Το πρώτο Τσοντοκόμικ είχε ξαφνιάσει ευχάριστα την ελληνική κόμικ σκηνή. Με μια συλλογή πορνό ιστοριών, που δεν έμπαιναν στα καλούπια του πατριαρχικού ηδηνοβλεπτικού στερεοτύπου, από θηλυκότητες (και) για θηλυκότητες, η ομάδα των καλλιτεχνιδών πίσω από την αυτοέκδοση έκαναν ένα απαραίτητο βήμα προς μια πιο πολύχρωμη (ροζ βασικά) ενδυνάμωση της φωνής πολλών αναγνωστ(ρι)ών.
Αυτό φάνηκε επίσης και από την αγάπη του κόσμου, ο οποίος στήριξε όχι μόνο την πρώτη προσπάθεια, αλλά και τη συνέχιση του project μέσα από από ένα πολύ επιτυχημένο kickstarter!
Όμως, έβαλαν και πολύ ψηλά τον πήχη. Πώς θα μπορούσε η νέα τους προσπάθεια να φτάσει την παλιά ή, το πιο βασικό, να μην επαναλάβει απλά το μοτίβο της; Ένα δεύτερο Τσοντοκόμικ στα χνάρια του πρώτου θα ήταν μεν ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, όμως δε θα διέφερε σε κάτι ουσιαστικά από το πρώτο. Έτσι η νέα, επαυξημένη ομάδα, είχε μπροστά της ένα αναπάντεχο πρόβλημα.
Το έλυσαν με έναν πολύ δυναμικό και εξωστρεφή τρόπο, κοιτώντας απέξω προς τα μέσα. Εστιασαν σε μια διάσταση της ερωτικής πράξης που συχνά δε σκεφτόμαστε, προσποιούμενοι ακόμα ότι η επαφή αφορά μόνο τους ανθρώπους που είναι εκείνη την ώρα στο δωμάτιο. Το ότι, ειδικά στην εποχή των social media και της διάχυσης μιας ακομπλεξάριστης ερωτικής διάθεσης στις γενιές που μεγάλωσαν με αυτά, τελικά η ερωτική πράξη είναι ένα δίκτυο που μας δένει πολλές φορές με ανθρώπους που δε θα μπορούσαμε καν να φανταστούμε. Είναι, στην τελική, μια πράξη, πολύ προσωπικής μεν, επικοινωνίας δε.
Αυτό επιτυγχάνεται όχι (μόνο) με το σεξ στον δημόσιο χώρο, αλλά με το εμβαθύνουν στους χαρακτήρες που σχεδίαζαν, η κάθε μία με το δικό της στυλ. Η κάθε μία επέλεξε έναν χαρακτήρα, και με σεναριακά ρευστό τρόπο, κατέληγε να κάνει σεξ με τον χαρακτήρα μας άλλης. Έτσι, στο τέλος, όλοι οι χαρακτήρες είχαν βρεθεί με κάποιον άλλο πρωταγωνιστή, σε ένα κλειστό ερωτικό σύστημα που λέγεται Αθήνα. Πολύ απλά, όπως ανέφεραν και οι ίδιες «διαλέξαμε τις κούκλες μας και τις βάλαμε να κάνουνε σεξ».
Οι ίδιες οι δημιουργοί ( Κορίννα Μέι Βεροπούλου, Στέλλα Στεργίου, Lussaki, Ρομπέρτα Γιαϊτζόγλου Watkinson, Κατερίνα Μ., Poisoner, Σιλένα Νικολοπούλου, Σμαρ, Γεωργία Ζάχαρη, Σιαδώρα, Έλενα Γώγου, ultramarie, βαμπιροπούλα ), με μερικές προσθαφαιρέσεις στην ομάδα (το πρώτο τεύχος Τσοντοκόμικ συμμετείχαν και οι Darina Miroshnichenko, Ραφαέλλα Κόνη) έδωσαν στη κάθε μία ιστορία τον προσωπικό της τόνο, ακόμα και όταν μεταχειρίζοταν τον ήρωα κάποιας άλλης.
Έτσι έχουμε μια συλλογή αλληλοδιαπλεκόμενων ιστοριών, που ξεχειλίζουν όμως όλες από καλλιτεχνικό ερωτισμό, με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, πολυσήμαντο και πολυδιάστατο. Υπάρχουν ιστορίες για BDSM, παραδοσιακό ρομαντισμό,fetishes, ακόμα και (προσωπικά απoδοσμένα) hentai στοιχεία. Υπάρχουν ιστορίες αστείες, υπάρχουν ιστορίες σοβαρές. Την ίδια στιγμή, η LGBTQ εκπροσώπηση είναι σίγουρα πιο έντονη από ότι στο πρώτο.
Σταθερή μένει όμως η ανάγκη να φανεί η γυναικεία ματιά στην πορνογραφία και, πολύ πιο σημαντικό, το σεξ όχι ως μηχανισμός επιβεβαίωσης ή εξουσίας αλλά ως αυτό που (θα έπρεπε να) είναι: μια στιγμή έντονης τρυφερότητας, όποια μορφή και αν έχει αυτή. Και ειδικά, όταν αυτή η κατανόηση αγκαλιάζει τελικά τον ευρύτερο κοινωνικό μας χώρο και τα άτομα που τον κατοικούν (και κοινωνούν), φαίνεται πια πιο έντονα το αόρατο, ερωτικό δίχτυ που τα ενώνει σε προσωπικό επίπεδο. Μέσα από τις γεμάτες «χρωματίλα» του Τσοντοκόμικ 2, βλέπουμε τελικά μια ζωντανή πόλη όπου ζωντανοί άνθρωποι διασκεδάζουν, δουλεύουν, ερωτοτροπούν και αναστενάζουν. Πάνω από όλα όμως, ζουν μαζί.
Το ίδιο το σχέδιο τώρα των ιστοριών είναι αποδοσμένο, πολύ πιο θαρρετά από ότι στο πρώτο. Με μια σταθερή αλλά λεπτοδουλεμένη χρωματική παλέτα, σε αποχρώσεις του ροζ, του κόκκινου, του μαύρου του λευκού και του γκρι, οι σχεδιάστριες δίνουν, η κάθε μία με τον δικό της τρόπο, την εκδοχή τους για αυτό το ερωτικό καμίνι που αποτελεί η Αθήνα (ή, για να είμαστε πιο σωστοί, ορισμένες εκδοχές της, πιο φιλικές στο διαφορετικό από ότι άλλες). Κάθε μία ξεχωριστή και άξια αναφοράς το λιγότερο, σπρωγμένη σε ένα επίπεδο ανώτερο του πρώτου τεύχους ίσως και από το πνεύμα αλληλεγγύης και ασφάλειας μεταξύ της ομάδας.
Επιλογικά, το Τσοντοκόμικ 2, είναι ένα σκαλί πάνω από τον προκάτοχό του, όχι μόνο για την εξωστρέφεια και την κοινωνική διάσταση που δίνει στο πορνό. Το έχουμε ξαναπεί εδώ στο Smassing Culture ότι τέτοιες προσπάθειες μας αρέσουν και τις στηρίζουμε. Όμως, το Τσοντοκόμικ 2 μας έκανε αυτή τη στήριξη τόσο αβίαστη και εύκολη με την ποιότητα του, ως περιεχόμενο και έκδοση, που πραγματικά δε νιώθουμε κανένα ενδοιασμό να το προτείνουμε! Οπότε ναι, ξανά, ζήτω τα κόμικ, ζήτω το σεξ.