Η κατασκοπική λογοτεχνία αναδείχθηκε σημαντικά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, καθώς τροφοδοτούταν ατελείωτα από την παράνοια και το κλίμα μίσους και ανταγωνισμού μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων, των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης. Κυριότερος ήρωας-εκπρόσωπος εκείνης της περιόδου θεωρείται ο Τζέημς Μποντ, ο οποίος γενικά είναι ένας από τους γνωστότερους κατασκόπους της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου. Αυτό που ξεχνάνε πολλοί, όμως, είναι ότι την ίδια εποχή, ακόμη ένας ήρωας (ή μάλλον, αντιήρωας) έκανε τα πρώτα βήματά του στις σελίδες των μυθιστορημάτων κατασκοπείας: ο Τζόρτζ Σμάιλι.
Ο δημιουργός του Σμάιλι, ο Τζον λε Καρρέ, υπήρξε στην υπηρεσία της MI6 για πολλά χρόνια και αναγκάστηκε να παραιτηθεί όταν ο υψηλόβαθμος Κιμ Φίλμπυ έφυγε ξαφνικά για την Μόσχα, αποκαλύπτοντας έτσι ότι ήταν διπλός πράκτορας, τυφλοπόντικας, για χρόνια. Αυτή η προδοσία του ανώτερού του ανάγκασε τον λε Καρρέ να ασχοληθεί αποκλειστικά με την συγγραφή και να στήσει έτσι πιο ρεαλιστικά τις περιπέτειες του κεντρικού ήρωα του, του Τζορτζ Σμάιλι, ο οποίος έγινε ευρέως γνωστός για την κόντρα του με τον Κάρλα, τον φανταστικό Ρώσο αρχι-κατάσκοπο και νέμεσή του. Βρετανός και Ρώσος κονταροχτυπήθηκαν στην τριλογία ‘’Smiley vs. Karla’’, πρώτο μέρος της οποίας είναι το Tinker Tailor Soldier Spy που κυκλοφόρησε το 1974 και μεταφράστηκε στα ελληνικά από το Μιχάλη Μακρόπουλο για τις εκδόσεις Καστανιώτη το 2008 ως Κι Ο Κλήρος Έπεσε Στο Σμάιλι.
Το βιβλίο θέτει στο επίκεντρό του τον Τζορτζ Σμάιλι, γέρο και συνταξιοδοτημένο πρώην μέλος της βρετανικής κατασκοπικής οργάνωσης Σέρκους, μια διαμετρικά αντίθετη προσωπικότητα από τον Μποντ. Ο Σμάιλι, ο οποίος απολύθηκε μετά από ένα σκάνδαλο, καλείται να επιστρέψει στο καθήκον, για να ξεσκεπάσει έναν ‘’τυφλοπόντικα’’ στο Σέρκους, έναν προδότη που εδώ και χρόνια ταΐζει την Μόσχα και τον Κάρλα με πληροφορίες και έχει μάλιστα καταφέρει να ανελιχθεί στην ιεραρχία σε σημαντικό βαθμό.
Το μυθιστόρημα αποτελεί ορόσημο για την κατασκοπική λογοτεχνία και μαζί με τα υπόλοιπα βιβλία του λε Καρρέ συντέλεσε σε ένα πολύ σημαντικό έργο: στην αποδόμηση του είδους, από τον πολύχρωμο, εξτράβαγκαντ κόσμο του Φλέμινγκ και του Μποντ σε μία πιο ρεαλιστική και σκοτεινή προσέγγιση. Οι ήρωες του βιβλίου δεν είναι γυναικάδες, όμορφοι και πετυχημένοι. Αντίθετα, μάλιστα, είναι υπαλληλίσκοι και γραφειοκράτες μέχρι το κόκαλο, απελπισμένοι για δύναμη και εξουσία. Ο Τζορτζ Σμάιλι, η κεντρική φιγούρα, είναι ένας μεσοαστός που διανύει την δύση της ζωής του ταπεινωμένος, έχοντας απολυθεί από την δουλειά του και εγκαταλειφθεί για ακόμη μια φορά από την γυναίκα του, που δεν διστάζει να τον απατήσει με την πρώτη ευκαιρία.
Ο Σμάιλι, λοιπόν, κυνηγάει τον τυφλοπόντικα, χωρίς να ανταλλάσει κλοτσιές και μπουνιές με Ρώσους μπράβους και σατανικούς επιστήμονες που έχουν αρχηγεία σε ανενεργά ηφαίστεια. Διαβάζει έγγραφα, ταξιδεύει στο παρελθόν με τις αναμνήσεις του, προσπαθεί να βρει στοιχεία και τελικά στήνει μια μεγαλοπρεπή παγίδα, τον ιστό της αράχνης του, ο οποίος αιχμαλωτίζει το θήραμά του. Η πορεία αυτή, η αναζήτηση για τον προδότη, μέσα από την εξαιρετική γραφή, αλλά και την πολύ αξιόλογη μετάφραση, αποτυπώνει τέλεια την ψυχροπολεμική εποχή και όλη την παράνοια που την συνόδεψε.
