έλλα, και η Lessing), απελπισμένη πλεόν από τη ζωή, προσωπική και συλλογική, νυχοπατεί στον κόσμο, πράττει δίχως βούληση και συναίσθημα, σαν νεκροζώντανη βαδίζει προς τον νομοτελειακό προορισμό της. Ό,τι φαντάζει νεφελώδες και απόμακρο στην πραγματική ζωή, όμως, αποκαλύπτεται στις πλήρεις διαστάσεις του μέσα από τη μυθοπλαστική επεξεργασία του, η Άννα χρησιμοποιεί τη λογοτεχνία της ως μοναδική καθαρή, διορατική ματιά στην ίδια της τη ζωή, τις αποφάσεις και τις εμπειρίες της – ή, μήπως, ως τρόπο να την αποφύγει και να τη μετουσιώσει σε τέχνη ώστε να μη χρειαστεί ποτέ να την αντικρίσει κατάματα και να την αντιμετωπίσει;
Ο κατακερματισμός είναι πολλαπλός, προσωπικός (ο νευρικός κλονισμός και η ψυχική κατάρρευση της Άννα, η προϊούσα αίσθηση απόγνωσης και καθολικής μοναξιάς, η έλλειψη έμπνευσης και το συγγραφικό μπλοκάρισμα), συλλογικός (η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και των ιδανικών του, η απότοκή της πολιτική και ιδεολογική απογοήτευση) – μα και αλληγορικά δομικός, στην ίδια τη μορφή του μυθιστορήματος. Η Άννα Βουλφ βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση με τις ταυτότητές της και τις ματαιώσεις τους, ως γυναίκα, σύντροφος, φίλη, μητέρα, κομμουνίστρια, καλλιτέχνιδα. Αδυνατεί να συνεχίσει να πιστεύει στα ιδανικά της όταν ο σκοπός στον οποίον αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή της καταρρέει και το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς αποδομείται, να δηλώνει καλλιτέχνιδα και συγγραφέας όταν πλέον η έμπνευσή της έχει στερέψει, να ζει κατ’ όνομα μόνο ως ελεύθερη γυναίκα όταν αναγνωρίζει και αποδέχεται τη μοναξιά και την οδύνη του χωρισμού. Η Lessing γνωρίζει πως, εντός της βάναυσης πατριαρχίας, δεν υφίσταται ουσιαστική γυναικεία απελευθέρωση, πως οι, ψευδεπίγραφα, ελεύθερες γυναίκες είναι δέσμιες ακριβώς των ίδιων κοινωνικών, οικονομικών, έμφυλων καταπιέσεων όπως οι υπόλοιπες. Το κατασκευασμένο αφήγημα των «ελεύθερων γυναικών» πλέον αμφισβητείται και διαρρηγνύεται, και αυτό που η Άννα και η Μόλι εσφαλμένα ονομάτιζαν ελευθερία καταλήγει εν τέλει να τις τοποθετεί εκ νέου στη θέση των αντικειμένων εκμετάλλευσης από τους άντρες εντός της πατριαρχίας, αυτήν τη φορά συναισθηματικής και σεξουαλικής – δεν εγκλωβίζονται μεν στην οικιακή ζωή και τα περιοριστικά δεσμά ενός δυστυχισμένου γάμου, σαν τη Μάριον και τις μοναχικές «κυρίες Μπράουν» που απεγνωσμένα αποστέλλουν επιστολές, τεκμήρια των νευρώσεων και της δυστυχίας τους, όμως θα είναι πάντοτε οι ερωμένες, στις οποίες αρνούνται τη δέσμευση και την ασφάλεια της μονογαμικής σχέσης.
Στο τέλος της αφήγησης, όταν πλέον έχει επέλθει η πλήρης αποσύνθεση και κατακερματισμός της Άννα, ψυχικός, νοητικός, συναισθηματικός, όταν πλέον οι λέξεις έχουν αποσυνδεθεί από το νόημά τους και η ίδια αδυνατεί να δημιουργήσει, να αποκτήσει πρόσβαση στο νοητικό της, κενή και στείρα αγάπης και συναισθήματος, τότε μόνο θα έρθει, λυτρωτικά, το χρυσό σημειωματάριο και μυστηριακά, συχνά ασύνδετα και δίχως αφηγηματική συνοχή, θα συνενώσει τα άλλα τέσσερα και μαζί τους το σύνολο της γυναικείας/καλλιτεχνικής/πολιτικής/ανθρώπινης εμπειρίας που η Lessing τόσο αριστοτεχνικά περιγράφει.
Ένα βιβλίο – σφυγμομέτρηση της εποχής του, της ταραχώδους Βρετανίας της δεκαετίας του ’50, και ιδίως της ανώτερης/μεσαίας τάξης διανοουμένων της, μιας εποχής όπου τα σοσιαλιστικά ιδανικά καταρρέουν, το Κόμμα διαλύεται στα εξ ων συνετέθη, η απήχηση του φεμινιστικού κινήματος ολοένα και αυξάνεται, δίχως όμως να είναι ακόμα αρκετά διαδεδομένη. Η Lessing γράφει για τη μάχη των φύλων, σε μια χρονική περίοδο προϊούσας σεξουαλικής ελευθεριότητας, αλλά και έλλειψης επικοινωνίας και μοναξιάς, χωρίς ποτέ να γίνεται αρτηριοσκληρωτικά φεμινίστρια, γράφει για τον ρατσισμό, την αποικιοκρατία και την πάλη των τάξεων, με λογοτεχνικότητα και δίχως να καταλήγει να θυμίζει μπροσούρα στράτευσης, γράφει για την ψυχική ασθένεια, το σύμφυτό της χάος, κατακερματισμό και τρόμο, αλλά με τρυφερότητα και ενσυναίσθηση. Ταυτόχρονα, καταθέτει έναν ιδιοφυή στοχασμό πάνω στη δημιουργική διαδικασία, στη σχέση έργου και καλλιτέχνη, στη μνήμη και την αναντιστοιχία της με την πραγματικότητα – πόσα από αυτά που η Άννα γράφει ανταποκρίνονται στην αλήθεια και πόσα σε μια, ωραιοποιημένη ή μη, εναλλακτική εκδοχή της; Ο συγγραφέας είναι πιο ειλικρινής όταν καταγράφει βιωματικά τις αναμνήσεις και τα συναισθήματα ή όταν τα αναπλάθει λογοτεχνικά;
Ένα βιβλίο απαιτητικό, τόσο ως προς τον όγκο όσο και την πολυπλοκότητα της δομής και των θεματικών του, που όμως αποζημιώνει στο ακέραιο για τον χρόνο που απαίτησε, με τη διαχρονικότητα και οικουμενικότητά του, ένα φεμινιστικό, πολιτικό, ψυχογραφικό αριστούργημα, μοναδικό στο είδος του.