Η ελληνική λαογραφική παράδοση έχει αγκαλιαστεί από ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης ελληνικής σκηνής κόμικ, σε μια προσπάθεια να μπολιαστεί η σκηνή με ένα στοιχείο «εντοπιότητας» (ανανοηματοδότηση της ελληνικής ταυτότητας, σε μια πολύμορφη διεθνιστική διάσταση, μέσα από μια νέα σχέση με την παράδοση) . Ταυτόχρονα, αναζητείται εκεί έμπνευση και προσθήκη, στο οπτικό οπλοστάσιο των καλλιτεχνών, παραστάσεων και θεμάτων που σε μεγάλο βαθμό, ειδικά παλαιότερα, αντιμετωπίζονταν αφοριστικά, ως εξαρχής ξεπερασμένα ή και οπισθοδρομικά. Για αυτό βέβαια η ευθύνη βαραίνει κυρίως την ελληνική πολιτεία, το εκπαιδευτικό σύστημα της οποίας είναι τόσο αναμορφωτικό, βαθιά εθνικιστικό και αντιαισθητικό. Έτσι, τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται συχνά μολύνονται από αυτή την αποφορά και συχνά χρειάζεται μια απομάκρυνση από αυτό, τόσο χωρική όσο και αξιακή για να ξαναβρούμε τις θεματολογίες που θάβει κάτω από τόνους ρατσισμού.
Αυτό ευτυχώς δεν πτοεί πολλούς καλλιτέχνες που καταπιάνονται με τα θέματα αυτά από τη δική τους οπτική και τους δίνουν μια σύγχρονη όψη. Τέτοιο δείγμα μιας τέτοιας δουλειάς είναι και η μοντέρνα εικονογράφηση που έλαβε το δημοτικό τραγούδι Του Νεκρού Αδελφού, από την αρχιτέκτονα Εύα Πουλουπούλου (εκδόσεις Jemma Press). Δεν είναι βέβαια η πρώτη μεταφορά του τραγουδιού σε άλλο μέσο, καθώς αυτό έχει ήδη συμβεί ήδη εδώ και 100 σχεδόν χρόνια. Το ίδιο το τραγούδι, η θεματική του οποίου υπάρχει, σε παραλλαγές, σε κάθε βαλκανικό λαό, έχει ήδη μελετηθεί από δεκάδες πανεπιστημιακούς.
Ωστόσο, σε αυτό το κόμικ, οι στίχοι του τραγουδιού διατηρούνται αυτούσιοι. Αποτελούν ταυτόχρονα και το σενάριο της ιστορίας, η οποία ενδύεται μια κομψή οπτικοποίηση. Σχέδιο ζωηρό, λακωνικό σχεδόν αλλά πλούσιο μέσα στην απλότητα του. Είναι επίσης εμφανείς οι αναφορές στη βυζαντινή εικονογραφία αλλά και τη σύγχρονη εικαστική ακόμα και κινηματογραφία με την 7η Σφραγίδα να αποτελεί το πιο έντονο παράδειγμα. Επιπρόσθετα, οι καθαρές καθαρές γραμμές και η προσεκτικά επιλεγμένη τετραχρωμία, ευθεία αναφορά στην αρχαιοελληνική αγγειοπλαστική, προσφέρει βάθος και κονστράστ, που ζωντανεύουν με αμεσότητα και ευκρίνεια σχεδόν κινηματογραφική τις θεματικές του τραγουδιού.
Ξενιτιά, νοσταλγία για την πατρίδα, το ακατόρθωτο της επιστροφής και ο πόνος του αποχωρισμού κρύβονται κάτω από τους υπερφυσικές του στίχους για νεκραναστάσεις και πουλιά που μιλούν, στοιχεία καθαρά παραμυθικά. Μπορεί η Πουλοπούλου να μην έχει εμπειρία από τη σύνθεση κόμικ, όμως η διακειμενική της σύνθεση καταφέρνει να διατρανώνει όχι μόνο τις αξίες του κόμικ, ακόμα και αν η ίδια δε συμφωνεί μαζί τους (όπως η έντονη θρησκευτικότητα) αλλά καταφέρνει να διακρίνει στους, γενικά δυσοίωνους, στίχους τη δυνατότητα ευοίωνων συνθηκών. Ειδικότερα, στον τελευταίο εναγκαλισμό μητέρας και Αρετής, λίγο πριν τον θάνατο, ενυπάρχει η έννοια τόσο της συγχώρεσης όσο και μιας νέας αρχής μέσα από τον πόνο. Μια πολύ αισιόδοξη ματιά σε ένα γενικά θλιβερό τραγούδι, όπου κυριαρχεί ο θάνατος και το βάρος της ενοχής, που αποτελεί το conditio sine qua non της ελληνικής οικογένειας, μια ενοχή τόσο δυνατή που φτάνει ακόμα και στο επέκεινα.
Το κόμικ της Πουλουπούλου αποτελεί μια πολύ όμορφη δουλειά, η οποία θα άξιζε μια ματιά μόνο και μόνο για το σχέδιο. Το γεγονός ότι η καλλιτέχνιδα καταφέρνει και επανανοηματοδεί το κλασικό τραγούδι το καθιστά κάτι πολύ παραπάνω από ένα απλά «όμορφο» κόμικ.