Εκτός, όμως, από την αποδόμηση της κατασκοπείας και του Ψυχρού Πολέμου, το βιβλίο είναι πολύ σημαντικό για την κριτική που ασκεί. Παρόλο που οι πρωταγωνιστές είναι οι Βρετανοί, κανένα μέτωπο δεν αγιογραφείται. Η κριτική για τις ομοιότητες των δύο πλευρών εντάσσεται στο κείμενο εντελώς οργανικά, με απλές προτάσεις που συνοδεύουν τους χαρακτήρες· από τον Ρώσο Πόλιακοφ που καπνίζει μια ‘’πολύ αγγλική πίπα’’, μέχρι τον μονόλογο του Σμαίλι στην μοναδική του συνάντηση με τον Κάρλα, ο οποίος προσπαθεί να τον πείσει ότι οι δυο τους είναι το ίδιο πράγμα, ψάχνουν να βρουν τις αδυναμίες ο ένας στην πανοπλία του άλλου. Επιπλέον, σε αμφισβήτηση τίθεται και η φερεγγυότητα της βρετανικής εξουσίας της εποχής, η οποία, κατά τον Σμάιλι, αποτελείται από άνδρες τους οποίους κανείς δεν θέλει να έχει δίπλα του και ωθεί ανθρώπους κάποτε πιστούς σε αυτήν στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Η σπουδαιότερη, όμως, κριτική για τις ομοιότητες των δύο πλευρών είναι η πιο μακρόσυρτη, αυτή που ξεκινάει από το πρώτο βιβλίο και τελειώνει στο τρίτο, με τίτλο Οι Άνθρωποι του Σμάιλι (Καστανιώτης, 2009, σε μετάφραση Μιχάλη Μακρόπουλου). Στο τέλος του πρώτου έργου, ο Σμάιλι ανακαλύπτει ότι ο Κάρλα επέλεξε να τον πληγώσει με τον πιο προσωπικό τρόπο, βάζοντας τον Βρετανό προδότη να συνάψει δεσμό με την Άνν, την γυναίκα του Σμάιλι, που ο ίδιος αγαπάει μέχρι τέλους. Στη συνέχεια, σε όλη την διάρκεια της τριλογίας, ο Σμάιλι είναι πεπεισμένος ότι η πτώση του Κάρλα θα είναι επακόλουθο του φανατισμού του, αυτής της αδίσταχτης μανίας του να χρησιμοποιεί τους πάντες και τα πάντα.
Στο τρίτο βιβλίο, οι Βρετανοί ανακαλύπτουν ότι ο Ρώσος αρχι-εχθρός τους έχει μια νόθο κόρη, της οποίας την διαμονή στο νοσοκομείο καλύπτει με κρατικούς πόρους, πίσω από την πλάτη της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι, ο Σμάιλι εκμεταλλεύεται κι αυτός με την σειρά του την προσωπική ζωή του αντιπάλου του και τον πληρώνει με το ίδιο νόμισμα, εκβιάζοντας τον να εγκαταλείψει την θέση του και να έρθει στα χέρια της ΜΙ6, βάζοντας ένα τέλος στην καριέρα του. Ο Κάρλα καταστρέφεται όχι λόγω του φανατισμού του, αλλά εξαιτίας των κοντινών του προσώπων, με τον ίδιο τρόπο που είχε επιλέξει ο ίδιος να ‘’χτυπήσει’’ τον Σμάιλι στο πρώτο μέρος της τριλογίας. Όλο αυτό τρομάζει βαθιά τον Σμάιλι, ο οποίος θριαμβεύει, αλλά δεν νιώθει ολοκλήρωση.
Είχα κάποτε μια συζήτηση με έναν φίλο μου για το βιβλίο, ο οποίος από την περιγραφή και μόνο της πλοκής το απέρριψε, κατηγορώντας το πολύ βιαστικά για προπαγάνδα και λέγοντας ότι ‘’θα παρουσιάζει τους Ρώσους ως κακούς και τους Άγγλους ως ήρωες’’. Δεν ήξερε φυσικά ότι το Κι Ο Κλήρος Έπεσε Στο Σμάιλι, όπως και τα υπόλοιπα δύο βιβλία που το διαδέχονται, είναι κάτι πολύ διαφορετικό, αλλά και κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Είναι έργα πολύ σημαντικά, σπουδαία σε αξία, έργα που θίγουν δύσκολες αλήθειες, χωρίς να δίνουν ελαφρυντικά. Είναι ό,τι ψάχνω εγώ από την τέχνη, από την λογοτεχνία, καθώς κάνουν ότι κατά την άποψή μου πρέπει να κάνει η τέχνη και η λογοτεχνία: να εγείρουν τον προβληματισμό και να μας προκαλούν να σκεφτούμε διαφορετικά, να σκεφτούμε πιο μακριά από τα όριά μας.